Φωτογραφία: Ερατώ Λιόλιου
Έχουν περάσει 18 χρόνια από το 1990 όταν πρωτοσυναντήσαμε τη Σώτη Τριανταφύλλου και μιλήσαμε μαζί της για το ξεκίνημα της συγγραφικής της πορείας, με αφορμή ένα από τα πρώτα της βιβλία, τις «Κινηματογραφημένες πόλεις», ώσπου να φτάσουμε στο σήμερα και στο «Λίγο από το αίμα σου», το τελευταίο της μυθιστόρημα. Από τότε και μερικά χρόνια πρωτύτερα, το 1982, που άρχισε να γράφει και να εκδίδει τα έργα της, η επαγγελματική και η καλλιτεχνική δραστηριότητα της Σώτης Τριανταφύλλου μοιράζεται ανάμεσα στη λογοτεχνία και στη δημοσιογραφία, ανάμεσα στην Ελλάδα και στις χώρες του εξωτερικού όπου έχει ζήσει και τους πολιτισμούς που περιγράφει στα βιβλία της. Λίγοι ξέρουν ωστόσο ότι η Σώτη Τριανταφύλλου από το 1975 ως το 1979 σπούδασε Φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να συνεχίσει μετά τις σπουδές της στο εξωτερικό (Ιστορία και Πολιτισμός στο Παρίσι και Ιστορία της Αμερικάνικης Πόλης στη Νέα Υόρκη). Ενώ αργότερα, γυρίζοντας στην Αθήνα, τελείωσε το τμήμα γαλλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πολλοί όμως γνωρίζουν τη Σώτη -έτσι όπως πολύ οικεία την αποκαλεί ο κόσμος που τη διαβάζει και εμπνέεται από το γράψιμό της- από τα άρθρα της στην εβδομαδιαία εφημερίδα free press Athens Voice, καθώς και από άλλα περιοδικά έντυπα, όπου καταπιάνεται με άμεσο αλλά καίριο τρόπο με όλα τα σοβαρά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της εποχής μας. Εμείς τη συναντήσαμε στο σπίτι της στα Εξάρχεια, μας έφτιαξε καφέ και μας μίλησε με πολύ χιούμορ, καυστικότητα αλλά και φιλοσοφική διάθεση για τις ιδέες της, τους ήρωές της, τη ζωή αλλά και την πολιτική κατάσταση του σήμερα, σε μια κουβέντα που δε θέλαμε να είχε τελειώσει. Ελπίζουμε ότι θα συμφωνήσετε μαζί μας!
|
Από τις «Κινηματογραφημένες πόλεις» μέχρι σήμερα έχει μεσολαβήσει αρκετή διαδρομή, πολλοί καινούργιοι άνθρωποι, πολλά βιβλία… Πες μας λίγα λόγια για το τελευταίο σου…
Το «Λίγο από το αίµα σου» είναι ένα µυθιστόρηµα µε πολλαπλές αφηγήσεις, η δράση του οποίου τοποθετείται από το 1927 έως το 1971. Κεντρικοί ήρωες είναι δύο νέοι άνθρωποι µε διαφορετικές κοσµοθεωρίες, οι οποίοι όµως αποτυγχάνουν, όπως αποτυγχάνουν όλοι οι άνθρωποι στη ζωή. Αποτυγχάνουν ο καθένας µε τον τρόπο του, αλλά την ίδια στιγµή βρίσκουν έναν τρόπο να περάσουν τη ζωή τους. Πρόκειται για ένα ευρωπαϊκό µυθιστόρηµα, που θα µπορούσε να είχε γραφτεί σε µια άλλη γλώσσα, όχι απαραίτητα στα ελληνικά.
Νοµίζω το ότι η ζωή είναι µια αποτυχία αποτελεί µια παραδοχή που πρέπει να κάνουμε για να ζήσουμε µε πληρότητα και µε όσο καλύτερη διάθεση µπορούμε. Μας περιµένουν απογοητεύσεις, αρρώστιες, απώλειες, γεράµατα και τέλος ο θάνατος. Αποκλείεται να τα αποφύγει κανείς όλα αυτά! Το ζήτηµα είναι πώς θα τα βιώσουµε.
