Όταν πληροφορείται κανείς έστω και τους βασικούς «σταθμούς» της πολυτάραχης και γεμάτης ανατροπές ζωής του, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί πως η έκφραση «βίος και πολιτεία» υπάρχει για να περιγράφει ανθρώπους σαν κι αυτόν.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο συνάδελφος φαρμακοποιός Σωκράτης Χανιωτάκης από το Ηράκλειο της Κρήτης αναφέρεται στην πολιτική και κοινωνική έξαψη των γεγονότων του Πολυτεχνείου, αλλά και των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, όπως ακριβώς τα βίωσε ο ίδιος από «πρώτο χέρι», εξομολογείται τη μεγάλη του αγάπη για την τέχνη και το «πάντρεμά» της με την ιστορία και τις κατασκευές –ένα «πάντρεμα» που πραγματοποιεί ο ίδιος επιτυχημένα μέσα από μια σειρά εικαστικών και όχι μόνο τεχνών– αλλά και καταθέτει τον προβληματισμό του για την πορεία του φαρμακευτικού κλάδου, έναν κλάδο που γνωρίζει από τα παιδικά του χρόνια λόγω οικογενειακών καταβολών και, παρά τα πολλά προβλήματά του, αν γυρνούσε στο παρελθόν, θα τον επέλεγε ξανά…
Για το ξεκίνημα, δώσε μας κάποια στοιχεία για τη ζωή σου ώστε να σε γνωρίσουμε καλύτερα.
Γεννήθηκα στο Ηράκλειο το 1947, σε μια δύσκολη εποχή για την Ελλάδα. Ωστόσο, είχα ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Είμαι παντρεμένος εδώ και 36 χρόνια κι έχω δύο αγόρια. Και οι δύο μου γιοι ασχολούνται με τους υπολογιστές. Ευτυχώς, παρά τις όποιες δυσκολίες, είχα την «έμπνευση» να τους αγοράσω τους πρώτους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που είχαν κυκλοφορήσει. Προέρχομαι από μικροαστική οικογένεια, η οποία όμως φαινόταν μεγαλοαστική, όπως νόμιζε τότε ο κόσμος της επαρχίας για τους φαρμακοποιούς. Ο παππούς μου, ο πατέρας μου, αλλά και θείοι μου ήταν φαρμακοποιοί, και μάλιστα ο πρώτος επί «Κρητικής Πολιτείας», καθώς η έκδοση της άδειάς του έγινε το 1896, ενώ του πατέρα μου λίγο μετά τον πόλεμο. Έτσι, όπως όλα τα παιδιά των φαρμακοποιών της εποχής, έπρεπε, υποχρεωτικά, και εγώ να γίνω φαρμακοποιός.
Προφανώς, μιλάμε για την εποχή κατά την οποία τα περισσότερα φαρμακεία της Κρήτης ήταν συγκεντρωμένα στο Ηράκλειο και τις άλλες μεγάλες πόλεις, σωστά;
Ναι, κάπως έτσι ήταν τα πράγματα. Το τέλος αυτής της εποχής το έζησα στην παιδική μου ηλικία. Στις αρχές της δεκαετίας του ?50, τα «κουτάκια», τα σπεσιαλιτέ όπως λεγόταν τότε, έπιαναν λίγο τόπο και το μεγαλύτερο μέρος του φαρμακείου και όλο το εργαστήριο ήταν γεμάτο με «βαζαρία», αλλά μέχρι το 1960 τα βάζα είχαν περιοριστεί στο εργαστήριο και το φαρμακείο είχε αρχίσει να παίρνει τη σημερινή του μορφή. Υπάρχει βεβαίως μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη μορφή που είχαν τα «φαρμακεία» του Ηρακλείου την εποχή της τουρκοκρατίας και σ? αυτή που πήραν σε μεταγενέστερες εποχές. Αρχικά υπήρχαν οι «ιατροφαρμακοποιοί», που ήταν και οι περισσότεροι, ήταν δηλαδή γιατροί που είχαν και φαρμακείο. