«Φορετές» (wearable) συσκευές μέτρησης της σωματικής δραστηριότητας έχουν ξεκινήσει να χρησιμοποιούνται από τις φαρμακευτικές εταιρείες, για την καλύτερη παρακολούθηση της υγείας των ασθενών στις κλινικές μελέτες αλλά και για τη γρηγορότερη ανάπτυξη και εισαγωγή των νέων φαρμάκων στην αγορά.
Τα wearables, τα οποία δένονται στον καρπό, στο στήθος ή και στο δέρμα του ασθενή, χρησιμοποιούνται σήμερα κυρίως από αθλητές για να παρακολουθούν τους χτύπους της καρδιάς κατά την άσκηση αλλά και από όσους ακολουθούν δίαιτα για να παρακολουθούν τη πορεία τους. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg όμως πλέον φαίνεται ότι αποτελούν και ένα σημαντικό εργαλείο για την ιατρική, τους ερευνητές και τις φαρμακοβιομηχανίες.
Οι συσκευές αυτές φοριούνται από συμμετέχοντες σε κλινικές δοκιμές και έτσι οι ερευνητές συγκεντρώνουν ακριβείς πληροφορίες και στοιχεία όλο το 24ωρο για την πορεία της θεραπείας και την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου υπό εξέταση. Επιπλέον όμως οι εταιρείες αποκτούν και ένα σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο για τις ασφαλιστικές ότι οι θεραπείες είναι αποτελεσματικές και ότι μπορούν να προσφέρουν καλή αναλογία κόστους – οφέλους.
Οι ερευνητές θεωρούν ότι αυτή η τεχνολογία είναι πιο ακριβής σε σύγκριση με την ανθρώπινη μνήμη, δεδομένου ότι σήμερα οι πληροφορίες συλλέγονται από ερωτηματολόγια που ζητούν τους ασθενείς να βαθμολογήσουν για παράδειγμα την ικανότητά τους να περπατούν. Μέχρι στιγμής υπάρχουν τουλάχιστον 299 τέτοιες κλινικές δοκιμές που χρησιμοποιούν wearables.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η βρετανική φαρμακευτική GlaxoSmithKline, η οποία σε συνεργασία με την McLaren Applied Technologies θα παρακολουθήσει τις κινήσεις 25 ασθενών με τη νόσο Lou Gehrig, που επηρεάζει τα νευρικά κύτταρα στον εγκέφαλο και στη σπονδυλική στήλη. Οι συμμετέχοντες θα λάβουν μια μικρή και ελαφριά οθόνη που τοποθετείται στο στήθος. Η συσκευή αυτή θα μετράει τον καρδιακό ρυθμό και το περπάτημα, καθώς και το πόσο μπορούν να σηκωθούν. Το δεδομένα αποθηκεύονται στη συσκευή και στέλνονται αυτόματα μέσω σύνδεσης Bluetooth, κάθε φορά που ο ασθενής στέκεται κοντά σε ένα ασύρματο router που έχει το μέγεθος ενός κινητού τηλεφώνου. Η συσκευή στέλνει τα δεδομένα σε έναν ασφαλή server της GlaxoSmithKline, όπου μπορεί να έχει πρόσβαση και ενδεχομένως να τα αξιοποιήσει στο πλαίσιο της έρευνας.