Οι περισσότεροι άνθρωποι με γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ) έχουν ήπια συμπτώματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν με επιτυχία μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής, όπως είναι η διακοπή του καπνίσματος, η απώλεια βάρους και η κατανάλωση μικρότερων μερίδων φαγητού, αλλά και με την αποφυγή ορισμένων τροφών που πυροδοτούν τα συμπτώματα (αλκοόλ, εσπεριδοειδή, καφεΐνη, ανθρακούχα αναψυκτικά, τηγανητά και λιπαρά, κρεμμύδια/σκόρδα, μέντα και δυόσμος κ.ά.).
Οι αλλαγές αυτές συνήθως επιτρέπουν στο σώμα να θεραπευτεί και αυτό σημαίνει ότι δεν θα προκύψει μακροχρόνια βλάβη. Ωστόσο, ορισμένες φορές δεν αρκούν και τα συμπτώματα εμμένουν, οπότε είναι πιθανό να προκληθούν σοβαρές παθήσεις.
Ο ερεθισμός και η φλεγμονή που προκαλείται από τα οξέα του στομάχου μπορούν να προκαλέσουν μια πάθηση γνωστή ως διαβρωτική οισοφαγίτιδα, κατά την οποία είναι υπαρκτός ο κίνδυνος αιμορραγίας, που γίνεται αντιληπτή είτε από τα σκουρόχρωμα κόπρανα, είτε στον εμετό. Τα έλκη στον οισοφάγο μπορεί να προκαλέσουν μακροχρόνια αιμορραγία, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αναιμία, μια σοβαρή κατάσταση που χρήζει άμεσης προσοχής.
Ακόμα πιο σοβαρή επίπτωση, αν και σπάνια, είναι μια πάθηση που ονομάζεται οισοφάγος Barrett, καθώς οι ασθενείς διατρέχουν κίνδυνο για καρκίνο του οισοφάγου λόγω μη φυσιολογικών, προκαρκινικών αλλαγών στα κύτταρά του. Ένα άτομο με οισοφάγο Barrett είναι 40 και 50 φορές πιο πιθανό να αναπτύξει καρκίνο του οισοφάγου συγκριτικά εκείνους που δεν υποφέρουν από τη νόσο. Η σοβαρή και μακροχρόνια ΓΟΠ, η παχυσαρκία, το κάπνισμα και η χαμηλή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών αποτελούν παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση του οισοφάγου Barrett.
Από τα οξέα του στομάχου μπορεί να προκληθεί διάβρωση του σμάλτου των δοντιών, όσοι πάσχουν δε από σοβαρή ΓΟΠ είναι πιθανότερο να παρουσιάσουν ασθένειες των ούλων και στοματικές φλεγμονές, αλλά και να απολέσουν τα δόντια τους, πιθανώς λόγω του αναποτελεσματικού σάλιου.
Μεγάλο
ποσοστό ασθενών υποφέρουν ταυτόχρονα και από άσθμα γιατί η παλινδρόμηση του
οξέος στον οισοφάγο μπορεί να προκαλέσει ανοσοαπόκριση, κάνοντας τους
αεραγωγούς πιο ευερέθιστους. Μικρές ποσότητες οξέος μπορούν επίσης να
καταλήξουν στο στόμα και στη συνέχεια να εισπνευστούν, που θα μπορούσε να
προκαλέσει επίσης φλεγμονή και ερεθισμό των αεραγωγών, με συνέπεια την πρόκληση
κρίσεων άσθματος. Επίσης, τα φάρμακα για το άσθμα μπορούν να χαλαρώσουν τον
κατώτερο οισοφαγικό σφιγκτήρα, καθιστώντας τα συμπτώματα της νόσου χειρότερα.
Τα άτομα με ΓΟΠ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο και για άλλες παθήσεις του αναπνευστικού και του λαιμού, όπως χρόνια λαρυγγίτιδα, χρόνιο βήχα ή/και συνεχή τάση καθαρίσματος του λαιμού, κοκκιώματα, βραχνή φωνή και δυσκολία στην ομιλία, πνευμονία λόγω εισρόφησης (συχνά επαναλαμβανόμενη και σοβαρή), ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση και διαταραχές ύπνου.
Είναι,
επομένως, επιβεβλημένος ο έλεγχος των συμπτωμάτων της γαστροοισοφαγικής
παλινδρόμησης, προς αποφυγή όλων αυτών των σοβαρών περιπτώσεων της, αναφέρει ο γενικός
χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος.