Καλωσήλθατε στο ειδησεογραφικό site του Φαρμακευτικού Κόσμου. 'Αμεση, έγκυρη και ποιοτική ενημέρωση για το φάρμακο και την υγεία.
Επίκαιρα
Αποστολή σε φίλοΕκτύπωσηΑποθήκευση στα αγαπημένα του μέλους

Έλληνες επιστήμονες ξεκλείδωσαν τα μυστικά της πίεσης


Κλειδί  που ξεκλειδώνει νέα μυστικά στην πρόληψη και τη μη φαρμακευτική αντιμετώπιση μιας από τις πλέον επικίνδυνες νοσηρότητες του σύγχρονου κόσμου, της υπέρτασης, παρέχει σήμερα στην επιστημονική κοινότητα το καινοτόμο παρεμβατικό ερευνητικό έργο της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.).

Όπως είναι γνωστό, η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί στις μέρες μας μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας και έναν από τους βασικότερους παράγοντες για την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων, καθώς επηρεάζει περίπου το 30% του ενήλικου πληθυσμού.

Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι σε ποσοστό 95% των περιπτώσεων η Α.Υ. είναι ιδιοπαθής και η ανάπτυξή της συνδέεται άμεσα με παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως το στρες, η έλλειψη άσκησης, η κακή διατροφή, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, το αυξημένο σωματικό βάρος κ.τ.λ. Κατά συνέπεια, πρόκειται για μια αυτο-επιβαλλόμενη κατάσταση, στην οποία η νοσοκεντρική προσέγγιση έχει μικρή επίδραση.

Με αυτά τα δεδομένα, τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου Ερευνητικού Προγράμματος κατέδειξαν σημαντική μείωση τόσο της συστολικής όσο και της διαστολικής Α.Υ. ως άμεση συνέπεια της απώλειας σωματικού βάρους και της μείωσης της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας αντίστοιχα, ενώ κατέγραψαν και αξιοσημείωτη βελτίωση στη συνολική ποιότητα ζωής των πασχόντων που συμμετείχαν σε αυτό.

Τα παραπάνω τόνισαν  σε συνέντευξη τύπου οι δύο Καθηγητές και Επιστημονικά Υπεύθυνοι του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Η επιστήμη του
στρες και η Προαγωγή της Υγείας» της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γεώργιος Χρούσος και κ. Χριστίνα Δαρβίρη, Καθηγήτρια Πρόληψης και Προαγωγής της Υγείας, καθώς και ο Ερευνητής του Προγράμματος για την υπέρταση, Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αθανάσιος Πρωτογέρου.

Όπως υπογράμμισαν οι ειδικοί επιστήμονες, η Α.Υ. αναδεικνύεται σε ουσιαστική «απειλή» για την καρδιαγγειακή υγεία της διεθνούς κοινότητας, καθώς το 60% των ασθενών δε γνωρίζει ότι πάσχει και μόνο 1 στους 3 ρυθμίζεται ανεπαρκώς φαρμακευτικά, ενώ τόσο η πλειονότητα των υπερτασικών, όσο και των προϋπερτασικών σημειώνουν χαμηλή συμμόρφωση, όχι μόνο στη φαρμακευτική αγωγή, αλλά και στην υιοθέτηση ενός υγιεινότερου τρόπου ζωής.

Επιπλέον, σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι οι σχετικές οδηγίες των επαγγελματιών υγείας προς τους πάσχοντες είναι ελλιπείς εάν δεν περιλαμβάνουν, ταυτόχρονα, και διαχείριση του στρες. Και αυτό διότι οι επιδράσεις του παρατεταμένου στρες επιταχύνουν κατά πολύ τη φυσική εξέλιξη των χρόνιων, μη-μεταδιδόμενων νοσημάτων, όπως τα καρδιαγγειακά, ο καρκίνος, η κατάθλιψη, η παχυσαρκία κ.τ.λ., τα οποία οφείλονται στον στρεσογόνο, σύγχρονο τρόπο διαβίωσης.

Ως έννοια, το στρες περιγράφει την κατάσταση απειλής ή θεωρούμενης απειλής της ομοιόστασης (γενικής ισορροπίας) του οργανισμού, η οποία αποκαθίσταται μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα συμπεριφορικών και φυσιολογικών ανταποκρίσεων προσαρμογής του σώματος σε αυτήν. Η προσαρμοστική απόκριση εξυπηρετείται από ένα εξειδικευμένο σύστημα στον εγκέφαλο και στο σώμα, που ονομάζεται «σύστημα του στρες».

Σε γενικές γραμμές, το στρες αποτελεί μια χρήσιμη λειτουργία, καθώς και ένα φυσικό και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής μας ζωής, επεσήμαναν οι ομιλητές. Όταν αντιμετωπίζεται επιτυχώς από τον οργανισμό είναι ουδέτερο ή ακόμη και επωφελές. Αντίθετα, στην περίπτωση κατά την οποία η προσαρμοστική απόκριση αποτυγχάνει να επαναφέρει πλήρως την ομοιόσταση, κατάσταση την οποία ορίζουμε ως «δυσομοιόσταση», ή, πιο σωστά, «κακόσταση», μπορεί να έχει καταστροφικές επιδράσεις στα συστήματα του οργανισμού.

Στην περίπτωση της υπέρτασης, η ενεργοποίηση του συστήματος του στρες εξαιτίας στρεσογόνων παραγόντων οδηγεί σε αυξημένη δραστηριοποίηση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, η οποία, με την σειρά της, αυξάνει την αρτηριακή πίεση και τον καρδιακό ρυθμό, μέσω της αντίστασης των αγγείων και της κατακράτησης υγρών.

Ακόμα, ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι η ύπαρξη υπερβολικού ή/και χρόνιου στρες οδηγεί στην υιοθέτηση ανθυγιεινού τρόπου ζωής (κακή διατροφή, έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, κάπνισμα, οι οποίες θεωρούνται κακές μέθοδοι διαχείρισης του στρες), εμποδίζει την έγκαιρη ανίχνευση της υπέρτασης, αλλά και τη συμμόρφωση των προ-υπερτασικών ή/και υπερτασικών ατόμων στις οδηγίες των επαγγελματιών υγείας, επειδή ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής πυροδοτεί το στρες και πυροδοτείται εκ νέου από αυτό, δημιουργώντας, έτσι, έναν φαύλο κύκλο.

Σκοπός του συγκεκριμένου Ερευνητικού Προγράμματος ήταν η εκπαίδευση των ασθενών στην αυτορρύθμιση της υπέρτασης, μέσω επιστημονικών μεθόδων διαχείρισης του στρες για την αλλαγή του τρόπου ζωής τους, αφού δεν καταγράφεται σημαντική βελτίωσή του χωρίς αυτήν. Σύμφωνα, άλλωστε, με τη διεθνή εμπειρία, πολυπαραγοντικά προγράμματα που περιλαμβάνουν διαχείριση στρες, οδηγίες για άσκηση, διατροφή, και απόκτηση δεξιοτήτων για την επίλυση καθημερινών προβλημάτων (διαχείριση χρόνου, ανίχνευση εμποδίων κ.τ.λ.) επιφέρουν συνολικά μεγαλύτερα αποτελέσματα στη μείωση των επιπέδων αρτηριακής πίεσης και, συνεπώς, συμβάλλουν στην καλύτερη πρόγνωση για την πορεία της νόσου.

Συγκεκριμένα:

- Στο συνολικό πληθυσμό, μετά το τέλος της παρέμβασης παρατηρήθηκε ότι το 14.9% των ασθενών στην ομάδα παρέμβασης μείωσε κατά 10mmHg ή περισσότερο τη συστολική αρτηριακή πίεση (ΣΑΠ).

- Το 21.7% των ασθενών στην ομάδα παρέμβασης μείωσε κατά 5mmHg ή περισσότερο τη διαστολική αρτηριακή πίεση (ΔΑΠ).

- Μετά τον έλεγχο συγχυτικών παραγόντων, η ομάδα παρέμβασης παρουσίασε σημαντική μείωση στη ΣΑΠ κατά 2.62mmHg (95% ΔΕ: -1.29 ως -3.96) και στη ΔΑΠ κατά 1.0 (95% ΔΕ: -0.93 ως -1.9) σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.

- Οι αλλαγές στη ΣΑΠ συντελέστηκαν, κυρίως, λόγω μείωσης του σωματικού βάρους, ενώ στη ΔΑΠ σημαντικότερο ρόλο έπαιξε η μείωση της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας.

- Στο 6% των ασθενών της ομάδας παρέμβασης έγινε μείωση ή διακοπή των αντιυπερτασικών φαρμάκων έναντι του 2.8% της ομάδας ελέγχου.

- Το 35.7% των ασθενών στην ομάδα παρέμβασης κατέβηκε κατηγορία κατάταξης της ΑΥ έναντι του 17.5% της ομάδας ελέγχου (p<0.001).

- Το 8.8% των συμμετεχόντων της ομάδας παρέμβασης μείωσε σημαντικά το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ).

- Στατιστικά σημαντική βελτίωση παρατηρήθηκε στην ομάδα παρέμβασης σχετικά με τα επίπεδα αντιλαμβανόμενου στρες (μέση μείωση 5.67), κατάθλιψης (μέση μείωση 4.66) και άγχους (μέση μείωση 4.21), έναντι της ομάδας ελέγχου.

- Το 25.3% των ασθενών στην ομάδα παρέμβασης ανέφερε βελτίωση στην αυτοαξιολόγηση της υγείας του, έναντι του 12.1% στην ομάδα ελέγχου (p<0.001).

- Το 33,5 % της ομάδας παρέμβασης ανέφερε βελτίωση στην ποιότητα ζωής, έναντι του 12% στην ομάδα ελέγχου (p<0.001).

- Στατιστικά σημαντική βελτίωση παρατηρήθηκε στις παρακάτω κατηγορίες αυτοαναφοράς για το επίπεδο ικανοποίησης από τον εαυτό (37.5% vs. 13.7%), της σεξουαλικότητας (28.7% vs. 13.2%), του ύπνου (42.1% vs. 15.8%), του ελευθέρου χρόνου (39.9% vs. 17.7%) και της εμφάνισης (33.6% vs. 12.3%) στην ομάδα παρέμβασης έναντι της ομάδας ελέγχου.

- Στατιστικά σημαντική βελτίωση παρατηρήθηκε στα παρακάτω αυτοαναφερόμενα επίπεδα ικανοποίησης: αυτοαποτελεσματικότητας σε καθημερινές δραστηριότητες (36.3% vs. 8.5%, p<0.001), οικογενειακές-φιλικές σχέσεις (31.9% vs. 13.3%, p<0.001, 32.3% vs. 12.8%, p<0.001, αντιστοίχως) και κοινωνικής υποστήριξης (33.2% vs. 15.5%, p<0.001) στην ομάδα παρέμβασης έναντι της ομάδας ελέγχου.

Συνοπτικά, οι ασθενείς που βελτιώθηκαν περισσότερο ήταν ιδιαίτερα παχύσαρκοι, με έναν σχετικά ανθυγιεινό τρόπο ζωής, με μειωμένη αυτοεκτίμηση, αλλά με σχετικά χαμηλό ψυχολογικό distress και αυξημένη την πεποίθηση ότι ήταν οι μόνοι υπεύθυνοι για την κατάσταση της υγείας τους.

Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τα ποιοτικά αποτελέσματα, ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής: το 53.8% των συμμετεχόντων ανέφεραν πως μετά την παρέμβαση περπατούσαν πάνω από 8.000 βήματα ημερησίως, ενώ το 17.3% ανέφεραν πως μετά την παρέμβαση περπατούσαν πάνω από 10.000 βήματα ημερησίως. Σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες, υπήρξε στατιστικά σημαντική αύξηση στην κατανάλωση νερού και φρούτων/λαχανικών (80.9% και 76.4%, αντίστοιχα) και στατιστικά σημαντική μείωση στην κατανάλωση νατρίου (80.9%) στην ομάδα παρέμβασης.

Το 60.9% των συμμετεχόντων στην ομάδα παρέμβασης ανέφερε σημαντική βελτίωση στην ποιότητα του ύπνου. Η διαφραγματική αναπνοή και η προοδευτική μυϊκή χαλάρωση εφαρμόστηκαν από το 80.1% του δείγματος. Το 43.6% των συμμετεχόντων ανέφεραν αύξηση στη θετική σκέψη και καλύτερη διαχείριση του θυμού. Το 35.3% ανέφερε καλύτερη ρύθμιση της διάθεσης και μια έντονη αίσθηση χαλάρωσης.

Τέλος, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, λόγω αυξημένου φόρτου εργασίας, ο διαθέσιμος χρόνος ενός ιατρού στην ενημέρωση του ασθενούς για τη νόσο και την θεραπεία είναι μικρότερος από 1 λεπτό. Το γεγονός αυτό επιδρά στην συμμόρφωση και στην αποτελεσματικότητα, στη φαρμακευτική θεραπεία και στην αλλαγή του τρόπου ζωής.





ΠροηγούμενοΕπόμενο