Η πρόσφατη συμφωνία αξιολόγησης των
αποτελεσμάτων της οικονομικής πολιτικής από μέρους της διεθνούς «επιτήρησης»,
συνιστά τη μεγίστη απόδειξη κατάρρευσης της πολιτικής των «μνημονίων».
Κυρίως, εξ αιτίας του πλημμελούς σχεδιασμού αλλά και της αμελούς «προσαρμογής» στην εφαρμογή τους. Τυπικό και ακραίο παράδειγμα αυτής της διαπίστωσης αποτελεί η «μνημονιακή» πολιτική στην υγεία και τις υπηρεσίες υγείας.
Έχει πλέον τεκμηριωθεί επαρκώς, ότι οι πολιτικές της διεθνούς «επιτήρησης» επέφεραν μείωση του ρυθμού βελτίωσης (και ενδεχομένως επιδείνωση) του επιπέδου υγείας και επίταση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων. Τα φαινόμενα αυτά συνδέονται με την υγεία και τη χρήση υπηρεσιών υγείας στα πλαίσια μιας ιστορικώς πρωτοφανούς «απο-ασφάλισης» του πληθυσμού.
Καθολική ασφάλιση
Η απόπειρα αντιμετώπισης αυτών των εξελίξεων αποτελεί παρέμβαση με μερικό και μεταβατικό χαρακτήρα, που χρησιμοποιεί και προνοιακά στοιχεία. Δεν συνιστά μια απάντηση με σταθερά ασφαλιστικά δεδομένα.
Στον πυρήνα αυτών των φαινομένων, ευρίσκεται η παρατεταμένη οικονομική κρίση και η ενσωμάτωση των επιπτώσεων της στην υγεία και την ιατρική περίθαλψη. Όπως για παράδειγμα, η δραματική μείωση των σπάνιων υγειονομικών πόρων, η μεταφορά του χρηματοδοτικού βάρους στα νοικοκυριά, καθώς και η απουσία διαρθρωτικών πολιτικών κατάλληλων για τις περιοριστικές συνθήκες της συγκυρίας.
Στο πλαίσιο αυτό, τα προβλήματα πολιτικής προτεραιότητας στη συγκυρία εντοπίζονται στην αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης σταθερού σχήματος καθολικής ασφάλισης (μεταρρύθμιση ΕΟΠΥΥ). Επίσης, διασφάλισης της πρόσβασης στη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (μεταρρύθμιση ΠΕΔΥ).
Τα προβλήματα αυτά έχουν επιδεινωθεί ως αποτέλεσμα των «μνημονιακών » πολιτικών και των ατελέσφορων απαντήσεων σε αυτές. Υπό το πρίσμα αυτό, απαιτούν άμεσες και λυσιτελείς διαρθρωτικές αλλαγές στα πλαίσια της εθνικής πολιτικής υγείας.
«Διχοτομημένο» σύστημα υγείας
Οι «μνημονιακές» πολιτικές για την υγεία, περιλαμβάνουν ένα μεγάλο και σύνθετο μείγμα παρεμβάσεων και περιορισμών (στη τιμολόγηση, την αποζημίωση και στις διαδικασίες), το οποίο πλήττει καίρια την παραγωγή φροντίδας υγείας (στα φάρμακα, την ιατρική περίθαλψη και τον ιδιωτικό τομέα υγείας). Ακόμη, προάγουν την ενσωμάτωση μέτρων με πρόσθετο χρηματοδοτικό βάρος στα νοικοκυριά. Ως εκ τούτου εντείνει το «φαύλο κύκλο» των ανισοτήτων.
Ήδη τα φαινόμενα απορρύθμισης είναι επώδυνα εξ αιτίας των ακολουθούμενων πολιτικών, στο έδαφος των χρονίων στρεβλώσεων του υγειονομικού τομέα. Η συνέχεια αυτών των πολιτικών παραπέμπει σε ένα «διχοτομημένο» σύστημα υγείας με μικρό προνοιακό δημόσιο τομέα και ιδιωτικό «απο-ασφαλισμένο» τμήμα.
Ως εκ τούτου, το δίλημμα: λιτότητα versus αποδοτικότητα παραμένει κρίσιμο. Παραπέμπει κυρίως στην ανάγκη για την προώθηση ενός εθνικού «περιέχοντος» προγράμματος, εντός του οποίου αδρανοποιείται μερικώς η τοξικότητα της «περιεχόμενης» μνημονιακής συμφωνίας στην υγεία.
Διαρθρωτικοί μετασχηματισμοί
Η μηχανιστική μεταφορά πολιτικών, τεχνικών και μεθόδων στην υγεία και τη περίθαλψη -προωθείται από τη διεθνή «επιτήρηση»- κατέδειξε ότι έχει περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί αναπαράγουν τη καθοδική πορεία των υγειονομικών δεικτών και υπονομεύουν τη κοινωνική συνοχή.
Αντιθέτως, οι πολιτικές διαρθρωτικών μετασχηματισμών απελευθερώνουν εγκλωβισμένους πόρους και παγιδευμένες δημιουργικές δυνάμεις, οι οποίες είναι επαρκείς και παρούσες στον υγειονομικό τομέα της χώρας.
Εν κατακλείδι, το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής υγείας είναι πρόβλημα στρατηγικής και διαρθρωτικών αλλαγών μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε μικροδιαχειριστικές παρεμβάσεις και αμφίβολης βιωσιμότητας ιδεοσχήματα. Η επίτευξη της (κοινωνικής) ισότητας, της (οικονομικής) αποδοτικότητας και της (ιατρικής) αποτελεσματικότητας είναι ένα κρίσιμο ζήτημα πολιτικής και κουλτούρας.
Ο Γιάννης Κυριόπουλος είναι Καθηγητής και Διευθυντής του Τομέα Οικονομικών της Υγείας, ενώ έχει εκλεγεί τέσσερεις φορές Κοσμήτωρ της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας.
Το πρωτότυπο άρθρο του δημοσιεύτηκε στο
ONMED.GR