Την παρέμβαση του Πρωθυπουργού ζητούν το Δ.Σ. του PhARMA Innovation Forum (PIF) και η Επιτροπή Φαρμακευτικών Εταιρειών του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου για τη μείωση του clawback και την επαναφορά συνθηκών βιωσιμότητας στον κλάδο.
Σε επιστολή τους δηλώνουν ότι αναγνωρίζουν τις προσπάθειες που έχουν γίνει από το υπουργείο Υγείας και ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι περιορισμένα, ωστόσο τονίζουν ότι «η ακολουθούμενη φαρμακευτική πολιτική έχει πλέον καταρρεύσει και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αποεπένδυση και μείωση της πρόσβασης των ασθενών σε ήδη υπάρχουσες αλλά και σε νέες καινοτόμες θεραπείες».
Επισημαίνουν επίσης ότι το ύψος των επιστροφών, που για τα φάρμακα άνω των 30 ευρώ, ανέρχεται στο 83% για το 2023, πλέον ενδέχεται να είναι σε αντίθεση με το Δίκαιο στις Ε.Ε. σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών, ενώ προσθέτουν ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί, όπως η ενίσχυση με 20 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό και η διόρθωση των απαλλαγών από το clawback απέχουν πολύ από τη λύση του προβλήματος και στην καλύτερη των προβλέψεων οι επιστροφές θα διατηρηθούν κοντά στο 80%.
Οι εκπρόσωποι των βιοφαρμακευτικών εταιρειών ζητούν λοιπόν να ενισχυθούν οι διαθέσιμοι πόροι για τα έτη 2023 και 2024 ώστε να εξασφαλισθεί η βιωσιμότητα της αγοράς και να ξεκινήσει ο διάλογος για τη διαμόρφωση μιας μεσοπρόθεσμης στρατηγικής φαρμακευτικής πολιτικής για τα έτη 2025-2027, μέσω μιας Συμφωνίας Πλαίσιο μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών και του Κράτους που θα οδηγεί σε μείωση της σημερινής δαπάνης και σε ορθολογική χρήση των πόρων τόσο από κλινική όσο και οικονομική σκοπιά.
Επιπλέον ασκούν και μια κριτική σχετικά με την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αναφέροντας ότι αυτοί «δεν διατέθηκαν με τρόπο που θα μπορούσε να ενισχύσει την καινοτόμο φαρμακοβιομηχανία, όπως π.χ. στην κλινική έρευνα», και προειδοποιώντας ότι «η καινοτόμος βιομηχανία δεν θα μπορέσει να αναλάβει το επιπλέον αυτό κόστος χωρίς οδυνηρές συνέπειες».