Τα στοιχεία από τη βάση του ΟΟΣΑ, που διαθέτει δεδομένα για την κατανάλωση φαρμάκων από το 2000 και μετά, δείχνουν ότι στην Ελλάδα η κατανάλωση φαρμάκων είναι κοντά στον (ή κάτω από) το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τα όσα ανακοινώθηκαν από το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας (i-hecon) που διοργάνωσε διαδικτυακή συνέντευξη τύπου με θέμα: "Αλήθειες και ψέματα για τη φαρμακευτική κατανάλωση στην Ελλάδα".
Ο καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος και ο διευθυντής του i-hecon Κώστας
Αθανασάκης παρουσίασαν τα στοιχεία μελέτης που πραγματοποιεί το Ινστιτούτο στην
Ελλάδα σχετικά την κατανάλωση φαρμάκων στη χώρα.
Σύμφωνα με αυτά:
Ο καθορισμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης σε 1,945 δισ. € και η καθιέρωση
του clawback δεν έχει επηρεάσει το ύψος της συνολικής δαπάνης.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία οι πωλήσεις φαρμάκου από το 2009 έως και το 2018
παραμένουν σχεδόν σταθερές (σε τιμές 2018, 3,68 και 3,75 δισ. ευρώ για το 2009
και 2018 αντίστοιχα). Τα μέτρα που έχουν ληφθεί έχουν μετακυλήσει τη δαπάνη στη
βιομηχανία και τον καταναλωτή.
Το clawback που πληρώνει η φαρμακευτική
βιομηχανία έχει ξεπεράσει το δισ. €, ενώ η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη
(1,8 δισ. €) έχει φθάσει να είναι το 50% της συνολικής δαπάνης σε σχέση
με το 20% το 2009.
Το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας κατέθεσε μια ολοκληρωμένη πρόταση για την
επίλυση του ζητήματος του clawback. Προτείνονται μέτρα άμεσου αποτελέσματος
(όπως άμεση ανατιμολόγηση του συνόλου των φαρμάκων, εθελοντικές μειώσεις
τιμών, μεταβολές στη διαδικασία «τύπου ΗΤΑ» όσον αφορά βιοομοειδή και γενόσημα,
διαπραγματεύσεις στις 10 μείζονες θεραπευτικές κατηγορίες και συγκρότηση του θεσμού
του «Αρχιάτρου του ΕΟΠΥΥ» για την έκδοση οδηγιών πολιτικής συνταγογράφησης) και
μια σειρά από δομικά ή μακροπρόθεσμα μέτρα.