Του σήμερα και του αύριο προυπήρξε το χθες! Φωτογραφία των αποφοίτων του φαρμακευτικού τμήματος της φυσικομαθηματικής σχολής του ακαδημαϊκού έτους 1906. Ανάμεσά τους η Καλλιόπη Πολυάδου, η δεύτερη στην ιστορία γυναίκα φαρμακοποιός στην Ελλάδα.
Ο ρόλος των φαρμακοποιών στα νοσοκομεία περιορίζεται δυστυχώς στην προμήθεια των κλινικών με φάρμακα και άλλα φαρμακευτικά αγαθά.
Οι θέσεις των ελεγκτών φαρμακοποιών καταλαμβάνονται κυρίως από γυναίκες.
|
Μια φρέσκια ματιά πάνω στο επάγγελμα και την επιστήμη μας από μια νέα -και πολλά υποσχόμενη- συνάδελφο, τη Γεωργία Συλλιγνάκη. Το θέμα παρουσιάστηκε στην Ευρωπαϊκή Συνάντηση γυναικών φαρμακοποιών (Εuropean Meeting of women pharmacists), που διοργανώθηκε στο Αμβούργο, 21-23 Σεπτέμβρη 2007, από το Σύλλογο Γερμανίδων Φαρμακοποιών (Deutscher Pharmazeutinnen Verband). Στόχος του Συλλόγου είναι η καλύτερη εκπροσώπηση των γυναικών του φαρμακευτικού κλάδου. Πραγματοποιούν σεμινάρια και άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις για να προωθήσουν τα πολιτικά και επαγγελματικά συμφέροντα των γυναικών φαρμακοποιών.
Το 80% των Ελλήνων φαρμακοποιών εργάζονται σήμερα σε φαρμακεία. Πρόκειται για ένα κλειστό επάγγελμα, πράγμα που σημαίνει ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ανοίξει κανείς καινούριο φαρμακείο. Σύμφωνα με το νόμο, μόνο φαρμακοποιοί δικαιούνται να είναι ιδιοκτήτες τέτοιων επιχειρήσεων. Από αυτούς, το 60% αποτελείται προς το παρόν από γυναίκες, γεγονός που κάνει τον κλάδο αυτόν ακόμα πιο ιδιαίτερο. Μιλώντας κανείς για το ρόλο των φαρμακοποιών στην Ελλάδα, θα αναφέρει πως αποτελούν τους υπεύθυνους φορείς για τη χορήγηση των φαρμάκων αλλά και την πρωτοβάθμια μονάδα παροχής περίθαλψης. Έχουν το καθήκον να ελέγχουν εάν οι συνταγές των γιατρών είναι εκτελέσιμες. Οι γνώσεις σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις των φαρμάκων, οι σωστές δοσολογίες, η ορθή εκτέλεση των συνταγών των ταμείων και γενικά η σωστή χορήγηση των φαρμάκων αποτελούν ευθύνη του φαρμακοποιού. Ο χρόνος που αναλογεί στους ασθενείς για τους Έλληνες γιατρούς είναι συχνά αρκετά μικρός, με αποτέλεσμα να οφείλει ο φαρμακοποιός να ασκήσει τον απαιτούμενο συμβουλευτικό ρόλο. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφερθεί η έλλειψη καρτέλας ιστορικού των ασθενών, η οποία θα αποτελούσε ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στην αύξηση της ποιότητας της φαρμακευτικής περίθαλψης. Οι Έλληνες γενικά εκφράζουν εμπιστοσύνη στους φαρμακοποιούς τους και τους θεωρούν ως τους πρωτοβάθμιους συμβούλους υγείας, οι οποίοι τους κατευθύνουν κατόπιν στον κατάλληλο γιατρό. Στην πραγματικότητα βέβαια το φαρμακείο αντιμετωπίζει μεγάλο φόρτο εργασίας και πλήθος φαρμακευτικών αγαθών προς διαχείριση και αυτό οδηγεί μερικές φορές σε παραγκώνιση της συμβουλευτικής δράσης του φαρμακοποιού. Είναι