Ο Σήφης Σπαντιδάκης είναι για 3η τριετία πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Ρεθύμνου. Υπηρέτησε και υπηρετεί τον κλάδο για 30 έτη, συμμετέχοντας στα Δ.Σ., αλλά και σαν συνεταιριστής και ιδρυτικό στέλεχος του Φαρμακευτικού Συνεταιρισμού. Παράλληλα, έχει διατελέσει πρόεδρος του Ορειβατικού Συλλόγου Ρεθύμνου για μια 12ετία. Την ίδια περίοδο ασχολήθηκε και με τον πολιτισμό (δεκαετία του ?90) και υπήρξε πρόεδρος του Συλλόγου Επιστημόνων Ρεθύμνου και υπεύθυνος του Συντονιστικού Οργάνου των Πολιτιστικών Συλλόγων Νομού Ρεθύμνου. Διατηρεί το φαρμακείο του στο Ρέθυμνο από το 1981 και είναι παντρεμένος με την Αφροδίτη Λαγκουβάρδου, χημικό μηχανικό, με την οποία έχουν αποκτήσει 2 κόρες.
Σε όλη την πορεία του Σήφη Σπαντιδάκη, σταθερός άξονας και πηγή άντλησης δύναμης στη ζωή του υπήρξε η αγάπη του για την ορειβασία, που για αυτόν αποτέλεσε όχι απλώς χόμπι, αλλά φιλοσοφία ζωής. Ο ίδιος μας περιγράφει το πώς
η επαφή με το βουνό και τη φύση έχει αποτελέσει όλα αυτά τα χρόνια γι? αυτόν διέξοδο από την καθημερινή πίεση, ενώ αναφέρεται και στις προσωπικές του προσπάθειες για τη βελτίωση της ορειβατικής κουλτούρας στην Κρήτη.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με την ορειβασία;
Πάντα, βέβαια, μου άρεσε η φύση, αλλά η αρχή έγινε όταν το 1974 βρέθηκα ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Συζητούσαμε τότε με κάποιο φίλο για ορειβασία, είδε ότι ενδιαφερόμουν, και με προσκάλεσε να τους ακολουθήσω στο βουνό.
Το πρώτο βράδυ, στο πρώτο Σαββατοκύριακο, βρέθηκα στο Μπέλες με ένα ζευγάρι αθλητικές αρβύλες, χωρίς παγούρι, με ένα σακίδιο, και δεν σου κρύβω ότι ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ. Γύρισα πίσω εξαντλημένος, αλλά ενθουσιασμένος, τόσο από τη φύση όσο και από την παρέα των ανθρώπων που ήταν εκεί πέρα.
Εκείνη την εποχή στο βουνό έβλεπες ανθρώπους με προβληματισμούς, με ανοιχτά μυαλά, πέρα από τα προβλήματα της καθημερινότητας κλπ., πράγμα που ήταν για μένα κάτι το πρωτόγνωρο. Υπήρχε ένας αέρας του βουνού μέσα στο μυαλό τους. Παράλληλα, με όλη αυτή τη διαδικασία έκανα γυμναστική, πολύ έντονη σωματική άσκηση, και έτσι άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά με το βουνό.
Η συνέχεια ποια ήταν;
Ενόσω ήμουν ακόμη φοιτητής, είχα ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια κάποιας αναρρίχησης -έσπασα το γόνατό μου- και απείχα για κάποιο διάστημα. Έκανα εγχείρηση το 1978 στην Αθήνα και ήμουν απογοητευμένος, έλεγα ότι δεν θα ξαναβγώ στο βουνό, αλλά τελικά αργότερα συνέχισα, χωρίς να κάνω εξτρεμισμούς βέβαια. Όταν γύρισα στην Κρήτη, αφότου πήγα και στρατό, φτιάξαμε μια παρέα μέσα από έναν ορειβατικό σύλλογο που υπήρχε, και από το ?84-?85 και μετά ασχολήθηκα έντονα με το χώρο της ορειβασίας στο Ρέθυμνο. Στο σύλλογο αυτό ήμουν πρόεδρος για 12 χρόνια.
Ο σύλλογος είχε μεγάλη ανάπτυξη, ήταν πάρα πολλοί φίλοι και γνωστοί, που κάναμε και παρέες οικογενειακές, γνώρισα και τη γυναίκα μου μέσα από αυτό το χώρο. Φτιάξαμε το καταφύγιο, πήραμε γραφεία στο σύλλογο, κι έτσι έχει σήμερα δικά του ιδιόκτητα γραφεία, φτιάξαμε το μονοπάτι Ε4, που εκείνη την εποχή ήθελε πάρα πολλή δουλειά.