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, στις αρχές του 1900, αποκαταστάθηκε η επικοινωνία με την υπόλοιπη Ελλάδα και αναδείχθηκαν φαρμακοποιοί πτυχιούχοι του Πανεπιστήμιου Αθηνών που άνοιξαν δικά τους φαρμακεία, αρκετά σε συνεργασία με γιατρούς. Για την ακρίβεια, εκείνη την εποχή ήταν συνηθισμένο στο κάτω μέρος του κτηρίου να ήταν το φαρμακείο και στον πάνω όροφο ο γιατρός. Κάπως έτσι ήταν τα πράγματα και μέχρι το 1920. Το φαρμακείο του παππού μου και του πατέρα μου βρισκόταν στη συμβολή των οδών Καλοκαιρινού και Αγίου Μηνά. Το 1961 κατεδαφίστηκε και μεταφερθήκαμε σε ένα επίσης μικρό και ενοικιαζόμενο αυτή τη φορά φαρμακείο, το οποίο όμως βρισκόταν στην ίδια καλή και κεντρική θέση της πόλης. Παρ? όλα αυτά, η αλλαγή και τα προβλήματα υγείας του πατέρα μου που τελικά έχασα το ?66, στοίχισαν στο φαρμακείο, σε επιχειρηματικό επίπεδο. Ακολούθησε η απελευθέρωση του επαγγέλματος του 1968, η αύξηση του ανταγωνισμού, κληρονομικά, συστεγάσεις και τελικά για μένα η δουλειά δεν «πήγε» και τόσο καλά σε συνολικό επίπεδο, κυρίως λόγω του ότι το διαθέσιμο κεφάλαιο ήταν πολύ μικρό, το επιτόκια της δεκαετίας του ?80 πολύ μεγάλα και τα γενικά έξοδα δυσανάλογα σε σχέση με τους διαθέσιμους ασθενείς-πελάτες. Τώρα εργάζομαι σαν υπεύθυνος φαρμακοποιός του ΣΥ.ΦΑ.
Ας περάσουμε όμως τώρα στις καλλιτεχνικές σου ενασχολήσεις, μια και έχουμε πληροφορηθεί ότι ασχολείσαι με πολλά και διαφορετικά πράγματα.
Οι καλλιτεχνικές μου ενασχολήσεις έχουν άμεση σχέση με την τάση μου να μαθαίνω τι γίνεται στον κόσμο και να κάνω κάτι με τα χέρια μου, πράγμα που ξεκίνησε από τα παιδικά μου χρόνια, όπου πάντα κάτι έφτιαχνα, κάτι χάλαγα ή κάτι ζωγράφιζα και στην τεχνολογία που κάλπαζε, το μαγνητόφωνο, το φράγμα του ήχου, το διάστημα, ο Σπούτνικ, όλη η ενδιαφέρουσα δεκαετία του ?60 -η τηλεόραση ήρθε αργότερα- όλα αυτά δηλαδή που ακούγαμε, που διαβάζαμε αλλά που συνέβαιναν πάντα αλλού, μακριά από την επαρχιακή μας πόλη. Ό,τι πρέπει δηλαδή για να πάρουν αέρα τα μυαλά ενός παιδιού… Αργότερα, σαν φοιτητής, έκανα μια απόπειρα συνεργασίας σε εφημερίδα ως γελοιογράφος. Έφτασα στο σημείο να σχεδιάζω επαγγελματικά, ωστόσο πρόκειται για μια ασχολία που δεν «κράτησε». Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι αυτό συνέβη το 1969, μέσα στη χούντα και υπήρχε μεγάλη δυσκολία για τέτοιου είδους δραστηριότητα, ήταν και η εφημερίδα αυτή προσανατολισμένη προς τη δικτατορία… Κατόρθωσα τελικά να μείνω δύο εβδομάδες και μετά έφυγα. Παράλληλα, ωστόσο, εμένα μου άρεσε τότε να φτιάχνω δερμάτινα.
Πώς το έκανες αυτό; Μίλησέ μας λίγο παραπάνω γι? αυτή τη δραστηριότητα.