ακόμη γεγονός ότι ο σημερινός φαρμακοποιός λειτουργεί περισσότερο σαν έμπορος και δε χρησιμοποιεί ιδιαίτερα το εργαστήριό του, καθώς η αγορά ξεχειλίζει από έτοιμα σκευάσματα. Συμπερασματικά θα έλεγε κανείς ότι τα ελληνικά φαρμακεία αποτελούν ελεύθερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες βασίζονται εν μέρει στο εμπόριο και στηρίζονται ιδιαίτερα στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Τα κέρδη των ελληνικών φαρμακείων θεωρούνται υψηλά για τα δεδομένα της χώρας μας. Δυστυχώς όμως δε γίνεται προς το παρόν καλή διαχείριση του ασφαλιστικού ταμείου των φαρμακοποιών και γι’ αυτό υπάρχει απειλή μείωσης της σύνταξης από το έτος 2013. Παρ’ όλα αυτά, το ταμείο μας θεωρείται ότι βρίσκεται ακόμη σε καλή οικονομική κατάσταση, καθώς ο λόγος των εν ενεργεία ασφαλισμένων προς τους συνταξιούχους είναι 4,2 (οποιαδήποτε τιμή πάνω από 2,8 θεωρείται καλή). Τα φαρμακεία ως επιχειρήσεις είναι άμεσα συνδεδεμένα με τα ασφαλιστικά ταμεία, δηλαδή τα κυριότερα προγράμματα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην Ελλάδα (εδώ εμπίπτει και το ταμείο για τους απόρους). Οι ασθενείς αγοράζουν τα φάρμακα με μειωμένη συμμετοχή και κατόπιν τα ταμεία πληρώνουν τη διαφορά στα φαρμακεία. Η συνεργασία φαρμακοποιών και ασφαλιστικών ταμείων θεωρείται γενικώς καλή. Οι δυσκολίες δημιουργούνται όταν προσλαμβάνονται συμβασιούχοι γιατροί, οι οποίοι, όπως είναι λογικό, δεν μπορούν να γνωρίζουν καλά την πολύπλοκη νομοθεσία για τη συνταγογράφηση, με αποτέλεσμα να κάνουν συχνά λάθη. Ο φαρμακοποιός οφείλει, στην προκειμένη περίπτωση, να ελέγξει την εγκυρότητα της συνταγής (σφραγίδες, υπογραφές, αντιστοιχία ανάμεσα σε ασθένεια και φάρμακα κτλ.), ούτως ώστε να είναι σε θέση να εξυπηρετήσει σωστά τον πελάτη, αλλά και να πάρει τα χρήματά του από το ταμείο. Σε αυτό το σημείο θα βοηθούσε η ύπαρξη λιγότερων ταμείων, προκειμένου να διευκολυνθεί ο έλεγχος των συνταγών. Μια πρόσθετη δυσκολία είναι η αδυναμία των ασφαλιστικών ταμείων να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές υποχρεώσεις τους, με επακόλουθο μεγάλες καθυστερήσεις στην εξόφληση των λογαριασμών των φαρμακείων. Επιπλέον στην Ελλάδα αποτελεί πραγματικότητα η πολυφαρμακία. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται αφενός πρόσκαιρα κέρδη στις φαρμακοβιομηχανίες, αφετέρου όμως απειλούνται τα αποθεματικά και το μέλλον των ασφαλιστικών ταμείων. Οι συνδικαλιστές πιέζουν για μηχανοργάνωση των ασφαλιστικών ταμείων, ούτως ώστε να ελέγχονται οι ιατρικές εξετάσεις και η συνταγογράφηση. Κάτι τέτοιο δε θα συμβεί όμως σύντομα, γιατί θα αποτελούσε πλήγμα στην αλυσίδα βιομηχανιών-γιατρών-φαρμακοποιών. Όπως φαίνεται ως εδώ, το εργασιακό περιβάλλον των ελληνικών φαρμακείων έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Σίγουρα καταλαμβάνει μια καλή θέση στην