Αφιέρωνα πάρα πολύ χρόνο, τον οποίο τον συνδύαζα με τον τρόπο που ζω, που λειτουργώ. Ήταν οι παρέες μου, ήταν οι φίλοι μου. Τα Σαββατοκύριακα δεν μέναμε ποτέ στο Ρέθυμνο, πηγαίναμε πάντα στην εξοχή. Έτσι κύλησε μια ολόκληρη δεκαπενταετία με εικοσαετία πλούσια σε εμπειρίες.
Συνεχίζεις ακόμα να ανεβαίνεις στο βουνό;
Πηγαίνω στο βουνό ακόμα, έχω επαφή με τη φύση, αλλά αυτό που μπορώ να πω είναι ότι όλη αυτή η έντονη ενασχόληση με τη φύση έχει ατονήσει, γιατί αισθάνομαι ότι μας έχει πνίξει το φαρμακείο πια. Επιδιώκω πάντως να πηγαίνω μία με δύο φορές το μήνα, Κυριακή πιο πολύ. Φεύγω το πρωί στις 4:00 με 5:00 η ώρα και επιστρέφω το απόγευμα. Είναι και οι παρέες, με έχουν αφήσει οι παλιότεροι που πηγαίναμε παρέα. Εάν πάμε τώρα στον ορειβατικό σύλλογο με τους νέους, τους οποίους δεν τους γνωρίζουμε, δεν έχει πια δυναμική. Παρά ταύτα, με παλιούς γνωστούς και φίλους, ακόμα και με το σύλλογο καμιά φορά, πηγαίνω.
Ουσιαστικά, πάντως, έτσι όπως τα λες, είναι υπόθεση της παρέας όλο αυτό.
Παίζει μεγάλο ρόλο η παρέα, γιατί το βουνό έχει τους δικούς του νόμους, δεν μπορείς να πας και να περιφέρεσαι μόνος σου. Το βουνό θέλει παρέα. Θέλει το λιγότερο τρία άτομα, για να είναι και ασφαλές. Τώρα, βέβαια, η περίοδος των κινητών τηλεφώνων, των 4Χ4 και των αγροτικών δρόμων σε μεγάλα υψόμετρα, έχει δημιουργήσει άλλες ευκολίες. Παλιά υπήρχε μόνο το αυτοκίνητο. Έπρεπε να πας στο βουνό και στη φύση με το λεωφορείο. Το λεωφορείο όμως θέλει μεγάλες παρέες. Αυτό είχε μια δυναμική. Τώρα πράγματα όπως το facebook και η τηλεόραση μας έχουν απομονώσει από τη ζώσα επαφή με τον κόσμο.
Πέρα από αυτό, μια άλλη δυναμική είναι όταν ασχολείσαι με πράγματα που έχουν να κάνουν με κατασκευές και δραστηριότητες. Το να κατασκευάζεις καταφύγιο στα 1.700 μέτρα υψόμετρο δεν είναι μια απλή κατασκευαστική ιστορία. Θυμάμαι ότι αφήναμε την οικογένειά μας, φεύγαμε παρέα και πηγαίναμε στο βουνό και βρίσκαμε μουλάρια και γαϊδούρια για να κουβαλάμε τα υλικά στα μεγάλα υψόμετρα, κάναμε μετρήσεις κλπ. Είναι μια μεγάλη ιστορία, που μου έχει μείνει πολύ ευχάριστη η ανάμνησή της.
Περιπετειώδεις εποχές δηλαδή.
Να φανταστείς ότι έφευγα από το Ρέθυμνο από την δουλειά μου την Τετάρτη το μεσημέρι, με έναν υπάλληλο της νομαρχίας για να κάνω επιμέτρηση στα 1.500 μέτρα, ο οποίος με έπαιρνε με το αγροτικό του και με έβγαζε στα 1.000 μέτρα, και περπατούσα μέχρι το βράδυ στις 7:00 η ώρα για να πάω επάνω που ήταν οι μαστόροι. Έκανα την επιμέτρηση, κοιμόμουν επάνω στις πέτρες και στις 3:00 το πρωί έπρεπε να σηκωθώ για να προλάβω να γυρίσω, να κάνω ένα μπάνιο στις 5:00 και να είμαι στο φαρμακείο μετά. Αυτά τα πράγματα δεν μπορώ να τα κάνω τώρα, να κοιμάμαι στα χαλίκια και στις πέτρες επάνω για να μπορώ να κάνω την επιμέτρηση. Ο υπάλληλος της νομαρχίας προφανώς μετά πήγαινε στο σπίτι και έπαιρνε χρήματα, ενώ εγώ πήγαινα στην δουλειά μου.
