Αυξημένη συχνότητα εμφανίζει η ανεπάρκεια βιταμίνης D στην Ελλάδα, καθιστώντας τις αντίστοιχες εξετάσεις κάτι σαν μια νέα «μόδα».
Σύμφωνα όμως με τον ενδοκρινολόγο, ακαδημαϊκό υπότροφο στο Τμήμα Ενδοκρινολογίας Διαβήτη και Μεταβολισμού στην Α'Παθολογική Κλινική -Γ.Ν.Θ. ΑΧΕΠΑ, Σπύρο Καρρά οι μετρήσεις κανονικά θα έπρεπε να γίνονται μόνο βάσει συγκεκριμένων ενδείξεων και κριτηρίων, όπως έχουν θέσει οι διεθνείς οργανισμοί. Με απλά λόγια, οι μετρήσεις αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών και οι υγιείς που παρουσιάζουν κάποια ανεπάρκεια της βιταμίνης ενδεχομένως να μην έχουν όφελος από θεραπεία υποκατάστασης, γιατί αυτό δεν έχει διεθνώς τεκμηριωθεί βιβλιογραφικά.
Ο κ. Καρράς αναφέρει συγκεκριμένα ότι "οι μετρήσεις συγκέντρωσης βιταμίνης D πρέπει να γίνονται μόνο σε όσους πάσχουν από: παθήσεις των οστών (ραχίτιδα, οστεομαλακία, οστεοπόρωση), από χρόνιες παθήσεις των νεφρών, ηπατική ανεπάρκεια , σύνδρομα δυσαπορρόφησης (κυστική ίνωση, φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου, νόσο του Crohn, βαριατρική χειρουργική, ακτινική εντερίτιδα) και υπερπαραθυρεοειδισμό. Επίσης πρέπει να γίνονται σε έγκυες και θηλάζουσες, σε ηλικιωμένους με ιστορικό πτώσεων ή καταγμάτων χαμηλής βίας, σε παχύσαρκα παιδιά και ενήλικες, σε ασθενείς και κοκκιωματώδεις νόσους και μερικά λεμφώματα καθώς και σε όσους κάνουν χρήση αντιεπιληπτικών, κορτικοστεροειδών, φαρμάκων κατά του AIDS, αντιμυκητιασικών, χολεστυραμίνης.Δεν υπάρχει ένδειξη για μέτρηση της συγκέντρωσης βιταμίνης D σε άτομα που δεν πάσχουν από αυτές τις παθήσεις".
Κριτήρια επάρκειας
Ο κ. Καρράς αναφέρει ότι "σύμφωνα με την Endocrine Society επάρκεια θεωρείται συγκέντρωση μεγαλύτερη ή ίση με 30ng/ml, σχετική ανεπάρκεια20-30ng/ml, έλλειψη 10-20ng/ml και σοβαρή έλλειψη κάτω από 10ng/ml. Συγκέντρωση της 25(ΟΗ)D (25 ύδροξυ βιταμίνης D)κάτω από 10ng/ml χαρακτηρίζεται ως κλινική υποβιταμίνωση, η οποία εκδηλώνεται με οστικά άλγη, κατάγματα και μυϊκή αδυναμία. Όταν οι συγκεντρώσεις είναι κάτω από 10ng/ml μπορεί να εμφανιστεί ραχίτιδα στα παιδιά και οστεομαλακία κατά τη μετέπειτα ζωή".
Συνεπώς θεραπεία υποκατάστασης πρέπει να χορηγείται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει επίσημη ένδειξη να γίνει μέτρηση και όταν βρεθεί ότι η συγκέντρωση είναι κάτω από 30ng/ml.
Γιατί οι υγιείς να μην πάρουν θεραπεία
Όπως εξηγεί ο κ. Καρράς, "αυτές οι συγκεντρώσεις (κάτω από 30ng/ml) ισχύουν για άτομα στα οποία συνυπάρχει τουλάχιστον μια νόσος από αυτές που προαναφέρθηκαν".
Τα κριτήρια για τον υγιή πληθυσμό όμως είναι πιο χαλαρά.
Ο κ. Καρράς εξηγεί: "Υπάρχει και μια τεράστια μερίδα του γενικού πληθυσμού στους οποίους οι μετρήσεις δείχνουν συγκέντρωση ορού 25ή 23 ή 21 ng/ml. Αυτά τα επίπεδα φαίνεται να είναι τα συνήθη στο γενικό πληθυσμό και ειδικά στην ελληνική επικράτεια.
Στην πραγματικότητα όμως, δεν έχει τεκμηριωθεί βιβλιογραφικά πρώτον ότι όντως έχουν ανεπάρκεια, με την έννοια των κριτηρίων, τα οποία υιοθετούμε για το γενικό πληθυσμό που είναι το κάτω από 20ng/ml. Και δεύτερον, έστω και αν βρούμε 18 ή 19 ng/ml, σε κάποιον που δεν έχει κάποιο πρόβλημα υγείας που να συνιστά ένδειξη για μέτρηση, δεν έχουμε λόγο να δώσουμε υποκατάσταση".
Ο κ. Καρράς προσθέτει ακόμα ότι:
"Το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να βρούμε μεγάλο επιπολασμό υποβιταμίνωσης D, αλλά δεν έχουμε τυχαιοποιημένες μελέτες σε αυτούς οι οποίοι δεν είναι ασθενείς που να έλαβαν υποκατάσταση και να είχαν κάπου θετικές εκβάσεις όσον αφορά τις μελέτες υποκατάστασης. Οι μελέτες όπου βασίζεται η υποβιταμίνωση D είναι μελέτες παρατήρησης. Δηλαδή κάνουμε μετρήσεις σε μια συγκεκριμένη δεξαμενή ελληνικού γενικού πληθυσμού και βρίσκουμε ότι κατά μέσο όρο βιταμίνη D είναι 20ng/ml. Αν σε αυτούς που είναι υγιείς,χωρίς να συνοδεύονται από τις ενδείξεις προς μέτρηση, δώσουμε υποκατάσταση, δεν έχουμε τεκμηριωμένες ενδείξεις ότι ωφελούνται κάπου. Είναι προβληματικό το να δώσουμε υποκατάσταση με βάση κάτι το οποίο διεθνώς βιβλιογραφικά δεν έχει ισχυρά δεδομένα ότι βελτιώνει κάτι. Αυτό είναι η όλη διελκυστίνδα και η ασάφεια που υπάρχει στο πεδίο".