κοινωνία μας και συνήθως αποφέρει καλά κέρδη. Το 60% των Ελλήνων ιδιοκτητών φαρμακείων είναι γυναίκες φαρμακοποιοί. Δυστυχώς το επάγγελμα αυτό εμφανίζεται πολύπλοκο για τις γυναίκες που έχουν οικογένεια. Απαιτεί χρόνο για το κανονικό ωράριο, τις εφημερίες, τις διανυκτερεύσεις, αλλά και για τη συνεχή εκπαίδευση. Είναι επάγγελμα που χρειάζεται ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων με τους πελάτες και υπομονή. Κάτι τέτοιο ταιριάζει γενικά με την ιδιοσυγκρασία των γυναικών, απορροφά όμως αντίστοιχα πολλή ενέργεια και χρόνο. Μια φαρμακοποιός απαιτείται, λοιπόν, συχνά να προσλάβει βοηθό για να έχει περισσότερο χρόνο με την οικογένειά της, μειώνοντας, όμως, έτσι το κέρδος της. Συνεπώς η καριέρα αυτή θεωρείται πολύ πετυχημένη για νέες και ανύπαντρες γυναίκες, καθώς τους προσφέρει ένα υψηλό status και σχετικά υψηλό εισόδημα. Από την άλλη οι μητέρες και οι σύζυγοι δυσκολεύονται συχνά να ανταπεξέλθουν στη συγκεκριμένη κατάσταση. Δεν πρέπει εδώ να ξεχάσουμε ότι το φαρμακείο αποτελεί τόπο οικονομικού και επιστημονικού ανταγωνισμού. Το γεγονός αυτό προκαλεί stress, ειδικά καθώς το πανεπιστήμιο δεν προσφέρει εκπαίδευση σχετικά με το εμπόριο. Από την άλλη, όμως, οι απαιτήσεις σήμερα πολλαπλασιάζονται σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Σχεδόν όλες οι γυναίκες εργάζονται εις βάρος του χρόνου με την οικογένειά τους. Θα πρέπει, λοιπόν, να αναπτυχθεί μια νέα ισορροπία και αυτό είναι θέμα επιλογής και προσωπικής οργάνωσης. Για παράδειγμα, έχουν αρχίσει και οι άνδρες να προσφέρουν βοήθεια στο σπίτι. Τελικά πάντως φαίνεται πως είναι πιο εύκολο σήμερα για έναν άνδρα να έχει φαρμακείο από ό,τι για μια γυναίκα. Το υπόλοιπο 20% των φαρμακοποιών εργάζονται σε νοσοκομεία, στη φαρμακευτική βιομηχανία, σε φαρμακαποθήκες και σε δημόσιες θέσεις. Στη συνέχεια, θα αναλυθεί το επάγγελμα του φαρμακοποιού σε αυτές τις θέσεις εργασίας που είναι εκτός φαρμακείου.
Καταρχάς, πρέπει να αναφερθεί ότι τα νοσοκομεία έχουν τα δικά τους φαρμακεία και ότι αυτά διοικούνται υποχρεωτικά από φαρμακοποιούς. Ο ρόλος τους περιορίζεται δυστυχώς στην προμήθεια των νοσοκομειακών κλινικών με φάρμακα και άλλα φαρμακευτικά αγαθά. Κάποια χορηγούν επίσης φάρμακα στους πολίτες που υπάγονται στο ταμείο πρόνοιας. Ο όρος «κλινική φαρμακευτική» δεν υφίσταται ουσιαστικά στην Ελλάδα. Συναντά μάλιστα την αντίθεση των γιατρών, καθώς δεν προτίθενται να χάσουν τα προνόμιά τους. Στα μεγάλα νοσοκομεία εργάζονται συνήθως περίπου πέντε φαρμακοποιοί, από τους οποίους ο ένας είναι και διευθυντής. Σε κάθε περίπτωση τα ελληνικά νοσοκομειακά φαρμακεία απασχολούν λιγότερους φαρμακοποιούς απ’ όσους έχουν ανάγκη. Για το γεγονός αυτό υπάρχουν τρεις λόγοι. Ο πρώτος λόγος είναι οι ανεπαρκείς προσλήψεις από το δημόσιο, όπου και υπάγονται αυτές οι θέσεις. Ο δεύτερος λόγος είναι η μονότονη