Δεν είµαστε πάντα απΆ έξω. Έχω ασχοληθεί πολύ µε ελληνικά θέµατα και στο «Αύριο, µια άλλη χώρα», που είχα γράψει το 1997, στο «Η Φυγή», καθώς και σε πλήθος διηγηµάτων... Ωστόσο, η Ελλάδα µου φαίνεται πολύ µικρό οικόπεδο για να παίξει κανείς ένα τόσο µεγάλο παιχνίδι σαν αυτό που θέλω εγώ στα μυθιστορήµατά µου. Αυτός είναι ο ένας λόγος. Ο δεύτερος είναι ότι, επειδή εργάζοµαι πολλά χρόνια ως δηµοσιογράφος, και µε αρκετή ένταση, σχολιάζοντας ελληνικά ζητήµατα, όσα έχω να παρατηρήσω εξαντλούνται. Μοιράζοµαι ως επαγγελµατίας, ως καλλιτέχνης, ως δηµοσιογράφος, ανάµεσα σε πολλούς πολιτισµούς και αυτό είναι κάτι που µε εμπλουτίζει. Από πάντα ήµουν σκορπισµένη στον κόσµο και συνεχίζω να είµαι… Είναι ένας τρόπος ζωής, ένας τρόπος δημιουργίας.
Έχω αρχίσει να γράφω και να εκδίδω από το 1982 περίπου. Αρχικά έγραφα δοκίµια για τον κινηµατογράφο, αργότερα άρχισα να γράφω µικρά κείµενα, σύντοµα διηγήµατα και το 1996 έγραψα ένα µυθιστόρηµα με τίτλο «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης». Από τότε ασχολούµαι κυρίως µε το µυθιστόρηµα, αλλά και µε το δοκίµιο. Έχω συνεργαστεί µε τον Ηλία Ιωακείµογλου σε δύο δοκίµια, το ένα περί αριστερής τροµοκρατίας, το δεύτερο περί σηµαίας και το έθνους.
Δεν ήταν ακριβώς θεατρικό. Ήταν ένα µικρό βιβλιαράκι που είχα γράψει για τους Χιώτες, µε τίτλο «Πιτσιµπούργκο». Μου είχαν ζητήσει να γράψω ένα βιβλίο για τη Χίο και για τη χιώτικη διάλεκτο, το οποίο προέκυψε ως επιστολογραφική νουβέλα. Έτσι ανέβηκε στο θέατρο από πέρυσι και παίζεται ένα χρόνο τώρα. Πρόκειται για την ανταλλαγή γραµµάτων µεταξύ µιας γυναίκας και ενός άντρα κατά τη διάρκεια της επιδηµίας της πανούκλας στη Χίο το 1914, ένα γεγονός που έχει ξεχαστεί. Κοντολογίς, το «Πιτσιμπούργκο» είναι το αποτέλεσμα ενός στοιχήματος. Μου είπαν: «Γιατί δε γράφεις για την Ελλάδα;» Και απάντησα: «Εάν θέλετε, θα γράψω, αν θέλετε μάλιστα γράφω και για τη Χίο, στα χιώτικα». Αυτά είναι όλα.
Αυτό µόνο ένας αναγνώστης µπορεί να το ορίσει. Ο συγγραφέας δεν νοµίζω ότι είναι χρήσιµο να αναλύει αυτό που γράφει. Κάθε αναγνώστης διαβάζει το κάθε βιβλίο διαφορετικά. Και κάθε φορά τα πράγµατα είναι διαφορετικά. Οπωσδήποτε ο εαυτός µου είναι πάντα παρών σε όλα, ο χαρακτήρας, οι ιδέες, οι ανησυχίες, οι αλλαγές που µου συµβαίνουν. Δεν είµαστε οι ίδιοι άνθρωποι στο πέρασμα του χρόνου.
