Είμαστε στα πρόθυρα να υπάρξει ένα τεστ αίματος το οποίο να διαγιγνώσκει το Αλτσχάιμερ προκλινικά, προτού εκδηλωθούν συμπτώματα», λέει ο νευρολόγος του Εθνικού Ινστιτούτου Γήρανσης των ΗΠΑ και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, Δημήτρης Καπόγιαννης, ο οποίος παρουσίασε χθες για πρώτη φορά δημόσια την έρευνά του, που υπόσχεται διάγνωση του Αλτσάιμερ έως και 10 χρόνια πριν από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων.
Ο δρ Καπόγιαννης, μέσα στο τρένο, επιστρέφοντας από συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Νευροεπιστημών στην Ουάσιγκτον, όπου παρουσίασε την εν λόγω μέθοδο διάγνωσης, μίλησε στην εφημερίδα «Καθημερινή» για την πορεία των ερευνών του και τις ελπίδες του ότι μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια το τεστ αυτό θα είναι έτοιμο για να προχωρήσει στην παραγωγή.
O Ελληνας νευρολόγος αποφοίτησε το 1998 από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τα τελευταία 14 χρόνια ζει και εργάζεται ως γιατρός στις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα είναι ερευνητής με εξειδίκευση στο Αλτσχάιμερ στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρότι μέχρι στιγμής το τεστ που ανέπτυξε ο δρ Καπόγιαννης έχει δοκιμαστεί μόνο σε 174 άτομα, φαίνεται να μπορεί να διαγνώσει το Αλτσχάιμερ με 100% επιτυχία.
Η νόσος
Οι επιστήμονες, από το 1906 οπότε διαγνώστηκε για πρώτη φορά το Αλτσχάιμερ από τον ψυχίατρο και νευρολόγο Αλοΐσιο Αλτσχάιμερ, προσπαθούν να βρουν τρόπους έγκαιρης διάγνωσής του. Οταν αρχίσουν να φαίνονται οι πρώτες ενδείξεις, είναι ήδη αργά, αφού έχει ήδη επηρεαστεί ή ακόμα και καταστραφεί το 40 με 50% των κυττάρων του εγκεφάλου.
Το Αλτσχάιμερ προκαλείται σε μεγάλο βαθμό από τη συσσώρευση συγκεκριμένων πρωτεΐνών στον εγκέφαλο. Κάποιες από τις πρωτεΐνες, οι β-αμυλοειδείς, έχουν τη μορφή πλακών και εναποτίθενται επάνω στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου σαν σκουριά. Μια άλλη ομάδα πρωτεϊνών, που ονομάζονται Τau, επιτίθεται στο εσωτερικό του κυττάρου, εναποτίθεται εκεί και το σκοτώνουν από μέσα. Τέλος η πρωτεΐνη IRS-1, η οποία στην ανενεργή της μορφή εμφανίζεται σε μεγάλα ποσά στους ασθενείς με Αλτσχάιμερ, προκαλεί αντίσταση του κυττάρου στην ινσουλίνη, έχοντας ως αποτέλεσμα το κύτταρο να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει ενέργεια για τις διάφορες λειτουργίες του. «Το κύτταρο που έχει προσβληθεί από Αλτσχάιμερ λιμοκτονεί ενεργειακά και δεν μπορεί να καθαρίσει τις πρωτεΐνες που αρχίζουν και εναποτίθενται σε αυτό», εξηγεί ο δρ Καπόγιαννης. Η συσσώρευση όμως και των τριών αυτών τύπων πρωτεϊνών στα εγκεφαλικά κύτταρα ξεκινά αρκετά χρόνια πριν από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων της νόσου, μέχρι και 10 χρόνια νωρίτερα, κάτι που δίνει ελπίδες στους επιστήμονες, ενώ την ίδια στιγμή τούς ρίχνει σε έναν αγώνα δρόμου για τον έγκαιρο εντοπισμό τους.
Από δείγματα αίματος υγιών ατόμων και ασθενών με Αλτσχάιμερ, τα οποία είχαν συλλεχθεί 10 χρόνια πριν από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων της νόσου, οι επιστήμονες απομόνωσαν εξωσώματα, κάποια μικροσκοπικά σακουλάκια που παράγονται από όλα τα κύτταρα του σώματος. Τα μόρια αυτά είναι τόσο μικρά που καταφέρνουν και ξεφεύγουν από τα διαφορετικά είδη κυττάρων και περνούν στο αίμα μας. «Από όλα τα εξωσώματα που βρίσκονται στο πλάσμα του αίματος το 5 με 10% προέρχεται από νευρικά κύτταρα», λέει ο δρ Καπόγιαννης, ο οποίος κατάφερε να απομονώσει αυτά τα σωματίδια και να δει εάν κρύβουν στο εσωτερικό τους τα τρία παραπάνω είδη πρωτεϊνών που σχετίζονται με το Αλτσχάιμερ.
«Κοιτώντας τα νευρικά εξωσώματα στο αίμα είναι σαν να κοιτάμε εγκεφαλικά κύτταρα, τα οποία δεν θα μπορούσε κανείς να τα δει, εκτός και εάν έκανε βιοψία εγκεφάλου, κάτι πολύ επεμβατικό που δεν έχει νόημα να γίνει», εξηγεί και προσθέτει: «Κοιτώντας αυτά τα εξωσώματα μπορεί κανείς να δει τι έχει μέσα ένα κύτταρο που βρίσκεται στον εγκέφαλο ενός ασθενούς με Αλτσχάιμερ ενώ αυτός είναι ακόμη εν ζωή».
Παρά τις πρώτες ενδείξεις ότι το τεστ αυτό μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό στην πρώιμη διάγνωση του Αλτσχάιμερ, «κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται τελεσίδικα», λέει ο ίδιος ο επιστήμονας, ο οποίος παραδέχεται ότι στην έρευνά τους μέχρι στιγμής συμμετέχει ένας μικρός αριθμός ατόμων. «Σχεδιάζουμε ήδη να επαναλάβουμε αυτή την έρευνα σε εκατοντάδες, ακόμα και χιλιάδες δείγματα. ΠαρΆ όλα αυτά, τα αποτελέσματα είναι τόσο ξεκάθαρα που δημιουργούν τεράστια ελπίδα».
Πηγή: Καθημερινή