Ήμασταν στην εποχή κατά την οποία ανθούσε διεθνώς το κίνημα των «χίπις» κι ένα από τα «αξεσουάρ» του, ακόμη και στην Ελλάδα, ήταν οι δερμάτινες τσάντες, ζώνες και άλλα τέτοια. Επειδή μου άρεσαν κι εμένα, άρχισα να τα φτιάχνω, πράγμα που σταδιακά κατέληξε να γίνει επαγγελματικά. Εξάλλου, επρόκειτο πια για το 1970, πριν από την αποφασιστική συνέλευση στην Πανεπιστημιούπολη, εποχή που άρχιζαν -στοιχειωδώς- συνδικαλιστικές και όχι μόνο κινήσεις στις σχολές, μια απλή χαραμάδα διεξόδου δηλαδή, και εγώ αισθανόμουν ότι κάτι έπρεπε να κάνω. Μερικοί από τους παλιούς τα θυμούνται. Έκανα λοιπόν και εγώ ότι μπόρεσα, αλλά όταν κατάλαβα ότι κάποιος από παλαιότερο έτος είχε «εντοπίσει» τη ασήμαντη δράση μου και με είχε καταδώσει, σκέφτηκα να διακόψω για λίγο τις σπουδές και να φύγω. Έτσι λοιπόν κατέληξα στη Μύκονο, όπου ασχολήθηκα επαγγελματικά με αυτές τις δημιουργίες και μάλιστα σε συνεργασία με δυο φίλους, από τους οποίους ο ένας πολύ καλός σχεδιαστής που ήδη έφτιαχνε δερμάτινα στην Καλιφόρνια, τόπο μυθικό για μας, την εποχή του Γούντστοκ και του Μπέρκλεϋ. Εκεί φτιάξαμε τελικά ένα μαγαζί με χειροποίητα δερμάτινα κατά το διάστημα 1972-1974. Τότε δεν υπήρχαν τα «γαζωτά» δερμάτινα, όπως υπάρχουν σήμερα, και νομίζω ότι τόσο τα σχέδια όσο και η δουλειά ήταν πάρα πολύ καλή, για μένα όμως ήταν μια πάντα μια «καλοκαιρινή», πρόσκαιρη απασχόληση. Όταν επέστρεψα στη σχολή βρέθηκα στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και στην περίοδο Ιωαννίδη που ακολούθησε προσπάθησα απλά να περάσω μερικά μαθήματα, και ξανάρχισα τα δερμάτινα, όμως τελικά με την επιστράτευση του ?74 τα παράτησα.
Όταν έγινε αυτή η επιστράτευση, είχες πάει φαντάρος;
Όχι, γιατί αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα μου είχα ήδη υπηρετήσει, οπότε το ?74 είχα το λεγόμενο «άσπρο απολυτήριο» και σαν «προστάτης» δεν χρειάστηκε να ξαναπάω. Ήμουν όμως στην Αθήνα όταν συνέβαιναν τα διάφορα γεγονότα της μεταπολίτευσης και τα μετά. Μου ήταν σημαντικό να συμμετέχω στις πολιτικές «ζυμώσεις» της εποχής, προσφέροντας ό,τι ήξερα να κάνω καλύτερα, δηλαδή πρακτική κυρίως δουλειά. Έτσι, ενταγμένος, όπως οι περισσότεροι, στην σημαντικότερη και πιο αποτελεσματική κομματική νεολαία της εποχής, συμμετείχα στην προετοιμασία των περισσότερων από τις μεγάλες εκδηλώσεις που έγιναν τότε στην Αθήνα το ?74-?78, μερικές μάλιστα από κοινού με μέλη άλλων νεολαιών, γνωρίζοντας ταυτόχρονα πολλούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους, πολιτικά και όχι μόνο πρόσωπα. Είχα την ευτυχία να είμαι στο οργανωτικό κομμάτι, επιτροπές, δηλαδή, σε φεστιβάλ, σε συναυλίες και στις περισσότερες από τις εκδηλώσεις που έγιναν σε μεγάλα γήπεδα και στο Σύνταγμα, και ακόμα στη σχεδίαση-εκτύπωση πολλών αφισών, σε εκδηλώσεις σε συνοικίες και άλλα πολλά, για μένα αξιομνημόνευτα. Έχασα βέβαια και μερικά έτη έτσι.
