Ορισμένα φάρμακα που χορηγούνται για τη θεραπεία του πεπτικού έλκους μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ανεπάρκειας βιταμίνης Β12, αναφέρουν Αμερικανοί επιστήμονες.
Σε μελέτη με 200.000 εθελοντές, που δημοσιεύεται στην «Επιθεώρηση της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας» (JAMA), διαπιστώθηκε πως όσοι λάμβαναν αναστολείς αντλίας πρωτονίων (PPIs) ή ανταγωνιστές των Η2 υποδοχέων της ισταμίνης (H2RAs) είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάζουν έλλειψη της βιταμίνης Β12.
Οι επιστήμονες του νοσηλευτικού οργανισμού Kaiser Permanente που πραγματοποίησαν τη μελέτη λένε ότι ο κίνδυνος ανεπάρκειας της βιταμίνης Β12 αυξανόταν κατ? αναλογία με τη δόση των φαρμάκων που έπαιρναν οι ασθενείς, ενώ ήταν μεγαλύτερος στις γυναίκες και τους νεώτερους ασθενείς, καθώς και στους ασθενείς που λάμβαναν τα φάρμακα χρόνια (για δύο χρόνια ή περισσότερο).
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι τα ευρήματά τους υποδεικνύουν απλώς μια συσχέτιση και όχι σχέση αιτίας-αποτελέσματος, γι? αυτό και απαιτούνται περισσότερες μελέτες. Συνεπώς συνιστούν στους γιατρούς να εξακολουθήσουν να συνταγογραφούν τα συγκεκριμένα φάρμακα, αλλά να υπολογίζουν τους δυνητικούς κινδύνους έναντι των πιθανών ωφελημάτων σε χρόνια χρήση.
Τα φάρμακα των δύο κατηγοριών χορηγούνται συχνά σε πάσχοντες από συμπτώματα πεπτικού έλκους όπως οι «καούρες» και η δυσπεψία, ενώ οι ασθενείς μπορούν να τα λαμβάνουν και χωρίς ιατρική συνταγή. Τα φάρμακα αυτά δρουν ελαττώνοντας τις ποσότητες των οξέων που παράγει το στομάχι. Τα γαστρικά οξέα όμως είναι απαραίτητα για την απορρόφηση της Β12 των τροφίμων, όπως το κρέας, τα ψάρια και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Η ανεπάρκεια της βιταμίνης Β12 μπορεί να οδηγήσει σε άνοια και σε νευρολογικά προβλήματα, εάν μείνει χωρίς θεραπεία, ωστόσο αντιμετωπίζεται εύκολα με διατροφικά συμπληρώματα σε μορφή δισκίων ή ενέσεων. Απαιτείται προσοχή καθώς τα συμπτώματά της, όπως ο λήθαργος, είναι ασαφή και συχνά δεν αποδίδονται σε αυτήν.