Η καθολική τάση προς μια πιο υγιεινή διατροφή έχει οδηγήσει πολλούς στην επιλογή τροφίμων χωρίς γλουτένη, ακόμα και αν δεν πάσχουν από κοιλιοκάκη (νόσος που απαιτεί τη διατροφή χωρίς γλουτένη), για τον πρόσθετο λόγο ότι αρκετοί είναι οι ειδικοί που συμβουλεύουν ότι αυτά τα τρόφιμα μειώνουν τις φλεγμονές.
Όπως υποστηρίζει αμερικανική επιστημονική ομάδα, ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει τεκμηριωθεί ακόμα, ενώ η υψηλή περιεκτικότητα σε ρύζι της εν λόγω διατροφής (τα προϊόντα χωρίς γλουτένη περιέχουν ρυζάλευρο ως υποκατάστατο του σιταριού) ενδεχομένως να αυξάνει τον κίνδυνο έκθεσης σε τοξικά μέταλλα!
Το ρύζι είναι γνωστό ότι συσσωρεύει συγκεκριμένα τοξικά μέταλλα, περιλαμβανομένου του αρσενικού και του υδραργύρου, που υπάρχουν στα φυτοφάρμακα, το έδαφος και το νερό και που συντελούν στην εκδήλωση καρδιαγγειακών παθήσεων καρκίνου και νευρολογικών διαταραχών.
Η επίκουρη καθηγήτρια Επιδημιολογίας Μαρία 'Αργκος και οι συνεργάτες της μελέτησαν στοιχεία από την έρευνα National Health and Nutrition Examination Survey αναζητώντας συσχετισμό μεταξύ της δίαιτας χωρίς γλουτένη και βιοδεικτών τοξικών μετάλλων στα ούρα και το αίμα.
Διαπίστωσαν λοιπόν ότι 73 συμμετέχοντες, από τους 7.471 της μελέτης, είχαν αναφέρει ότι έκαναν διατροφή χωρίς γλουτένη την περίοδο 2009-2014. Οι συμμετέχοντες ήταν από έξι έως και 80 ετών.
Τα άτομα που ανέφεραν διατροφή χωρίς γλουτένη είχαν υψηλότερες συγκεντρώσεις αρσενικού στα ούρα τους και υδραργύρου στο αίμα τους. Τα επίπεδα αρσενικού ήταν διπλάσια και του υδραργύρου έως και 70% υψηλότερα.
«Η μελέτη δείχνει ότι περνούν απαρατήρητες ορισμένες σοβαρές συνέπειες της δίαιτας χωρίς γλουτένη, άρα πρέπει να γίνουν περισσότερες μελέτες επί του θέματος, ώστε να εντοπίσουμε συγκεκριμένες επιπτώσεις στην υγεία, που σχετίζονται με τα υψηλά επίπεδα αρσενικού και υδραργύρου, σε όσους κάνουν διατροφή χωρίς γλουτένη», υπογραμμίζει η Δρ Αργκος.
Να σημειωθεί ότι στην Ευρώπη ισχύουν περιορισμοί ως προς τη διατροφική έκθεση στο αρσενικό, καθώς επίσης και μέσω του νερού, αλλά αν αυξηθεί η κατανάλωση του ρυζάλευρου, τότε θα πρέπει να επανεξεταστεί η περιεκτικότητα των τροφών σε μέταλλα.