Το 1986 ο Robert Cipolle, στο προφητικό του άρθρο με τον ελκυστικό και αποφθεγματικό τίτλο: «Τα φάρμακα δεν έχουν δόσεις – οι άνθρωποι έχουν δόσεις», τοποθετούσε τη φαρμακευτική πρακτική εντός νέων πλαισίων, αποδίδοντας στο φαρμακοποιό το ρόλο του «επιλυτή» κλινικών προβλημάτων που αφορούν τη φαρμακοθεραπεία. Η διακήρυξη αυτή της αλλαγής εστίασης από το φάρμακο στον ασθενή θεμελίωσε εν τέλει αυτό που συνολικά καλείται φαρμακευτική φροντίδα και στη συνέχεια ενέπνευσε φαρμακοποιούς και συστήματα υγείας παγκοσμίως, από το Περού, τη Βραζιλία, τον Καναδά και την Ευρώπη έως την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, να αναμορφώσουν την ασκούμενη πρακτική.
Η φαρμακευτική φροντίδα, ωστόσο, και οι προηγμένες υπηρεσίες που προσφέρει στον ασθενή δεν αποτελούν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Υπάρχουν προϋποθέσεις που υπερβαίνουν την προθυμία για την καταβολή προσπάθειας και ενέργειας από τους φαρμακοποιούς, ώστε να εφαρμόσουν με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα αυτές τις υπηρεσίες· προϋποθέσεις που καθορίζονται αποκλειστικά από τη νομοθεσία, η οποία με τη σειρά της οφείλει να ευνοεί τις καινοτόμες ιδέες ή τουλάχιστον να μην τις υπονομεύει.
Όσον αφορά το τελευταίο, ο σίγουρος τρόπος για να υπονομευθεί, να καθυστερήσει ή και να ανασταλεί η αναμόρφωση στο φαρμακείο των υπηρεσιών είναι η απορρύθμιση της φαρμακευτικής νομοθεσίας, όπως μας διδάσκει το παράδειγμα της Νορβηγίας. Εκεί η απορρύθμιση, που έλαβε χώρα το 2000 και που εξωραϊσμένα καλείται απελευθέρωση, κατέληξε σε μια αύξηση του αριθμού των φαρμακείων μόνο στα αστικά κέντρα, εις βάρος των επαρχιακών περιοχών, με την απόλυτη κυριαρχία τριών καθετοποιημένων αλυσίδων, ιδιοκτησίας πολυεθνικών (Alliance-UniChem, Celesio και Phoenix). Αποτέλεσμα αυτού του μη αντιστρεπτού πλέον ολιγοπωλίου είναι να τοποθετείται το κράτος σε ανίσχυρη θέση, με εξασθενημένη πλέον την ικανότητα παρεμβάσεων στην αγορά του φαρμάκου προς όφελος των ασφαλισμένων και των ασφαλιστικών φορέων. Παρά δε την αύξηση του αριθμού των φαρμακείων3, ο αριθμός των απασχολούμενων φαρμακοποιών ανά φαρμακείο μειώθηκε, αποδυναμώνοντας έτσι το διαθέσιμο ανθρώπινο επιστημονικό κεφάλαιο. Παράλληλα, σε έρευνα του 2003, το 73% των φαρμακοποιών ανέφερε μια μεγάλη αύξηση της έντασης της εργασίας, ενώ το 40% υπερβολικό φόρτο εργασίας πέραν των αποδεκτών ορίων. Η σύγκρουση δε μεταξύ των επαγγελματικών (επιστημονικών) και των εμπορικών συμφερόντων στη λήψη αποφάσεων αυξήθηκε σε σχέση με την προ-απορρύθμισης κατάσταση κατά 75%.
Εν ολίγοις, από την περίπτωση της Νορβηγίας διδαχθήκαμε ότι οι υποσχέσεις για εξέλιξη και διεύρυνση των υπηρεσιών, μέσω απορρυθμιστικών παρεμβάσεων, είναι στην επιεικέστερη περίπτωση κενές, αν όχι σκόπιμα παραπλανητικές, αφού τέτοιες ενέργειες συνηγορούν στη διαμόρφωση ενός εχθρικού περιβάλλοντος για την ευδοκίμηση προηγμένων καινοτομιών.
Η διαδρομή για το μελλοντικό φαρμακείο που οραματιζόμαστε, με διευρυμένο τον επιστημονικό ρόλο του φαρμακοποιού και αποτελεσματικότερη φαρμακοθεραπεία, εκτός των άλλων προϋποθέτει προστασία από επιθέσεις απορρύθμισης (που δύσκολα αφήνουν αμφιβολίες για το ότι υπαγορεύονται από άλλα συμφέροντα, διαφορετικά από εκείνα της δημόσιας υγείας). Το όραμά μας αυτό δεν σχετίζεται με συντεχνιακούς σκοπούς από στείρα ιδιοτέλεια, αλλά προασπίζει, εκτός από την επαγγελματική και επιστημονική μας προσφορά, υπόσταση και ύπαρξη, και την κοινωνική ανάγκη για αποδοτικότερες θεραπείες που καταλήγουν σε βελτιωμένο επίπεδο υγείας και ταυτόχρονα σε σημαντική και ουσιαστική οικονομική ανακούφιση στους περιορισμένους πόρους του συστήματος υγείας.