Σύμφωνα με τους ερευνητές η κλινική κατάθλιψη συνδέεται με μεταβολικές ανωμαλίες όπως υψηλά επίπεδα σακχάρου και τριγλυκεριδίων στο αίμα.
Μια μελέτη για πειραματικό αντικαταθλιπτικό που έγινε σε αρουραίους σε συνεργασία ερευνητών από το Πανεπιστήμιο Rockefeller και το Ινστιτούτου Καρολίνσκα της Σουηδίας εντόπισε μοριακές ομοιότητες στις παραπάνω διαταραχές.
Η Benedetta Bigio, από το Πανεπιστημιο Rockefeller δήλωσε: «Πολλοί ασθενείς που πάσχουν από κατάθλιψη δεν ανταποκρίνονται στη συμβατική θεραπεία με αντικαταθλιπτικά, έτσι ξεκινήσαμε να εξετάζουμε τις μοριακές αλλαγές που θα μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή την αντίσταση». Και συμπληρώνει: «Τα αποτελέσματα μας συνέδεσαν την δραστηριότητα των γονιδίων μεταβολισμού της ενέργειας με τα αντίστοιχα της προδιάθεσης για κατάθλιψη και αντίστασης θεραπείας».
Οι ερευνητές εντόπισαν μοριακή σύνδεση μεταξύ των δύο ασθενειών η οποία προκύπτει από τα δεδομένα σχετικά με την γονιδιακή έκφραση της ακετυλο-καρνιτίνης (LAC).
Η ακετυλο-καρνιτίνη, είναι μια ουσία που παράγεται στον εγκέφαλο, το συκώτι και τα νεφρά. Όταν χορηγείται σε ποντίκια και αρουραίους ανακουφίζει άμεσα από τα συμπτώματα κατάθλιψης βελτιώνοντας ανισορροπίες στο γλουταμινικό σύστημα σηματοδότησης του εγκεφάλου.
Έτσι οι ερευνητές προσανατολίστηκαν στο να αναζητούν ανωμαλίες στα φυσικά επίπεδα της ακετυλο-καρνιτίνης σε άτομα με κατάθλιψη.
Στο πείραμα οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ποντίκια με καταθλιπτική συμπεριφορά, όμοια με των ανθρώπων, όπως να μην τους αρέσουν τα γλυκά καθώς αυτά τα ζώα παράγουν χαμηλά ποσοστά ακετυλο-καρνιτίνης. Η χορήγηση της ουσίας έγινε σε μικρές δόσεις για πάνω από επτά ημέρες.
Για να μελετήσουν την αντίσταση στη θεραπεία, οι ερευνητές προκάλεσαν αυτό το φαινόμενο σε αρουραίους με έκθεσή τους σε μια αγχωτική εμπειρία, μια 15λεπτη δοκιμασία όπου τα τρωκτικά αναγκάζονται να κολυμπούν. Την επόμενη μέρα τα πειραματόζωα αξιολογήθηκαν ξανά με κολύμβηση αλλά για λιγότερο χρόνο. Σχεδόν για τα μισά ποντίκια η θεραπεία LAC συσχετίστηκε με περισσότερο κολύμπι, ενώ τα άλλα πέρασαν περισσότερο χρόνο σε ακινησία, μια καταθλιπτική συμπεριφορά.
Στη συνέχεια οι ερευνητές ανέλυσαν τον ιππόκαμπο του κάθε αρουραίου με σκοπό να εντοπίσουν γιατί κάποιοι ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία και κάποιοι άλλοι όχι. Από την ανάλυση προέκυψε πως υπήρχαν διαφοροποιήσεις σε γονίδια που ήταν υπεύθυνα για τη ρύθμιση του μεταβολισμού. Όσα ζώα δεν έλαβαν την θεραπεία είχαν αυξημένα ποσοστά σακχάρου.
Έτσι οι ερευνητές κατέγραψαν μια σειρά από 27 γονίδια που φαίνεται πως εμπλέκονται στην ανθεκτικότητα στη θεραπεία με χαμηλή δόση LAC και πιθανότατα στα συμβατικά αντικαταθλιπτικά. Τα γονίδια αφορούσαν επίσης την ικανότητα του σώματος να χρησιμοποιεί τα λιπαρά οξέα, καθώς και ανταποκρίνονται στην ινσουλίνη.
Για να δουν πώς η θεραπεία με LAC επηρέαζε το μεταβολισμός του ζώου, εξέτασαν τα επίπεδα των λιπαρών οξέων, τη ζάχαρη, και την ινσουλίνη στο αίμα τους. Ενώ αγωγή με LAC συνδέθηκε με χαμηλότερα επίπεδα αυτών των παραγόντων σε αρουραίους που ανταποκρίθηκαν, δεν μείωσαν το σάκχαρο του αίματος ή της ινσουλίνης για τους ανθεκτικούς αρουραίους.
Τελος η Carla Nasca, μεταδιδακτορικη ερευνήτρια είπε: "Αν τα ευρήματα αυτά ισχύουν και στους ανθρώπους, είναι πιθανό ότι μεταβολή των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα ή ινσουλίνη μπορεί να χρησιμεύσουν ως δείκτες που θα μπορούσε να βοηθήσει τους γιατρούς να καθορίσουν ποιοι ασθενείς είναι πιθανό να ανταποκριθούν σε ένα αντικαταθλιπτικό πριν από τη συνταγογράφηση του»