Όταν το άγχος γίνεται δυσβάστακτο: πρόβλημα και αντιμετώπιση
10/1/2012
Συνέντευξη με τον ψυχίατρο Ιωάννη Παπακώστα
Η οικονομική κρίση έχει αναμφίβολα προκαλέσει σε πολλούς από εμάς άγχος που μπορεί κάποιες φορές να έχει επηρεάσει τη ζωή μας περισσότερο από το συνηθισμένο. Επιπλέον, πολλοί φαρμακοποιοί διαπιστώνουν αυξημένη ζήτηση φαρμάκων για το άγχος και δέχονται τα παράπονα των πελατών τους για τις αγχώδεις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν.
Ο ψυχίατρος Ιωάννης Παπακώστας μας εξηγεί πώς αντιλαμβανόμαστε ότι το άγχος έχει υπερβεί τα φυσιολογικά επίπεδα και πώς η σύγχρονη επιστήμη αντιμετωπίζει τέτοια περιστατικά.
Έχετε από την ως τώρα εμπειρία σας παρατηρήσει κάποια αύξηση περιστατικών άγχους μεγαλύτερου του συνηθισμένου λόγω της οικονομικής κρίσης;
Για να κρίνουμε αν πράγματι υπάρχει αύξηση του άγχους, το ορθό είναι να γίνουν ελεγχόμενες μελέτες και να βασιστούμε στα αποτελέσματά τους. Ο μόνος τρόπος να ανιχνεύσει ο ψυχίατρος την κατάσταση είναι με το να δει αν υπάρχει αύξηση της κίνησης στο ιατρείο και στα φαρμακεία.
Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι η θεματολογία του άγχους αυτή την εποχή αναφέρεται σε μεγάλο βαθμό σε ζητήματα οικονομικά, ενώ παλιά μπορεί να ήταν άλλα που απασχολούσαν.
Είναι αλήθεια ότι αυτή την εποχή έρχονται στο ιατρείο άνθρωποι προβάλλοντας σαν κύριο αίτιο πυροδότησης ή αύξησης του άγχους τους την οικονομική κατάσταση, όπως π.χ. προ ενός έτους έρχονταν ανησυχώντας για τη γρίπη των χοίρων.
Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε και το ότι, όταν κάποιος έχει οικονομικό πρόβλημα, ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος είναι ίσως κάτι σαν πολυτέλεια. Παρόλο που ένας Αμερικανός μπορεί να πάει, γιατί έχει αντίστοιχη ασφάλεια κλπ., στην Ελλάδα είναι πιο δύσκολο κάποιος να πάει σε ιδιώτη γιατρό, αφού σπάνια κάνουν ψυχοθεραπεία τα γενικά νοσοκομεία. Άρα, για να έρθουν σε ειδικό ιατρείο πρέπει μέσα στο οικονομικό άγχος που ήδη έχουν, να προσθέσουν και το άγχος της πληρωμής του ψυχίατρου ή του ψυχολόγου.
Πρέπει βέβαια να ξεχωρίσουμε το δημιουργικό άγχος –που πρέπει όλοι να το έχουν, και δεν είναι σκόπιμο κάποιος να πάει στον ψυχίατρο γιΆ αυτό– και το άγχος που μπορεί να εμφανίσει κάποιος που έχει μια προδιάθεση προς το άγχος, οπότε, με την ευκαιρία των οικονομικών συνθηκών, πυροδοτήθηκαν μηχανισμοί και ξύπνησε το άγχος, με αποτέλεσμα να καταφύγει στο γιατρό. Αλλά αυτό δεν μπορεί να φανεί εύκολα στα ιδιωτικά ιατρεία.
Άρα, λοιπόν, αυτό που μπορώ να πω μετά βεβαιότητος είναι ότι η θεματολογία του άγχους που αναφέρεται στον οικονομικό παράγοντα έχει αυξηθεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυξήθηκαν οι ασθενείς.
Πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε το διαχωρισμό ανάμεσα σε φυσιολογικό και παθολογικό άγχος;
Θα έλεγα ότι πρώτα θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς ξεχωρίζουμε το φόβο από το άγχος. Ο φόβος είναι μία αντίδραση απέναντι σε έναν κίνδυνο εδώ και τώρα, αντιληπτό με τις αισθήσεις. Το άγχος όμως είναι ποιοτικά διαφορετικό: δεν στηρίζεται στα αισθητήρια όργανα και στον εγκέφαλο, αλλά στο νου, ο οποίος υπολογίζει το πότε θα έρθει ο κίνδυνος και με ποια μορφή. Είναι πιο αόριστο δηλαδή. Φοβόμαστε, ας πούμε, τον κεραυνό που πέφτει αυτή τη στιγμή, φοβόμαστε ένα σεισμό, φοβόμαστε ένα αυτοκίνητο που έρχεται καταπάνω μας, ενώ με το άγχος φοβόμαστε κάτι που δεν είναι εδώ, αλλά το προβλέπουμε.
