Η αποφυγή της γλουτένης μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, ενώ η κατανάλωση περισσότερης γλουτένης τον μειώνει, όπως υποστηρίζει νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές του Τμήματος Διατροφής της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση σε επιδημιολογικό συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής Ένωσης στο Πόρτλαντ, ανέλυσαν στοιχεία για τη διατροφή σχεδόν 200.000 ατόμων σε βάθος 30ετίας.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι κατανάλωναν την περισσότερη γλουτένη, είχαν κατά μέσο όρο 13% μικρότερη πιθανότητα να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2, σε σχέση με όσους κατανάλωναν τη λιγότερη (<4 γραμμάρια τη μέρα).
«Οι τροφές χωρίς γλουτένη συχνά έχουν λιγότερες διατροφικές ίνες και άλλα θρεπτικά ιχνοστοιχεία, όπως βιταμίνες και μέταλλα (Β12, ψευδάργυρο, μαγνήσιο, ασβέστιο, σελήνιο κ.ά.), τα οποία τις καθιστά λιγότερο θρεπτικές, αλλά και πιο ακριβές», δήλωσε ο ερευνητής Γκεντ Ζονγκ. Οι ίνες αποτελούν γνωστό παράγοντα προστασίας έναντι του διαβήτη.
Συμπερασματικά, τα στοιχεία που αποδεικνύουν τα οφέλη της διατροφής χωρίς γλουτένη είναι ελλιπή, ενώ η επιστημονική έρευνα ανακαλύπτει όλο και περισσότερους λόγους για τους οποίους η αποφυγή της γλουτένης μπορεί να γίνει και επικίνδυνη (δείτε και εδώ).
Αυτό φυσικά δεν αφορά το μικρό ποσοστό του πληθυσμού (γύρω στο 1%) που δεν ανέχεται τη γλουτένη και πρέπει να την αποφεύγει ή έστω το 4-6% που αντιμετωπίζει λιγότερα σημαντικά προβλήματα. Όμως οι δίαιτες χωρίς γλουτένη τείνουν να γίνουν δημοφιλείς ακόμη και σε ανθρώπους που δεν έχουν καθόλου τέτοια προβλήματα, με το πρόσχημα ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής, κάτι που ενδεχομένως να μην ισχύει.