«Στεγνώνει την ελληνική αγορά του φαρμάκου η τακτική συγκεκριμένων εταιρειών να προμηθεύουν με ελάχιστες ποσότητες φαρμάκων τις φαρμακαποθήκες και τα φαρμακεία. Καθημερινά, οι φαρμακοποιοί της γειτονιάς βγαίνουν στην αναζήτηση σκευασμάτων μεταξύ των συναδέλφων τους, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες των πολιτών. Οι ελλείψεις, οι οποίες καταγράφονται καθημερινά, αφορούν σχεδόν το σύνολο των φαρμακευτικών σκευασμάτων. Ακόμα και τα πιο απλά ή και φτηνά φάρμακα λείπουν από τα φαρμακεία. Πλέον, οι εταιρείες διοχετεύουν στην ελληνική αγορά τα προϊόντα τους με το σταγονόμετρο. Επιλέγουν να κάνουν εξαγωγές κι έτσι να αυξάνουν το κέρδος τους».
Αυτά αναφέρονται σε άρθρο στο pelop.gr, στο οποίο τη γνώμη του εκφράζει και ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αχαΐας Ανδρέας Σοφιανόπουλος: «Τα ισχυρά φαρμακεία γίνονται ισχυρότερα και τα μικρά οδηγούνται σε λουκέτα. Τα περιορισμένα αποθέματα που υπάρχουν στην αγορά διοχετεύονται στα μεγάλα φαρμακεία. Αν μπουν δέκα εμβόλια στην αγορά, ποιος θα τα πάρει; Ο μικρός ή ο μεγάλος; Η απάντηση είναι προφανής. Καθημερινά, προσπαθούμε να αλληλοκαλυφθούμε, εάν φυσικά καταφέρουμε να βρούμε», ισχυρίζεται ο ίδιος και προσθέτει:
«Το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν προέκυψε το τελευταίο διάστημα αλλά έχει τη ρίζα του πολύ βαθιά. Από το 2000, που μπήκαμε στο ευρώ, συμβαίνει αυτό. Πλέον, έχουμε μόνον υποτιμήσεις στα φάρμακα. Ο ελληνικός λαός έχει επιλέξει την κατάσταση αυτή και δεν θα πρέπει να παραπονιέται. Είναι μία από τις μνημονιακές θυσίες. Οι φαρμακαποθήκες κοιτάζουν μόνον πώς θα έχουν ρευστότητα, πώς θα κάνουν εξαγωγές» αναφέρει ο κ. Σοφιανόπουλος και προσθέτει:
«Όταν οι εξαγωγές, είτε παράνομες είτε νόμιμες, δίνουν και μονάδες ΑΕΠ, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι προτιμάται η οικονομική ευημερία από την ουσιαστική ευημερία των πολιτών. Πιστεύω ότι το σύνολο του πολιτικού κόσμου της χώρας γνωρίζει πολύ καλά γιατί μένουν οι πολίτες χωρίς φάρμακα και δεν κάνουν απολύτως τίποτα και ούτε πιστεύω ότι θα κάνουν».
Ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αχαΐας επισημαίνει ότι υπάρχει λύση στο πρόβλημα αλλά αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη πολιτικής βούλησης. «Μπορεί να προχωρήσει η πολιτική στην ολική απαγόρευση των εξαγωγών; Παράλληλα να γίνει έλεγχος στις εταιρείες για τα αποθέματα που έχουν και φυσικά να ελέγξουν γιατί αποσύρουν τα σκευάσματά τους από την ελληνική αγορά; Αυτά τα δύο αποτελούν μονόδρομο για να μπει ένα τέλος στις ελλείψεις και τη σημερινή άσχημη πραγματικότητα της αγοράς του φαρμάκου. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος», καταλήγει.