Τώρα, πώς διαφέρει το φυσιολογικό άγχος από το παθολογικό: όπως συμβαίνει με όλα τα συναισθήματα, το κριτήριο εδώ δεν είναι ποιοτικό, αλλά ποσοτικό. Το ζήτημα είναι αν το άγχος μας προκαλεί αυτό που εμείς οι ψυχίατροι λέμε «τα δύο δέλτα»: δυσλειτουργία και δυσφορία σημαντικού κλινικού βαθμού.
Για υπερβολικό/παθολογικό άγχος ή αγχώδη διαταραχή μιλάμε όταν αυτό προκαλεί στο άτομο σημαντικού βαθμού εσωτερική δυσφορία, η οποία δεν είναι στιγμιαία, αλλά αποτελεί μια μόνιμη κατάσταση, ή δυσλειτουργία, καθηλώνοντάς το και εμποδίζοντάς το από το να λειτουργήσει στην καθημερινή του ζωή. Αυτά βέβαια είναι θέμα εκτιμήσεων, γιατί δυστυχώς δεν έχουμε εργαστηριακά τεστ για να βρούμε πού τελειώνει το φυσιολογικό άγχος και πού αρχίζει το παθολογικό.
Το φυσιολογικό άγχος είναι επιβιωματικός μηχανισμός, επισημαίνει δηλαδή ποιος είναι ο κίνδυνος και με ποιο τρόπο θα τον αντιμετωπίσουμε. Αντίθετα, όμως, στο παθολογικό άγχος τα συστήματα συναγερμού εντόπισης και αντιμετώπισης της απειλής δυσλειτουργούν, καθώς τίθενται σε λειτουργία πολύ συχνά, ακατάλληλα, υπέρμετρα και παρατεταμένα.
Θα πρέπει βέβαια να επισημάνουμε ότι παθολογική είναι και η κατάσταση όπου υπάρχει άγχος λιγότερο του φυσιολογικού, γιατί τότε είναι και πάλι μικρή η επιτευγματικότητα –ένα άτομο που δεν έχει καθόλου άγχος δεν μπορεί να κινητοποιηθεί και να τα καταφέρει στη ζωή.
Τι θεραπεία μπορεί να συστήσει ο γιατρός για τις αγχώδεις διαταραχές;
Η θεραπεία μπορεί να είναι φαρμακευτική και ψυχοθεραπευτική. Το πλεονέκτημα της φαρμακευτικής θεραπείας είναι ότι επιδρά γρήγορα, αλλά το μειονέκτημα είναι ότι, αν σταματήσει η θεραπεία, το άτομο υποτροπιάζει. Το πλεονέκτημα της ψυχοθεραπείας είναι ότι το άτομο υποτροπιάζει πολύ λιγότερο από ό,τι με τα φάρμακα, αλλά το μειονέκτημα είναι ότι αργεί να δράσει.
Με την ψυχοθεραπεία το άτομο μαθαίνει να αντιμετωπίζει το ίδιο το πρόβλημά του. Παύει κάποια στιγμή να εξαρτάται από τον ψυχοθεραπευτή του, γιατί γίνεται το ίδιο πιο δυνατό. Η ψυχοθεραπευτική μέθοδος με τις περισσότερες τεκμηριωμένες ενδείξεις αποτελεσματικότητας –με όρους τυχαιοποιημένων μελετών– στις αγχώδεις διαταραχές είναι η γνωσιακή ψυχοθεραπεία.
Όσον αφορά τα υπάρχοντα φάρμακα για τις αγχώδεις διαταραχές, σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως τα αντικαταθλιπτικά νέας γενιάς, τα SSRI (επιλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης) τα οποία είναι αποτελεσματικά, χωρίς όμως να έχουν τις παρενέργειες που είχαν τα παλιότερα. Τα αντικαταθλιπτικά, αν και ο περισσότερος κόσμος δεν το γνωρίζει, δεν υπάγονται στα εθιστικά φάρμακα, παρόλο που, για διάφορους λόγους, αν κάποιος τα διακόψει απότομα μπορεί να έχει πρόβλημα αϋπνίας, νευρικότητας κλπ.