φύση της δουλειάς, καθώς περιορίζεται στη διακίνηση φαρμακευτικών αγαθών και αντιδραστηρίων. Τρίτον, ως δημόσιοι υπάλληλοι δεν πληρώνονται αρκετά καλά και ο μισθός τους δεν ξεπερνά τα 1.300 ευρώ το μήνα ακόμα και μετά από πολλά χρόνια υπηρεσίας. Οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί υπάγονται, όσον αφορά στη μισθοδοσία, στο διοικητικό προσωπικό. Το κράτος εμποδίζει τους φαρμακοποιούς των νοσοκομείων να γίνουν τμήμα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, καθώς σήμερα κυριαρχεί η έλλειψη ελέγχου των κλινικών και των αποθηκών. Οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί παραπονιούνται ότι ο ρόλος τους δε λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Μονάχα οι γιατροί είναι υπεύθυνοι νομοθετικά για όλες τις αρμοδιότητες της συνταγογράφησης. Το 2006 άνοιξε ένα παράθυρο για το ρόλο του φαρμακοποιού ως ελεγκτή. Δεν επιτρέπεται να εκτελέσει μια συνταγή όταν περιέχει φάρμακα, των οποίων το φυλλάδιο οδηγιών δεν αναφέρει τίποτα για την αναγραφόμενη διάγνωση. Κάτι τέτοιο θα εξοικονομήσει εκατομμύρια ευρώ για τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς προς το παρόν υπάρχουν γιατροί, οι οποίοι, σε συνεργασία με τις φαρμακοβιομηχανίες, συνταγογραφούν πλήθος φαρμάκων που δεν έχουν τις απαιτούμενες ενδείξεις στους ασθενείς των νοσοκομείων, απλά για λόγους κέρδους (π.χ. EPO). Υπάρχουν επίσης και άλλοι τομείς που χρειάζονται έλεγχο. Στα νοσοκομεία συσσωρεύονται ομοειδή φάρμακα, δε χορηγούνται τα φθηνότερα generics σκευάσματα και γενικώς παρουσιάζεται κατάχρηση των φαρμάκων. Το ελληνικό σύστημα υγείας (δυστυχώς με τη βοήθεια του κράτους) παρεμποδίζει τον ελεγκτικό ρόλο του φαρμακοποιού. Εν τέλει, στα νοσοκομεία εκείνα που πραγματοποιείται έλεγχος της συνταγογράφησης, αυτό συμβαίνει λόγω της προσωπικής πρωτοβουλίας και επιμόρφωσης των φαρμακοποιών. Αυτή η ατυχής κατάσταση στα ελληνικά νοσοκομειακά φαρμακεία δεν εμφανίζει σήμερα τάση ή προοπτικές αλλαγής. Η ειδικότητα του κλινικού φαρμακοποιού, για παράδειγμα, έχει γίνει σήμερα απαραίτητη, καθώς η φαρμακευτική επιστήμη εξελίσσεται ραγδαία. Παρ’ όλα αυτά, και παρότι οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση, δε γίνονται κρατικές κινήσεις για την ανάπτυξη τέτοιων θέσεων. Συνέπεια των παραπάνω είναι να οδηγούνται στα νοσοκομεία μονάχα εκείνοι οι φαρμακοποιοί που δεν μπορούν να ανοίξουν δικό τους φαρμακείο. Ο χαμηλός μισθός, η υψηλή ευθύνη, οι μειωμένες προσλήψεις και ο μεγάλος εργασιακός φόρτος οδηγούν σε σοβαρή έλλειψη φαρμακοποιών στα ελληνικά νοσοκομεία. Τέλος, εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα προβλήματα που παρουσιάζονται είναι ανεξάρτητα φύλου. Παρ’ όλα αυτά, οι γυναίκες παραπονιούνται πως με αυτή τη δουλειά δεν μπορούν να στηρίξουν ικανοποιητικά οικονομικά και ψυχολογικά την οικογένειά τους.
