Οι σκούρες
κηλίδες, που ιατρικά ονομάζονται μέλασμα (χλόασμα παλαιότερα), είναι μια
επίκτητη διαταραχή των μελανοκυττάρων, που προκαλεί συμμετρική συσσώρευσή τους.
Εμφανίζεται συχνότερα στο πρόσωπο, κυρίως των γυναικών και ιδίως όσων έχουν
σκούρο δέρμα. Οφείλεται, κατά κύριο λόγο στην έκθεση σε υπεριώδη (UV)
ακτινοβολία και στις ορμονικές επιδράσεις. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν
εκτιμήσει ότι περίπου το 1% του γενικού πληθυσμού εμφανίζει μέλασμα, ενώ το
ποσοστό σε πληθυσμούς υψηλότερου κινδύνου ανέρχεται στο 9-50%. Αυτές οι
διακυμάνσεις οφείλονται στον τύπο του δέρματος, σε κληρονομικούς λόγους και σε
διαφορές των επιπέδων έκθεσης σε ακτινοβολία UV στις διάφορες γεωγραφικές
τοποθεσίες. Ο μέσος όρος ηλικίας εμφάνισης του μελάσματος είναι μεταξύ 20 και
40 ετών.
Όπως μας
εξηγεί η Δρ. Κατσούλη ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης στο πρόσωπο, το
μέλασμα ταξινομείται σε 3 τύπους: τον κεντροπροσωπικό τύπο, τον παρειακό και
τον γναθικό τύπο. Στο 50-80% των περιπτώσεων εμφανίζεται στη κεντρική γραμμή
του προσώπου, δηλαδή στο μέτωπο, τη μύτη, το άνω χείλος και το πηγούνι. Η
δεύτερη συχνότερη μορφή είναι το παρειακό μέλασμα, το οποίο περιορίζεται στην
περιοχή της μύτης και στα μάγουλα. Σπανιότερη είναι η παρουσία του στο όριο της
κάτω γνάθου που θεωρείται ότι εμφανίζεται σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και
μπορεί να σχετίζεται περισσότερο με σοβαρή φωτογήρανση.
Βέβαια, το μέλασμα
μπορεί να δημιουργηθεί και σε σημεία εκτός προσώπου, όπως ο λαιμός, το στέρνο
και τα άνω άκρα.
Ανάλογα με
το βάθος της εντόπισης της μελανίνης, το μέλασμα κατηγοριοποιείται σε
επιδερμικό τύπο (70% των περιστατικών), όπου οι καφέχροες βλάβες είναι
επιφανειακές με σαφή όρια, στον χοριακό ή δερματικό που αφορά σε μεγαλύτερου
βάθους βλάβες στην περιοχή του χορίου, με σαφή όρια και χρώμα πολύ σκούρο έως
και μαύρο, και σε μικτό τύπο, με τις σκούρες καφέ βλάβες να εμφανίζονται σε
βαθύτερα στρώματα της επιδερμίδας, χωρίς πάντα σαφή όρια. Ο διαχωρισμός αυτός
βασίζεται στην εξέταση με τη λυχνία του Wood. Υπάρχει και η κατηγορία των
ακαθόριστων βλαβών οι οποίες δεν μπορούν να αξιολογηθούν με τη λυχνία αυτή.
Η διάγνωση
τίθεται με τη λήψη του ιστορικού, όπου συχνά αναφέρεται παρατεταμένη έκθεση
στον ήλιο, χρήση solarium, πρόσφατη κύηση, λήψη αντισυλληπτικής θεραπείας,
ορμονικές διαταραχές ή κληρονομικότητα. Επίσης, η χρήση ορισμένων φαρμάκων
(π.χ. αντιεπιληπτικά φάρμακα, ορισμένα αντιβιοτικά κλπ), και αρωματικών
σαπουνιών, γαλακτωμάτων μπορεί να επιδεινώσουν την πάθηση.
Παρόλο που
είναι συχνή αυτή η διαταραχή, η αντιμετώπισή της παραμένει πρόκληση, δεδομένης
της πολύπλοκης παθογένειας και της συχνότητας υποτροπής της. Οι θεραπείες είναι
τοπικές, από του στόματος ή συνδυαστικές. Οι τοπικές θεραπείες,
συμπεριλαμβανομένης της αντηλιακής προστασίας, είναι συνήθως οι θεραπείες
πρώτης γραμμής. Οι λευκαντικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται είναι εκείνοι
που αναστέλλουν την παραγωγή μελανίνης και τον πολλαπλασιασμό των
μελανοκυττάρων, αλλά συχνά υπάρχουν περιπτώσεις επανεμφάνισης του προβλήματος.
Στη σύγχρονη ιατρική, υπάρχουν καθοριστικοί τρόποι αντιμετώπισης αυτής της
δερματικής διαταραχής.
«Συχνά πολλές βλάβες υποτροπιάζουν ακόμη και μετά από δραστικούς τρόπους αντιμετώπισης, λευκαντικές κρέμες, χρήση laser. Ο εξειδικευμένος γιατρός είναι εκείνος που ανάλογα με τον τύπο της βλάβης και τον τύπο του δέρματος θα επιλέξει την κατάλληλη θεραπεία για την αντιμετώπιση του προβλήματος.