Ως αλληλεπίδραση φαρμάκου ορίζεται η τροποποίηση της επίδρασης και του αποτελέσματος του φαρμάκου από την παρουσία άλλου φαρμάκου, συμπληρώματος διατροφής/βοτάνου ή/και τροφίμου. Οι αλληλεπιδράσεις εκτιμάται ότι ευθύνονται για το 6-30% του συνόλου των ανεπιθύμητων ενεργειών των φαρμάκων και αποτελούν σημαντικό κίνδυνο για τα αποτελέσματα της υγείας του ασθενούς. Η μεγαλύτερη έμφαση, τόσο κατά τη διαδικασία ανάπτυξης των φαρμάκων όσο και από τους επαγγελματίες υγείας, δίνεται στις σοβαρές αλληλεπιδράσεις, οι οποίες μπορούν δυνητικά να αποδειχθούν απειλητικές για τη ζωή και απαιτούν ιατρική περίθαλψη ή παρέμβαση για την ελαχιστοποίηση/πρόληψη των αντίστοιχα σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών. Ωστόσο, είναι πολύ σημαντική η αναγνώριση και η κατανόηση των μέτριων αλληλεπιδράσεων, καθώς η πραγματική επίπτωση των ανεπιθύμητων ενεργειών που προκύπτουν από αυτές παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη.
Οι μέτριες φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις μπορούν να οδηγήσουν σε έξαρση της νόσου του ασθενούς και συχνά να απαιτούν αυξημένη παρακολούθηση και/ή τροποποίηση στη θεραπεία ή το δοσολογικό σχήμα αυτής. Η f-anazitisi έχει συμπεριλάβει, εκτός των αλληλεπιδράσεων αυξημένης σοβαρότητας, τόσο τις μέτριες όσο και τις ήπιες αλληλεπιδράσεις, στις ενότητες «Αλληλεπιδράσεις φαρμάκων» και «Αλληλεπιδράσεις φαρμάκων & Συμπληρωμάτων διατροφής», προκειμένου να ληφθούν κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισης ή αποφυγής των αποτελεσμάτων τους. Με αυτόν τον τρόπο οι επαγγελματίες υγείας έχουν τη δυνατότητα να αποτρέψουν τη συγχορήγηση επικίνδυνων συνδυασμών και να παρέχουν την κατάλληλη συμβουλή στον ασθενή.
Case study 1: Insulin lispro vs Dexamethasone
Μηχανισμός: Τι συμβαίνει σε μοριακό επίπεδο, πού δρουν και πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους οι δύο δραστικές ουσίες: Τα γλυκοκορτικοειδή μπορεί να αυξήσουν τη γλυκονεογέννεση, να μειώσουν την πρόσληψη γλυκόζης και να μειώσουν την ανοχή στη γλυκόζη, οδηγώντας και υψηλές συγκεντρώσεις γλυκόζης.
Αποτέλεσμα: Ποια είναι η συνέπεια σε επίπεδο φαρμακοκινητικής και φαρμακοδυναμικής: Μείωση της υπογλυκαιμικής δράσης της ινσουλίνης.
Ανεπιθύμητη ενέργεια: Ποιες οι παρενέργειες που αντιμετωπίζει τελικά ο ασθενής σε επίπεδο οργάνου ή συστημικά: Υπεργλυκαιμία και ανεπαρκής ρύθμιση του σακχάρου.
Συμβουλή για τον επαγγελματία υγείας:
- Για τον φαρμακοποιό: Ενημερώστε τον ασθενή για την αλληλεπίδραση αυτή και συστήστε του να επισκέπτεται τακτικά τον θεράποντα γιατρό. Συστήστε τακτικό έλεγχο του σακχάρου και αναφορά στον γιατρό οποιωνδήποτε ασυνήθιστα υψηλών τιμών ή σημείων υπεργλυκαιμίας.
- Για τον ιατρό: Παρακολούθηση της πορείας του ελέγχου του σακχάρου και ανάλογη προσαρμογή της δόσης της ινσουλίνης. Παρακολούθηση για σημεία υπογλυκαιμίας κατά τη διακοπή των κορτικοειδών.
Case study 2: Paracetamol vs Γλουταθειόνη
Μηχανισμός: Τι συμβαίνει σε μοριακό επίπεδο, πού δρουν και πώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους οι δύο δραστικές ουσίες: Ο ακριβής μηχανισμός της αλληλεπίδρασης παραμένει άγνωστος.
Αποτέλεσμα: Ποια είναι η συνέπεια σε επίπεδο φαρμακοκινητικής και φαρμακοδυναμικής: Πιθανή μείωση των επιπέδων γλουταθειόνης στον οργανισμό.
Ανεπιθύμητη ενέργεια: Ποιες οι παρενέργειες που αντιμετωπίζει τελικά ο ασθενής σε επίπεδο οργάνου ή συστημικά: Τα χαμηλά επίπεδα γλουταθειόνης έχουν συνδεθεί με την εμφάνιση καταρράκτη, εκφύλισης της ωχράς κηλίδας, ηπατικών διαταραχών και με υψηλά επίπεδα ομοκυστεΐνης, που αποτελεί παράγοντα εμφάνισης καρδιακών επεισοδίων. Η χρόνια ανεπάρκειά της προκαλεί αιμολυτική αναιμία λόγω οξειδωτικού στρες και σχετίζεται με διαταραχές του ανοσοποιητικού, αυξημένο κίνδυνο κακοήθειας και σε περιπτώσεις λοίμωξης από HIV αυξημένη παθογένεια της νόσου.
Συμβουλή για τον επαγγελματία υγείας:
- Για τον φαρμακοποιό: Ενημερώστε τον ασθενή για την αλληλεπίδραση αυτή. Διαπιστώστε ότι ο ασθενής έχει αναφέρει όλα τα φάρμακα που λαμβάνει στον ιατρό του, συμπεριλαμβανομένων και των συμπληρωμάτων διατροφής. Ενθαρρύνετε τον ασθενή να επισκέπτεται τακτικά το γιατρό του, ώστε να γίνονται οι κατάλληλοι έλεγχοι.
- Για τον ιατρό: Κατά την παρατεταμένη χορήγηση παρακεταμόλης για μεγάλα χρονικά διαστήματα, συνίσταται ο έλεγχος των επιπέδων γλουταθειόνης στον οργανισμό και η λήψη συμπληρωμάτων διατροφής με γλουταθειόνη, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.