Φαντάζομαι ότι μια παρόμοια διαδικασία ήταν και το μονοπάτι Ε4 που ανέφερες πριν.
Ναι, ήταν μια μεγάλη διαδικασία. Είχαμε εργαστεί τότε γύρω στα πέντε με έξι άτομα, από το Διοικητικό Συμβούλιο. Πρέπει να ορίσεις με βάση τον κανονισμό σημεία από τα οποία θα περάσει το μονοπάτι: παλιές στράτες που είχαν ενδιαφέρον αρχαιολογικό και φυσιολατρικό, κρήνες που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τοπικό κλπ. Έπρεπε λοιπόν να πάρεις μια ομάδα η οποία θα έχει τη κουλτούρα αυτή και τη γνώση του χώρου, θα ξέρει τι σημάδια θα βάλει, σύμφωνα με τις προδιαγραφές, για να περάσει ο περιπατητής, να μπορεί να αξιολογήσει το μέρος και να περπατήσει μόνος του πάνω στο μονοπάτι, χωρίς να χρειάζεται οδηγό. Αυτή είναι η φιλοσοφία του μονοπατιού. Πρόκειται για ένα μονοπάτι χαρτογραφημένο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση: ξεκινάει από τα Πυρηναία και καταλήγει στην Κύπρο, και το κομμάτι του Ρεθύμνου το είχα αναλάβει εγώ, εκείνη την εποχή, σαν πρόεδρος του ορειβατικού συλλόγου Ρεθύμνου.
Φαίνεται λοιπόν το βουνό έχει σημαδέψει ολόκληρη τη ζωή σου.
Ναι, και υπάρχει μια συγκεκριμένη λογική σ? αυτό. Θεωρούσα και θεωρώ ακόμη ότι η επαφή με τη φύση σου δίνει την ευκαιρία να σκεφτείς πιο καθαρά, να δεις πιο καθαρά τα πράγματα. Καμιά φορά με ρώταγαν «καλά ρε παιδί μου, μια συγκεκριμένη διαδρομή την κάνεις τόσες φορές, δεν βαρέθηκες να την κάνεις;» και εγώ τους απαντούσα: «Όχι». Η φύση κάθε φορά είναι διαφορετική. Σου μιλάει η διαδρομή.
Δεν μπορώ να σου περιγράψω την ομορφιά της φύσης, πόσα σου ανταποδίδει η φύση, να βλέπεις από την κορυφή του Ψηλορείτη να ανατέλλει ο ήλιος μέσα από τη θάλασσα, τις Κυκλάδες στα πόδια σου, την ομορφιά του γαλανού να απλώνεται μπροστά σου ή να βλέπεις τα σύννεφα και να είσαι πάνω από τα σύννεφα εσύ. Δεν περιγράφονται αυτές οι εμπειρίες, γιατί όσο και να τις περιγράψεις δεν μπορείς να τις αποδώσεις όπως πρέπει.
Είναι λοιπόν η επαφή με την φύση, είναι και η γυμναστική, η άσκηση, αλλά είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις, οι παρέες. Συζητάς μ? άλλους ανθρώπους στο καταφύγιο το βράδυ, κάθεσαι στο τζάκι μπροστά, χωρίς φώτα, χωρίς ηλεκτρικό, ακούς τον αέρα να φυσάει μέσα από τα παράθυρα και συζητάς περί παντός επιστητού, χωρίς να σε δεσμεύει π.χ. ο γείτονας που σου κάνει φασαρία. Όσοι το έχουν ζήσει το καταλαβαίνουν. Νομίζω ότι έχεις υποχρέωση στον εαυτό σου να το κάνεις αυτό για να επιβιώσεις. Έτσι αισθάνομαι εγώ. Δεν μπορείς να επιβιώσεις με τη ρουτίνα.
Μίλησέ μας για την εμπειρία σου από τα βουνά της Κρήτης.
Εγώ έχω επισκεφτεί τα περισσότερα βουνά της Ελλάδας, αλλά η Κρήτη έχει μια ιδιαιτερότητα, έχει την αγριάδα μέσα της. Έχει βουνά με πολύ βράχο και πάρα πολλά φαράγγια, ιδίως εάν πας από τη μεριά των Χανίων στη Μαδάρα, έτσι λέμε τα Λευκά Όρη. Αυτό λοιπόν διαμορφώνει και τη φυσιογνωμία και το χαρακτήρα των Κρητικών.