Τι σου έχει μείνει περισσότερο απ? όλα αυτά που έκανες με τόσο πάθος ως φοιτητής;
Αν μου έχει μείνει κάτι από την εποχή των φοιτητικών μου χρόνων, για την οποία είμαι υπερήφανος, είναι το ότι κατάφερα σε τεχνικό επίπεδο να λειτουργώ αποτελεσματικά με τα χέρια μου και να δημιουργώ αντλώντας πολύτιμες εμπειρίες δίπλα σε φίλους, καταξιωμένους καλλιτέχνες τώρα, σπουδαστές τότε στην Καλών Τεχνών της Αθήνας, να γνωρίσω το άγνωστο τότε επάγγελμα του γραφίστα, χωρίς βέβαια υπολογιστές, όλα στο χέρι ή με διάφορες «πατέντες», αλλά και να βρεθώ δίπλα σε τυπογράφους, μουσικούς, ηχολήπτες ηλεκτρολόγους, μαραγκούς, ελαιοχρωματιστές κ.ά., όλο αυτόν τον κόσμο που χρειάζεται για να μετασχηματίσει μια απόφαση σε πράξη. Ακόμη κι από παλιούς αριστερούς έμαθα για το πώς τυπώνονταν οι προκηρύξεις στα χρόνια της κατοχής. Θυμάμαι, όταν κατέρρευσε η χούντα του Παπαδόπουλου και ανέλαβε ο Ιωαννίδης, μετά από κάτι «περίεργες» επισκέψεις, αναγκάστηκα να κατέβω στο Ηράκλειο, αλλά επειδή θεώρησα ότι δεν έπρεπε να κυκλοφορώ πολύ φανερά, με το που έφτασα «πήρα σβάρνα τα βουνά» με πρόσχημα την μελέτη των βυζαντινών τοιχογραφιών των εκκλησιών της Κρήτης. Στις Αρχάνες μάλιστα υπάρχει ένα εκκλησάκι, ο «Ασώματος» με πάρα πολύ ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, στο οποίο και κυρίως συγκεντρώθηκα, αλλά επειδή έμαθα ότι στην περιοχή βρίσκονταν πολύ πιο σημαντικά πρόσωπα από μένα και το να τριγυρίζουν πολλοί ξένοι θα ήταν ύποπτο, ξαναγύρισα στην Αθήνα και συνέχισα την μελέτη εξαφανισμένος σαν επισκέπτης στην ασφάλεια της βιβλιοθήκης του Αρχαιολογικού. Από τότε άρχισα να ασχολούμαι πιο συστηματικά με τη βυζαντινή ζωγραφική και τέχνη και, με αφορμή αυτό, στη συνέχεια με την περίοδο γενικά της Ενετοκρατίας στην Κρήτη.
Στο πλαίσιο της ενασχόλησης με τα βυζαντινά, έκανες κάποιες αγιογραφίες;
Όχι, μου φαινόταν πολύ «εκκλησιαστικό», αλλά έκανα τη μελέτη πάνω στην τοιχογραφία και στη συνέχεια ασχολήθηκα με την Κρητική σχολή ζωγραφικής και την Ενετική περίοδο. Ωστόσο, μαζί με την γυναίκα μου προτιμήσαμε να φτιάχνουμε με την ίδια τεχνική ήρωες της επανάστασης του ?21, όπως αυτούς του Κόντογλου στο Δημαρχείο Αθηνών.
Ωστόσο, η σχέση σου με την τέχνη δε σταματά εδώ.
Σωστά. Εκτός από τη ζωγραφική, με την οποία εξάλλου ασχολείται επαγγελματικά η γυναίκα μου και μάλιστα πολύ καλύτερα από μένα, ασχολήθηκα με τους βενετσιάνικους χάρτες της Κρήτης, ειδικά όταν γνώρισα μια φίλη νομικό που είχε το ίδιο πάθος. Όπως κι εκείνη, έτσι κι εγώ αγαπώ την πόλη μου, την ιστορία της και ειδικά το βενετσιάνικο τμήμα της που το έχω γυρίσει από παιδί, παρόλο που κάποιες φορές αισθάνομαι ότι η σχέση μου με την πόλη είναι μια σχέση αγάπης-μίσους.
Όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες σχέσεις.