Στη συνέχεια, όσον αφορά στον τομέα της φαρμακευτικής βιομηχανίας, εκεί εργάζεται το 10% των Ελλήνων φαρμακοποιών. Κι εδώ, όπως υπολογίζουν οι ίδιοι, οι γυναίκες αποτελούν την πλειοψηφία, αν και δεν μπορούσε κανείς να πει το ακριβές ποσοστό. Οι θέσεις εργασίας που καταλαμβάνουν οι φαρμακοποιοί στη φαρμακευτική βιομηχανία είναι managers, διευθυντές, ιατρικοί επισκέπτες και λιγότερο στον ποσοτικό και ποιοτικό έλεγχο της παραγωγής. Συνήθως δουλεύουν αρχικά στα εργαστήρια και μετά αποκτούν ένα ενδοεταιρικό οικονομικό μεταπτυχιακό, καθώς δεν υπάρχουν αντίστοιχα κρατικά προγράμματα. Με τον τρόπο αυτό γίνονται τελικά διευθυντές. Η φαρμακοβιομηχανία παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη σημερινή Ελλάδα, αλλά τελευταία μάλλον μεταπρατικό. Αυτό συμβαίνει γιατί η έρευνα πάνω σε νέα φάρμακα απαιτεί τεράστιο κεφάλαιο και γι’ αυτό γίνεται κατά βάση από τις μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού. Η έρευνα στην Ελλάδα περιορίζεται τελευταία στην ανάπτυξη νέων φαρμακοτεχνικών μορφών και generic προϊόντων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει αυτή την κατάσταση, καθώς αντιμετωπίζει την Ελλάδα μονάχα ως αγορά και προωθεί την ανάπτυξη και παραγωγή νέων φαρμάκων σε χώρες με μαζικότερη φαρμακοβιομηχανία. Επιπλέον το ευρώ σήμερα έχει αποκτήσει υψηλή αξία, με αποτέλεσμα οι ξένες βιομηχανίες να κλείνουν τα ελληνικά τους παραρτήματα και να ανοίγουν σε χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Κατόπιν εισάγουν τα προϊόντα τους στην Ελλάδα με τη βοήθεια του ΕΟΦ. Αντίστοιχα κλείνουν και οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες και μένουν μόνο κάποιες μεγάλες εταιρείες, οι οποίες δουλεύουν πλέον μόνο με τον τομέα του marketing και όχι της παραγωγής. Εδώ το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να παρέχει βοήθεια μέσω επενδύσεων ή φορολογικών διευκολύνσεων σε ερευνητικά προγράμματα, πράγμα που δε συμβαίνει. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν σήμερα μόνο τέσσερις ή πέντε ελληνικές φαρμακευτικές εταιρείες (π.χ. ELPEN, Lavipharm), οι οποίες εισάγουν πρώτες ύλες από το εξωτερικό και έπειτα παράγουν και συσκευάζουν τα σκευάσματα. Οι ερευνητές αναγκάζονται έτσι να δουλέψουν στις μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού και γι’ αυτό πολύ λίγοι φαρμακοποιοί έχουν σήμερα επιστημονικό ρόλο στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία. Στα εργαστήρια δουλεύουν κυρίως χημικοί και βιολόγοι, ενώ οι φαρμακοποιοί εκπαιδεύονται ως διευθυντές και ως ιατρικοί επισκέπτες. Για τις γυναίκες θεωρούνται αυτές οι θέσεις καλές, με ικανοποιητικό εισόδημα, αν και λόγω ανταγωνισμού μπορεί να απαιτούν πολύ χρόνο και να τις απομακρύνουν από τις οικογένειές τους.
