Ένα ταξίδι… με αγκάθια καλούνται να κάνουν όσες ασθενείς νοσούν από καρκίνο του μαστού στην Ελλάδα, το οποίο στιγματίζουν οι καθυστερήσεις, η δυσκολία στην πρόσβαση των υπηρεσιών υγείας αλλά και τα υπέρογκα κόστη που καλούνται να καταβάλουν. Αυτά είναι όσα προκύπτουν από την έρευνα που πραγματοποίησαν το Εργαστήριο Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (LabHTA) του Τμήματος Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και ο Πανελλήνιος Σύλλογος Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «’Αλμα Ζωής» και με τίτλο: «Το ταξίδι των ασθενών με καρκίνο του μαστού στην Ελλάδα: 10 χρόνια μετά».
Ειδικότερα, χωρίς σταθερή παρακολούθηση από γιατρό για τον έλεγχο του μαστού φαίνεται πως ήταν περισσότερες από τις μισές ερωτώμενες (52%). Ωστόσο, όταν οι γυναίκες αναζήτησαν φροντίδα υγείας ανέφεραν προβλήματα στην πρόσβαση και συγκεκριμένα τη λίστα αναμονής για ιατρικό ραντεβού (29,7%), την έλλειψη σχετικής ειδικότητας στον τόπο διαμονής τους (19,0%) και τη μεγάλη απόσταση του ιατρείου/νοσοκομείου/κέντρου υγείας από τον τόπο κατοικίας (23%).
Σε μεγαλύτερο ποσοστό οι συμμετέχουσες απευθύνθηκαν επίσης στον ιδιωτικό τομέα για τη διενέργεια της βιοψίας, με το 64,3% να δηλώνει πως πραγματοποίησε τη βιοψία σε ιδιωτικό νοσοκομείο/διαγνωστικό κέντρο/ιατρείο, έναντι 35,5% σε δημόσιο νοσοκομείο. Οι συμμετέχουσες στην έρευνα επισκέφθηκαν κατά μέσο όρο 2 γιατρούς ως την οριστικοποίηση της διάγνωσης. Η δαπάνη για τη διάγνωση και τις θεραπείες καλύπτεται από την κοινωνική ασφάλιση αλλά και τις ίδιες τις ασθενείς με ιδιωτικές πληρωμές, και συμπληρωματικά από την ιδιωτική ασφάλιση.
Οι ιδιωτικές αυτές πληρωμές ανέρχονται σε 4.673€ κατά μέσο όρο για κάθε ασθενή. Το συγκεκριμένο ποσό φαίνεται να καλύπτεται κατά κύριο λόγο από το ίδιο το νοικοκυριό (66,1%) ή/και από αποταμιεύσεις (40,6%), ενώ σημαντικό ρόλο φαίνεται πως παίζει και το ευρύτερο υποστηρικτικό δίκτυο (23,9% οι γονείς της ασθενούς, 12,5% δανεισμός από φίλους και γνωστούς). Ο Επιστημονικά Υπεύθυνος της έρευνας είναι ο Κωνσταντίνος Αθανασάκης, Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με την ευγενική χορηγία της εταιρείας AstraZeneca.