Πιο αποτελεσματικά για το άγχος είναι τα αγχολυτικά που ανήκουν στην κατηγορία των βενζοδιαζεπινών. Ωστόσο, αυτά δεν προορίζονται για χρόνια χρήση, γιατί προκαλούν εθισμό. Σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα διακοπής, αυτό αντιμετωπίζεται είτε με χορήγηση βουσπιρόνης, η οποία αποτελεί το μόνο αγχολυτικό που δε συνηθίζεται, είτε με ταυτόχρονη πραγματοποίηση γνωσιακής ψυχοθεραπείας.
Εγώ επιμένω πάρα πολύ στο ότι πρέπει πρώτα να τεθεί η διάγνωση και μετά να οριστεί η θεραπεία, γιατί, αν βάλεις σε θεραπεία κάποιον που έχει φυσιολογικό άγχος, θα υπάρξουν παρενέργειες. Αν δώσεις φάρμακα ή κάνεις ψυχοθεραπεία στο φυσιολογικό άγχος, κατά κάποιο τρόπο κάνεις το άτομο να μην έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να στηρίζεται στους γιατρούς. Πάρα πολλά περιστατικά που βλέπω στο ιατρείο μου τα αποτρέπω από συστηματική παρακολούθηση, λέγοντάς τους «δεν έχεις παθολογικό άγχος».
Τι συμβουλή θα μπορούσε να δώσει ο φαρμακοποιός σε κάποιον πελάτη που μπορεί να ζητήσει τη βοήθειά του; Θα ήταν σκόπιμο να του δώσει κάποιο φάρμακο;
Ούτως ή άλλως, τα περισσότερα φάρμακα για το άγχος θέλουν ειδική συνταγή γιατρού, αλλά υπάρχουν και κάποια μη συνταγογραφούμενα –θα μπορούσε π.χ. ο φαρμακοποιός να δώσει φάρμακα over the counter προσωρινά ώσπου ο ασθενής να αξιολογηθεί από έναν ειδικό. Ωστόσο, έτσι ο ασθενής φαρμακοποιείται, βάζει την ιατρική στην καθημερινή του ζωή, χωρίς παράλληλα να αντιμετωπίζει το πραγματικό πρόβλημα που του προκαλεί το άγχος. Όταν κάποιος θα πάρει φάρμακο για το άγχος, υποτιμά τη δύναμη του εαυτού του, δεν στηρίζεται στις δυνάμεις του για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Αν, για παράδειγμα, έχει κάποιος ένα συζυγικό καυγά, σκόπιμο δεν είναι να πάρει ένα ηρεμιστικό για να μπορέσει να κοιμηθεί, αλλά να ασχοληθεί με την αιτία και τη λύση του προβλήματος που έχει προκύψει.
Επομένως, αν ο φαρμακοποιός έχει μια πιο κοντινή σχέση με τον πελάτη του, μπορεί με τις πολλές επισκέψεις και εφόσον έχει και γνώσεις κλινικές, νοσηλευτικές -και πρέπει να έχει- να σχηματίσει μια κάποια ιδέα σαν πρώτος άνθρωπος που βλέπει τον «ασθενή», να διαπιστώσει αν παρουσιάζει «τα δύο δέλτα», δυσφορία και δυσλειτουργικότητα σημαντικού κλινικού βαθμού, ώστε να κρίνει αν το άγχος του είναι μεγαλύτερο του φυσιολογικού και αν πρέπει να τον δει κάποιος γιατρός. Η επιμονή δηλαδή του ατόμου, η έκταση των συμπτωμάτων του κ.ο.κ. μπορεί να τον βοηθήσουν στην εκτίμηση της κατάστασης.
Από την άλλη μεριά, αν ο φαρμακοποιός λέει κάθε φορά σε έναν ασθενή με φοβία «δεν έχεις τίποτα», ευνοεί τον ασθενή να μη ζητήσει βοήθεια από τον ειδικό, αλλά να αναζητήσει τον καθησυχασμό του φαρμακοποιού κάθε φορά που δεν είναι καλά, και έτσι ευνοεί την εξάρτηση και την καθυστέρηση αναζήτησης ουσιαστικής βοήθειας.
Διαβάστε επίσης
11/12/2024 4:04:37 μμ56 νέες δραστικές ουσίες εγκρίθηκαν στην Ευρώπη μέσα στο 2024
Σύμφωνα με έκθεση της EFPIA και της IQVIA
15/11/2024 2:09:12 μμΣυμπληρώματα Διατροφής: Οι τρέχουσες τάσεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη
Γράφει ο Σταύρος Μπαριάμης, Φαρμακοποιός – Χημικός, MPharm, MSc, PhD