Σημαντικές αποκαλύψεις έκανε ρεπορτάζ στο Bloomberg Businessweek σχετικά με την υπόθεση της ρανιτιδίνης και την πιθανώς καρκινογόνα πρόσμειξη NDMA, 3 με 4 χρόνια μετά τις ανακλήσεις και τις οριστικές αποσύρσεις φαρμάκων.
Σύμφωνα με το άρθρο, η GSK που διέθετε το γνωστό σε όλους Zantac (για τη μείωση των οξέων στο στομάχι σε ασθενείς με καούρες και έλκος) είχε επίγνωση για την πιθανώς επικίνδυνη πρόσμειξη. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι εδώ και δεκαετίες επιστήμονες της εταιρείας αλλά και ανεξάρτητοι ερευνητές είχαν προειδοποιήσει για το θέμα τη διοίκηση, ωστόσο δεν λήφθηκαν αποφάσεις για αλλαγές στην αλυσίδα εφοδιασμού ή στις συνθήκες αποθήκευσης, κρίνοντας πως τα δεδομένα ήταν ελλιπή.
Η GSK (όπως και άλλες επιχειρήσεις που πήραν τα δικαιώματα του φαρμάκου μέσα στα χρόνια) έχει να διαχειριστεί δεκάδες χιλιάδες αγωγές για τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου με τη χρήση του Zantac, στις οποίες ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν «αξιόπιστα και συνεπή στοιχεία» που να αποδεικνύουν ότι το φάρμακο προκαλεί καρκίνο. Έχει μάλιστα κερδίσει μια πολύ σημαντική δίκη στα τέλη της περασμένης χρονιάς στη Φλόριντα με τον δικαστή να αποφασίζει ότι οι ενάγοντες χρησιμοποίησαν «αναξιόπιστες μεθοδολογίες» για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους.
Στο φως των πρόσφατων αποκαλύψεων του Bloomberg Businessweek η GSK έχει τοποθετηθεί, σύμφωνα με το Fierce Pharma, ως εξής: «Το εν λόγω άρθρο παρουσιάζει μια ελλιπή και προκατειλημμένη έκθεση των γεγονότων που αφορούν το δικαστικό αγώνα για το Zantac (ρανιτιδίνη). Η ασφάλεια των ασθενών αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για την GSK και η εταιρεία διαψεύδει κατηγορηματικά κάθε ισχυρισμό περί συγκάλυψης δεδομένων σχετικά με την ασφάλεια της ρανιτιδίνης. Η ασφάλεια της ρανιτιδίνης έχει αξιολογηθεί διεξοδικά τα τελευταία 40 χρόνια».