Ακριβώς. Επειδή λοιπόν μου άρεσε και μου αρέσει η βενετσιάνικη περίοδος, άρχισα να ασχολούμαι μαζί της και μαζί με τη φίλη αυτή δημιουργήσαμε ειδικές εκτυπώσεις που αφορούν την χαρτογραφία της Κρήτης. Η φίλη μου συνέχισε, και σήμερα διευθύνει τον «Μικρό Ναυτίλο», ένα εκδοτικό οίκο του Ηρακλείου με πολύ σημαντικό εκδοτικό έργο στην ανατύπωση παλαιών χαρτών της Κρήτης και όχι μόνο. Αυτό με έκανε να ενδιαφερθώ ακόμη περισσότερο για τη μελέτη του Ενετικού Ηρακλείου. Σε μια ευτυχή συγκυρία, με μια ιδέα του Α. Καλοκαιρινού που ήταν τότε πρόεδρος της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών και Διευθυντής του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης και με βοήθεια από άλλους φορείς, όπως η Περιφέρεια Κρήτης και οι Εφορείες Νεότερων και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, υλοποιήθηκε ένα έργο με δύο σκέλη. Το ένα ήταν η έκδοση ενός βιβλίου με τα περίφημα οχυρωματικά έργα του Ηρακλείου, έργο της κ. Χρυσούλας Τζομπανάκη και το δεύτερο ήταν η κατασκευή μια μεγάλης μακέτας, τέσσερα επί τέσσερα μέτρα περίπου σε κλίμακα 1:500, του Ενετικού Ηρακλείου λίγο πριν την περίοδο της πολιορκίας, σκέλος που ανέλαβα εγώ σε κατασκευαστικό επίπεδο, με βοηθούς από το Ιστορικό Μουσείο. Ασφαλώς, χρειάστηκε πολύ μελέτη και δουλειά, αφού μόνο οι διάφοροι χάρτες, από το 1500 μέχρι σήμερα που αποτυπώθηκαν για να υπάρχει ακρίβεια, έφταναν τους 75 περίπου. Όποιος θέλει να δει τη μακέτα αυτή, μπορεί να μπει στην ιστοσελίδα του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης (www.historical-museum.gr). Οι χάρτες και η μακέτα αυτή ήταν για μένα μια μικρή συμβολή στην ανανέωση του ενδιαφέροντος των συμπολιτών μου για την ιστορία της πόλης μας. Αργότερα, μια παρόμοια μακέτα της ίδιας κλίμακας που δημιούργησα για τον αρχαιολογικό χώρο των Μαλίων με χορηγό τον αντίστοιχο δήμο, εκτίθεται σήμερα στο περίπτερο του χώρου. Αλλά και όταν ασχολιόμουν με τα καράβια και τον μοντελισμό παλιότερα, το σχεδιαστικό και κατασκευαστικό κομμάτι ήταν πάντα αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο.
Θα λέγαμε ολοκληρώνοντας εδώ την κουβέντα μας ότι είσαι «πολυτεχνίτης», με μια ζωή γεμάτη και δημιουργική.
Μάλλον. Τουλάχιστον προσπάθησα πάντα να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα, χωρίς να ενοχλώ πολύ-πολύ τους άλλους, κρατώντας ταυτόχρονα για τον εαυτό μου τις καλές ή κακές αναμνήσεις και εμπειρίες μου. Το φαρμακείο του παππού μου, όπως το πρόλαβα παλαιότερα, ήταν ταυτόχρονα ένα κέντρο συνάντησης, υγειονομικός χώρος και φιλολογική λέσχη, ενώ το φαρμακείο του πατέρα μου, και όσο και εγώ εξάσκησα το επάγγελμα από τον πάγκο, ήταν πάντα για μένα ένα επάγγελμα και ένα λειτούργημα που με έμαθε να αγαπάω τη ζωή και τους ανθρώπους, τους ασθενείς-πελάτες του φαρμακείου με όλες αλλαγές στην συμπεριφορά τους στη διάρκεια του χρόνου, ακόμα και τις παραξενιές τους. Οπότε, με ό,τι κι αν ασχολούμαι, αν ήταν να πάω στο παρελθόν και να διαλέξω ξανά το επάγγελμά μου, πάλι φαρμακοποιός θα γινόμουν!
Διαβάστε επίσης
20/12/2024 5:38:34 μμΕπανακυκλοφορεί το «Επί του Εργαστηρίου» ανανεωμένο και επικαιροποιημένο
Είκοσι δύο χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του
20/12/2024 5:30:58 μμΔημιουργείται πειραματική ειδικότητα παρασκευαστή φαρμάκου στα ΣΑΕΚ
Με συνεργασία του υπ. Παιδείας και της ΠΕΦ