Ακολούθως, υπάρχει και ο ρόλος του φαρμακοποιού στο δημόσιο τομέα. Εδώ υπάγονται αυτοί που έχουν ακαδημαϊκή καριέρα, αυτοί που δουλεύουν ως ελεγκτές στα δημόσια ταμεία (10% των Ελλήνων φαρμακοποιών), αυτοί που εργάζονται στον ΕΟΦ και τέλος οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί. Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα, δουλεύουν περίπου 50 φαρμακοποιοί στα δημόσια ταμεία. Στα πανεπιστήμια η σχέση μεταξύ γυναικών και ανδρών εργαζομένων είναι γενικά ένα προς ένα. Ωστόσο, οι θέσεις των ελεγκτών καταλαμβάνονται κυρίως από γυναίκες. Συνεπώς σε ένα συγκεκριμένο δημόσιο ταμείο, για παράδειγμα, δουλεύει για όλη την περιοχή Θεσσαλονίκης μόνο ένας άνδρας φαρμακοποιός. Γενικά σε αυτό το επάγγελμα οι φαρμακοποιοί είναι απαραίτητοι για τις γνώσεις τους. Ωστόσο, ως δουλειά θεωρείται μονόπλευρη και στατική, ενώ η αμοιβή κυμαίνεται από 800 € για τους συμβασιούχους ως τα 1.300 € για τους μόνιμους υπαλλήλους. Το ωράριο αποτελεί προτέρημα για τις γυναίκες, καθώς τους αφήνει ικανοποιητικό ελεύθερο χρόνο. Παρ’ όλα αυτά δεν πρόκειται για αγαπητές θέσεις εργασίας, καθώς δεν θεωρούνται ενδιαφέρουσες ή με προοπτικές εξέλιξης. Σύμφωνα με το νόμο μπορούν να προσληφθούν ως συμβασιούχοι ή μόνιμοι ελεγκτές μονάχα φαρμακοποιοί. Η δουλειά τους είναι να ελέγχουν τις συνταγές των ασφαλιστικών ταμείων, ούτως ώστε να πληρωθούν οι φαρμακοποιοί το υπόλοιπο της αξίας των φαρμάκων που χορηγούν στους ασφαλισμένους ασθενείς με συνταγές μειωμένης συμμετοχής. Οι συνταγές ελέγχονται για τα σωστά κουπόνια, τις σφραγίδες, την αντιστοιχία διάγνωσης-φαρμάκων κτλ. Η έλλειψη μηχανοργάνωσης δημιουργεί, όπως προαναφέρθηκε, διάφορα προβλήματα στον έλεγχο αυτό.
Τέλος, μια σημαντική θέση των Ελλήνων φαρμακοποιών είναι η διεύθυνση φαρμακαποθηκών. Σήμερα υπάρχουν τουλάχιστον 200 αποθήκες, στις οποίες δουλεύει τουλάχιστον ένας φαρμακοποιός. Την πλειονότητα αποτελούν οι μικρές αποθήκες, όπου οι διευθυντές και οι υπάλληλοι είναι φαρμακοποιοί. Στους μεγάλους συνεταιρισμούς οι φαρμακοποιοί είναι συνήθως υπάλληλοι. Αυτός είναι ο μόνος τομέας που οι άνδρες είναι περισσότεροι των γυναικών.
Σημαντικό ζήτημα προς ανάλυση αποτελεί, στη συνέχεια, η εκπαίδευση των φαρμακοποιών στην Ελλάδα. Οι γυναίκες στις φαρμακευτικές σχολές αποτελούν κατά κανόνα την πλειοψηφία (>70%). Οι φοιτητές ακολουθούν τετραετή φοίτηση και ένα χρόνο πρακτικής σε φαρμακείο, νοσοκομείο ή/και φαρμακοβιομηχανία. Το επιστημονικό επίπεδο θεωρείται υψηλό, όμως δεν υπάρχουν μαθήματα (όπως marketing και οικονομία) που είναι απαραίτητα για τη διαχείριση ενός φαρμακείου. Υπάρχουν επίσης μεταπτυχιακά προγράμματα στους τομείς της φαρμακευτικής χημείας, φαρμακολογίας, φυτοχημείας, φαρμακευτικής τεχνολογίας κ.ά. Εξειδικευμένα στη διοίκηση φαρμακείων Master (μεταπτυχιακό) μπορεί να παρακολουθήσει κανείς μόνο στο εξωτερικό και αυτό δε συμβαίνει συχνά. Μετά το πτυχίο οι φαρμακοποιοί δίνουν εξετάσεις για την απόκτηση της Άδειας Ασκήσεως Επαγγέλματος. Από εκεί κι έπειτα υπάρχουν προγράμματα δια βίου εκπαίδευσης, τα οποία οργανώνονται από συλλόγους και εταιρείες. Ο φαρμακευτικός περιοδικός τύπος είναι επίσης μια σημαντική βοήθεια για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση των σημερινών φαρμακοποιών.