Έχει όμορφες διαδρομές, με πολύ ωραία θέα, γιατί είναι σε μεγάλο υψόμετρο. Λόγω του ότι το νησί είναι πολύ χαμηλά γεωγραφικά, κάποιος που βαδίζει σε μεγάλο υψόμετρο, δεν θα δει ομίχλη τόσο συχνά όσο στη Βόρεια Ελλάδα. Οπότε έχεις τεράστια θέα. Βλέπεις όλες τις Κυκλάδες, από την κορυφή του Ψηλορείτη. Δεν το βλέπεις κάθε φορά βέβαια. Φαίνεται καθαρά η Σαντορίνη, ο χιονισμένος Ταΰγετος, από τη μεριά της Πελοποννήσου, αλλά αυτό θα το δεις όταν βγαίνεις στο χιόνι και όταν είναι παγωμένο το βουνό, από τη χιονισμένη κορυφή. Το φαράγγι της Σαμαριάς είναι επίσης κάτι ξεχωριστό.
Αξίζει τον κόπο λοιπόν κανείς να βαδίσει στα βουνά της Κρήτης και αυτός ήταν ο λόγος και η φιλοσοφία που ήμουν υπέρ της σηματοδότησης του Ε4. Το Ε4 όμως, δυστυχώς, δεν υφίσταται στην Κρήτη, έχει καταστραφεί.
Ποιος είναι ο λόγος γι? αυτό;
Δεν αγκαλιάστηκε όπως έπρεπε από την πολιτεία. Οι βοσκοί δεν το κατάλαβαν, έχουν σπάσει τα σήματα, έχουν καταστρέψει τα περάσματα, έχουν βάλει σύρματα στις διαδρομές για να κλείσουν τα ζώα τους. Μια κατάσταση, η οποία είναι τραγική. Εάν παρατηρήσεις, αν κινείσαι στα βουνά της Κρήτης για μια εικοσαετία ή τριάντα ή σαράντα χρόνια, η γενικότερη καταστροφή που έχει γίνει είναι τεράστια. Οι βοσκοί το έχουν καταστρέψει το βουνό. Και η ελεύθερη βόσκηση έχει κάνει μεγάλο κακό, ειδικά οι αίγες. Ο Ψηλορείτης έχει καταστραφεί, πάνω από τα χίλια επτακόσια μέτρα είναι σπανό το βουνό, δεν έχει τίποτα.
Δεν υπάρχει λοιπόν σεβασμός στη φύση και στον τόπο.
Το βουνό δεν είναι κάτι το οποίο το βλέπει καθένας από την ίδια γωνία. Εγώ, από αυτούς που έχω γνωρίσει, δεν έχω δει πολλούς να πηγαίνουν στο βουνό για το ίδιο το βουνό. Αυτός που πάει στο βουνό για τη φύση είναι και οικολόγος, είναι άνθρωπος που δεν θέλει να βλέπει κατεστραμμένο το βουνό, να βλέπει αγροτικούς δρόμους, να βλέπει ζωοκλοπές, πιστολάδες στα βουνά, πυρκαγιές. Εγώ γράφω και στις εφημερίδες, βλέπω αυτό το πράγμα και διαμαρτύρομαι έντονα. Ξέρουν ότι είμαι φανατικός εναντίον όλων αυτών των πραγμάτων και τα έχω βάλει με πολύ κόσμο και έχω παρεξηγηθεί κιόλας.
Κλείνοντας, τι έχεις να συμβουλέψεις σε κάποιον που θέλει να ξεκινήσει τώρα να ασχοληθεί με την ορειβασία;
Για να βγεις στο βουνό πρέπει να γνωρίζεις βασικά πράγματα, να έχεις τις τεχνικές γνώσεις, δεν μπορείς να βγεις έτσι. Χρειάζεται να έχεις μια εμπειρία, που θα σε προφυλάξει από κάποιες αστοχίες, οι οποίες μπορεί να σου στοιχίσουν και ατύχημα. Έχω δει πολλές περιπτώσεις που, ακριβώς λόγω απειρίας, υπήρξε κάποιο σοβαρό ατύχημα. Γι? αυτό, θα έλεγα ότι θα μπορούσε να ξεκινήσει μέσω κάποιας καθοδήγησης, για να μπορεί να εξοικειωθεί με το αντικείμενο πιο εύκολα και να μην έχει και προβλήματα.
Σήφης Σπαντιδάκης
15/3/2011
«Το βουνό είναι η επαφή με τη φύση, είναι και η γυμναστική, η άσκηση, αλλά είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις, οι παρέες»
Διαβάστε επίσης
20/12/2024 5:38:34 μμΕπανακυκλοφορεί το «Επί του Εργαστηρίου» ανανεωμένο και επικαιροποιημένο
Είκοσι δύο χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του
20/12/2024 5:30:58 μμΔημιουργείται πειραματική ειδικότητα παρασκευαστή φαρμάκου στα ΣΑΕΚ
Με συνεργασία του υπ. Παιδείας και της ΠΕΦ