Δεν προέρχεται τόσο από τον εαυτό µου. Προέρχεται από αυτό που είπα πριν, από τις απώλειες γύρω µας. Έχουµε αρχίσει και χάνουµε ανθρώπους. Ο θάνατος μάς περιβάλλει. Αυτό οπωσδήποτε µας κάνει να αναρωτιόµαστε και να φοβόµαστε για το τι θα συµβεί.
Δεν ξέρω αν υπάρχει ένα συγκεκριµένο ξεκίνηµα. Απλώς ξυπνάς µια µέρα και αρχίζει η ιστορία να φτιάχνεται µέσα στο κεφάλι σου, χωρίς να χρειάζεται συγκεκριµένη σκέψη. Έτσι νοµίζω ότι λειτουργεί ο συγγραφέας. Πολλοί άνθρωποι µπορούν να γράφουν ωραία, αλλά δεν είναι συγγραφείς. Πρέπει να υπάρχει αυτό που µερικοί άνθρωποι ονοµάζουν έµπνευση, και που ακούγεται λίγο βαρύγδουπο, αλλά είναι ακριβώς αυτό που το περιγράφει. Δηλαδή το ότι οι ιδέες, οι ήρωες, οι ιστορίες που σχηµατίζονται απασχολούν το µυαλό για πολύ καιρό ώσπου να υλοποιοιηθούν στην οθόνη του υπολογιστή ή στο χαρτί.
Οπωσδήποτε. Για πολύ καιρό πριν και για πολύ καιρό µετά. Και στο τέλος τους ξεχνάς και τους πετάς σαν καυτή πατάτα και πας παρακάτω. Ελπίζω να γίνεται αυτό πάντα, γιατί αλλιώς θα υπάρξει προσκόλληση σε ένα θέµα, σε έναν τρόπο γραφής, σε µια ιδέα... Πρέπει να προχωρούµε.
Για µένα αυτό είναι και το στοίχηµα του µυθιστορήµατος: πρέπει να εναλλάσσονται άθελά µας, όχι βάσει σχεδίου, αυτού του είδους οι γραφές, το ύφος και οι απόψεις...Σε διαφορετική περίπτωση θα γράφαµε ιστορία ή φιλοσοφία. Ή µια απλή ηθογραφία, πράγµα που είναι χαρακτηριστικό της ελληνικής λογοτεχνίας. ΠαρΆ όλα αυτά µεγαλώνοντας, αν δεν επαναπαυτούµε, νοµίζω ότι θα διανύσουµε τον δρόµο της σοφίας άρα και της φιλοσοφίας... Με τον χρόνο χάνουµε ορισμένες βεβαιότητες, αλλά κερδίζουµε σε σοφία και σε δηµιουργικότητα. Όταν ήµασταν νεότεροι δεν µας έφτανε το µυαλό, δεν είχαµε τις δυνατότητες, δεν µας βοηθούσε κανένας. Γενικά στην Ελλάδα οι άνθρωποι είναι αβοήθητοι. Αυτοσχεδιάζουµε!
Αποκηρύσσω τη δηµοσιογραφία στα ηλεκτρονικά µέσα. Ο χώρος είναι πραγµατικά φρικτός και έχει γίνει ακόµα φρικτότερος. Δεν εµπλέκοµαι ποτέ σε αυτή τη δηµοσιογραφία. Δεν έχω εµπλακεί ούτε σε ηλεκτρονικά µέσα, ούτε σε µεγάλες εφηµερίδες. Είµαι πολύ µακριά από αυτό. Και χαίροµαι που έχω βρει ένα δηµοσιογραφικό χώρο που να µου ταιριάζει, όπως είναι το ένθετο περιοδικό της Ηµερησίας, η εφηµερίδα Athens Voice, τα fanzines των νέων κ.ά. Όλα αυτά είναι ένα καινούριο δηµοσιογραφικό φαινόµενο. Όταν είχα ξεκινήσει σΆ αυτή τη δουλειά, δεν υπήρχε free press. Έφυγα από τις ηµερήσιες εφηµερίδες, όπου είχα πραγµατικά υποφέρει. Δεν ήταν τυχαίο ότι οι άνθρωποι µε τους οποίους συνεργαζόµουν τότε είναι σήµερα οι ιθύνοντες στην τηλεόραση. Είναι τα τέρατα της δηµοσιογραφίας. ΜΆ αυτούς εργαζόμασταν κάποτε σε διπλανό τραπέζια… Πιστεύω ότι αυτή τη στιγµή βρισκόµαστε σε πολύ χαµηλό επίπεδο δηµοσιογραφίας. Η τηλεόραση που είναι χυδαία. Ειδικά τα ιδιωτικά κανάλια είναι χυδαία.
Δούλευα και δουλεύω σε έντυπα ευρείας κυκλοφορίας. Δεν µε ενδιαφέρει να γράφω σε ένα αριστερό έντυπο όπου θα µε διαβάζουν άνθρωποι που θα µπορούσαν να έχουν γράψει το άρθρο. Δεν το έχω κάνει ποτέ αυτό. Θέλω όσα γράφω να διαβάζονται από πολλούς ανθρώπους και από ανθρώπους που δεν τα έχουν σκεφτεί ή τα έχουν σκεφτεί χωρίς να έχουν τον τρόπο να τα γράψουν ή να τα εκφράσουν. Όσο για την «Athens voice», έχω συνεργαστεί με τη συντακτική της ομάδα πολλές φορές στο παρελθόν. Στην «Ελευθεροτυπία», στον «Ταχυδρόµο», στο «7µισι». Είναι µια χαλαρή οµάδα, η οποία έχει εµπλουτιστεί από πολλούς νέους ανθρώπους... Όχι ότι είµαστε «φίλοι» ή κάνουμε παρέα. Δεν πρόκειται γιΆ αυτό...
Μόνο μέσα από τη δηµοσιογραφία. Τι άλλο να κάνω; Δεν ξέρω, νοµίζω ότι ήδη είµαι στο όριο των δυνατοτήτων µου σε πολιτικό επίπεδο. Δεν είµαι άνθρωπος που θα κατέβει στην πλατεία, στη διαδήλωση. Δεν µπορώ να στεγαστώ πουθενά. Ψηφίζω µε βαριά καρδιά.
Πιστεύω ότι όπως το 1958 ήταν η χρυσή χρονιά της κοινοβουλευτικής αριστεράς έτσι και σήµερα το 25% των Ελλήνων είναι αριστεροί µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Έχουν αριστερές ιδέες, επιζητούν τη µεταρρύθµιση της κοινωνίας (να µη μιλήσουμε για επανάσταση τώρα...), θέλουν βαθιές αλλαγές στην παιδεία, στην κουλτούρα, στην άσκηση της εξουσίας. Το ΠΑΣΟΚ απορρόφησε µεγάλο ποσοστό αριστερών πολιτών... Δεν πρέπει να έχουµε και τροµερές απαιτήσεις, οι άνθρωποι δεν είναι έτοιµοι ούτε και πρόθυµοι να ανατρέψουν τα πάντα στη ζωή. Αλλά και αυτό το λίγο που θέλουµε να φτιάξουµε είναι θετικό: πάντα πίστευα ότι το 1/4 των Ελλήνων είναι αριστεροί.
Είναι καλή ερώτηση. Οι νέοι µου φαίνονται πολύ πιο έξυπνοι και πιο ώριµοι από εµάς στην ηλικία τους. Τους βλέπω µε µεγάλη αισιοδοξία και συµπάθεια και οι περισσότερες παρέες µου είναι πολύ πιο νέοι άνθρωποι. Τα πράγµατα καλυτερεύουν παρά τις δυσκολίες.
Αυτή την εποχή συμμετέχω σε µια σταυροφορία (κυριολεκτικά!) για το ζήτημα των βιβλίων και της ανάγνωσης. Είµαι σε µια διαρκή κίνηση, πηγαίνω στα πιο αποµακρυσµένα χωριά και μιλάω σε βιβλιοπωλεία, σε συλλόγους. Έχω βρεθεί σε κοινό πολύ υποψιασµένο, σοφό και απαιτητικό, αλλά και µπροστά σε κυρίες µε γούνες που νοµίζουν ότι παρίστανται σε επαρχιακή δεξίωση. Έχω δει τι συµβαίνει στην Ελλάδα και πώς συμβαίνει, τι προοπτικές υπάρχουν...Οι εξελίξεις είναι αργές αλλά πραγματικές...
Ναι, είµαστε όπως πολλές χώρες σΆ ένα είδος κενού, σε μια ρωγμή. Δεν είµαστε ούτε στον τρίτο κόσµο ούτε στην Ευρώπη, αποτελούμε χώρα δύο ταχυτήτων. Θα έλεγα ότι η µεσαία τάξη προχωρεί µε βήµα ικανοποιητικό. Από την άλλη, η (σχεδόν) πλειοψηφία αναπαράγει τον ίδιο τρόπο ζωής και τις ίδιες αξίες για εκατό περίπου χρόνια. Η Ήπειρος, για παράδειγµα, είναι σαν να έχει παγώσει στο χρόνο. Στην Κρήτη προ ηµερών, που είχα πάει για το συνέδριο του «book crossing», έξυπνοι και ευγενείς άνθρωποι ήταν υπέρ των µπαλωθιών, της οπλοφορίας…
Με ενδιαφέρον. Νοµίζω ότι έχουµε σπέρµατα εναλλακτικής κουλτούρας που µπορούν να µας κινητοποιήσουν. Δεν είναι βέβαια φθηνό το διάβασµα. Ωστόσο, όταν τόσοι πολλοί Έλληνες διασκεδάζουν µε αυτό τον υστερικό τρόπο που διασκεδάζουν στα σκυλάδικα, (γιατί είµαστε χώρα «σκυλάδικων») ξοδεύοντας 500 € στην καθισιά, µπορούµε να υπερασπιστούµε την ιδέα ότι το βιβλίο είναι ακόµα φθηνό. Συγκριτικά δεν είναι ακριβό. Εάν το πάρεις όµως σε απόλυτους αριθµούς, ναι, έχει ακριβύνει µε τρόπο προκλητικό! Το «Λίγο από το αίµα σου» κάνει 24€ σε ένα κανονικό βιβλιοπωλείο, θα έπρεπε να κάνει µε τη δική µου λογική 18€. Όμως όλα είναι ζήτημα λογιστικής. ΠαρΆ όλα αυτά το αναγνωστικό κοινό µεγαλώνει. Τα βιβλία πληθαίνουν, οι αναγνώστες επίσης.
Δεν είναι ακριβώς ελάχιστος ο χρόνος, απλώς καταληστεύεται από την τηλεόραση. ?ρα, όποιος δεν υποκύπτει στην τηλεόραση, κάνει κάτι άλλο πιο δηµιουργικό. Επίσης έχει βοηθήσει και το internet, και χαίροµαι που έζησα για να το δω αυτό. Είναι µια ένδειξη της ελευθερίας και της δηµοκρατίας που υπάρχει (εν δυνάμει) στον κόσµο και µια πρόκληση για το πόση τόλµη έχουµε στο να χρησιµοποιήσουµε σωστά αυτήν ελευθερία, πόση αρετή έχουµε. ?λλο η τηλεόραση, που είναι ένα ποταπό µέσο, και άλλο το internet το οποίο αναπτύσσεται µε όλο και πιο δηµοκρατικές µορφές, παρά την εµπορευµατοποίησή του. Το internet έχει τεράστια ποικιλία. Γέλιο, κλάµα, µόρφωση, φιλία, κατανάλωση, ενημέρωση, τα πάντα. Σε ευχαριστούµε και καλή τύχη σε σένα και στους ήρωές σου. |
|