Όπως μπορεί να επισημάνει κανείς, το φαρμακευτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι συχνά μη προοδευτικό και ωφελιμιστικό. Παρ’ όλα αυτά μπορεί κανείς να προβλέψει αναγκαίες αλλαγές, λόγω των επιταγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και των οικονομικών προβλημάτων των ασφαλιστικών ταμείων. Καταρχάς υπάρχει μια παγκόσμια τάση αλλαγής του ρόλου του φαρμακοποιού. Αυτό συμβαίνει γιατί αναπτύσσονται διαρκώς νέα βιοτεχνολογικά φάρμακα, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερες συνθήκες αποθήκευσης και διακίνησης, καθώς και την ύπαρξη καρτέλας ιστορικού για κάθε ασθενή. Οι γνώσεις των φαρμακοποιών θα φανούν, συνεπώς, αναγκαίες και το ίδιο και ο ρόλος τους δίπλα στους γιατρούς στις κλινικές. Η διαδικασία αυτή αλλαγής θα είναι σίγουρα αργή και δύσκολη, όμως το ηθικό και οικονομικό κέρδος, όπως και η αλλαγή της έννοιας του φαρμακοποιού ως επάγγελμα θα αποκτήσουν εν τέλει μεγάλη σημασία. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα τείνει ούτως ή άλλως να μειώσει το ρόλο των φαρμακοποιών ως αποθηκάριων και να δώσει τη διανομή των νοσοκομειακών φαρμάκων στους συνεταιρισμούς. Προς το παρόν, πάντως, η κατάσταση στις κλινικές δεν παρουσιάζει σημάδια αλλαγής, αφού δεν υπάρχουν αξιόλογα ιδρύματα για να απορροφήσουν φαρμακοποιούς και οι ίδιοι οι γιατροί αντιστέκονται στις αλλαγές. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι τα ακριβά νέα φάρμακα. Ένας νέος τύπος φαρμακευτικής περίθαλψης μπορεί να αποτρέψει τη νοσηλεία στο νοσοκομείο και αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για τα ασφαλιστικά ταμεία. Πολλά από αυτά τα φάρμακα είναι όμως τόσο ακριβά ώστε να χαρίζουν στα φαρμακεία εφήμερα κέρδη, πιθανόν όμως να δημιουργήσουν στο μέλλον μεγάλα προβλήματα στα ασφαλιστικά ταμεία. Βασικότατο μέτρο θα ήταν ο έλεγχος της υπερσυνταγογράφησης. Ωστόσο, κάτι τέτοιο συναντά, όπως ειπώθηκε, αντιστάσεις από τις φαρμακευτικές εταιρείες που πιέζουν τους γιατρούς ώστε να μη χάσουν τα κέρδη τους. Όλα τα παραπάνω προβλήματα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ιδιωτικών ασφαλιστικών ταμείων, απειλούν το μέλλον των ελληνικών φαρμακείων, καθώς οι εταιρείες αυτές θα ζητήσουν εκπτώσεις και άλλες διευκολύνσεις. Οι Έλληνες φαρμακοποιοί αντιμετωπίζουν σήμερα εσωτερικό ανταγωνισμό από άλλα κανάλια που ενδιαφέρονται να αναλάβουν τη διανομή φαρμάκων (π.χ. αποθήκες ή εταιρείες). Υπάρχει επίσης εξωτερικός ανταγωνισμός από ελληνικές και ξένες εταιρείες που θέλουν να ιδρύσουν αλυσίδες φαρμακείων και να κατακτήσουν έτσι την αγορά του φαρμάκου. Κάτι τέτοιο δε θα συμβεί σύντομα, γιατί οι φαρμακοποιοί αντιστέκονται σθεναρά και οι πολίτες εμφανίζονται ευχαριστημένοι με εκείνους ως σύμβουλους υγείας. Φαίνεται πάντως πως το επάγγελμά μας οδηγείται αναπόφευκτα στη δημιουργία συγχωνεύσεων και συνεταιρισμών. Το μέλλον φαίνεται να βρίσκεται στην ανάπτυξη λίγων και μεγάλων φαρμακευτικών μονάδων. Κάτι τέτοιο απαιτεί ανοιχτό μυαλό και τη συνεργασία μεταξύ των φαρμακοποιών, οι οποίοι έχουν μάθει μέχρι σήμερα να δουλεύουν μόνοι τους. Πολλά ελληνικά φαρμακεία βρίσκονται διάσπαρτα σε χωριά και νησιά και αυτό κάνει την ένωση δυσκολότερη. Η διαμάχη μεταξύ των παραγωγών, των διανομέων και των πωλητών φαρμάκων είναι πάντως οικουμενική και γι’ αυτό τελικά η ένωση των φαρμακείων σε συνεταιρισμούς, συγχωνεύσεις και αλυσίδες θα αποβεί αναγκαία. Ήδη αναπτύσσονται επιχειρήσεις που λειτουργούν ως σύμβουλοι marketing για φαρμακεία. Όλες αυτές οι αλλαγές μπορούν να διατηρήσουν το εμπόριο του φαρμάκου στα χέρια των φαρμακοποιών και παράλληλα να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους, καθώς θα έχουν μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα, περισσότερο ελεύθερο χρόνο και πιθανότατα πιο σωστή εξυπηρέτηση των πελατών τους. Στο πλαίσιο της διεθνοποίησης η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί την ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς, γεγονός που θα οδηγήσει στο άνοιγμα του φαρμακευτικού επαγγέλματος και θα δώσει σε όλους τους φαρμακοποιούς τα ίδια δικαιώματα εργασίας, αλλά θα αυξήσει βέβαια το ήδη μεγάλο πλήθος των ελληνικών φαρμακείων. Αποτελεί παράδοξο για τη χώρα μας το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες αποκτούν το πτυχίο της φαρμακευτικής και μετά επενδύουν ένα τεράστιο κεφάλαιο για να ανοίξουν ένα νέο φαρμακείο ή να αγοράσουν μια έτοιμη επιχείρηση χαμηλού κέρδους ή μια άδεια ιδρύσεως φαρμακείου που κοστίζει συχνά 60.000-70.000 €, την ίδια στιγμή που υπάρχει ζήτηση από φαρμακευτικές βιομηχανίες, φαρμακαποθήκες και συνεταιρισμούς για πρόσληψη φαρμακοποιών με μεταπτυχιακό σε management και λογιστική και μάλιστα για διευθυντικές θέσεις. Η αμοιβή είναι καλή για τα ελληνικά δεδομένα (περίπου 2.000 € το μήνα για πρώτο μισθό). Οι θέσεις αυτές καλύπτονται σήμερα από απλούς managers. Γενικά υπάρχει μια πίεση από την πλευρά των φαρμακοποιών για την ανάπτυξη νέων θέσεων στο δημόσιο τομέα και τα νοσοκομεία, αν και κάτι τέτοιο πραγματοποιείται πολύ αργά. Δυστυχώς το ελληνικό κράτος δε βοηθά ιδιαίτερα. Σε κάθε περίπτωση όμως, το φάρμακο και οι συμβουλές υγείας αποτελούν στοιχεία που δεν πρόκειται να εκλείψουν από τη σύγχρονη κοινωνία. Εάν οι φαρμακοποιοί δείξουν το απαιτούμενο σθένος και προοδευτικότητα θα καταφέρουν να διατηρήσουν τη θέση τους ως επαγγελματίες, επιστήμονες και οικογενειάρχες, ή ακόμα καλύτερα, να τη βελτιώσουν. |
|