Οι εταιρείες οι οποίες προσφέρουν ιατροτεχνολογικά προϊόντα και ο συλλογικός τους φορέας, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Ιατρικών & Βιοτεχνολογικών Προϊόντων (ΣΕΙΒ), βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπες με τις οφειλές των νοσοκομείων, τις υποχρεωτικές επιστροφές, καθώς και άλλα ουσιώδη ζητήματα. Η αντιμετώπισή τους είναι προϋπόθεση για την ομαλή πορεία (και) αυτής της αγοράς στο πεδίο της Υγείας. Ας τα δούμε ένα, ένα… Ξεκινώντας από τις υποχρεωτικές επιστροφές (clawback-rebate), πρέπει να αποδώσουμε την οφειλόμενη σημασία σε ένα θέμα που τίθεται συχνά-πυκνά και αφορά τη συνέχιση αυτού του μηχανισμού.
Ο μηχανισμός επινοήθηκε μεν στην εποχή της κρίσης και με «ημερομηνία λήξης», αλλά «καλά κρατεί», δημιουργώντας σημαντικά προβλήματα στις επιχειρήσεις μας. Κι αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η σταδιακή απάλειψή του ήταν προϋπόθεση για τη συνέχιση της χρηματοδότησης της χώρας από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ως ΣΕΙΒ θεωρούμε ότι τα clawback και rebate πρέπει να καταργηθούν το συντομότερο δυνατόν και μέχρι την κατάργησή τους απαιτείται ορθολογικότερη κατανομή του και ταυτόχρονα μια γενναία –αλλά και δίκαιη– χρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ.
Το ζήτημα των οφειλών είναι επίσης ιδιαιτέρως κρίσιμο. Όπως φαίνεται από τα δυσθεώρητα μεγέθη των ποσών, την τελευταία πενταετία έχουν εκτοξευθεί οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των Δημόσιων Νοσοκομείων προς τους προμηθευτές. Συγκεκριμένα, βάσει των Δελτίων Μηνιαίων Στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης, τα χρωστούμενα των Δημόσιων Νοσοκομείων τον Σεπτέμβριο 2023 ανήλθαν στα 1,4 δισ. ευρώ, από 0,3 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2018! Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από τους ελέγχους του Κέντρου Τεκμηρίωσης και Κοστολόγησης Νοσοκομειακών Υπηρεσιών (ΚΕΤΕΚΝΥ), ενόψει της αλλαγής στη χρηματοδότηση της νοσοκομειακής περίθαλψης από το 2024, το 2023 αναμένεται να «κλείσει» με χρέη 1,3 δισ. ευρώ.
Οι οφειλές αφορούν 661 εκατ. ευρώ για φάρμακα και άλλα 652 εκατ. ευρώ για λοιπές δαπάνες. Το ποσό αυτό θα είναι αυξημένο κατά 4,6% φέτος σε σχέση με τον Δεκέμβριο 2022, όταν τα χρέη των νοσοκομείων διαμορφώθηκαν σε περίπου 900 εκατ. ευρώ. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι στις 16/11, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την Ελλάδα (μαζί με το Βέλγιο και την Ιταλία) στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μη ορθή εφαρμογή των κανόνων της Οδηγίας (2011/7/ΕΕ) για τις καθυστερήσεις πληρωμών. Ειδικότερα, η Ελλάδα παραπέμπεται στο Δικαστήριο λόγω υπερβολικών καθυστερήσεων στις πληρωμές των δημόσιων νοσοκομείων (πολιτικών και στρατιωτικών) προς τους προμηθευτές τους. Σημειώνεται ότι η Επιτροπή έχει κινήσει τη διαδικασία επί παραβάσει το 2019.
Δεδομένων όλων αυτών, θεωρώ ότι το υπουργείο Υγείας οφείλει να θέσει ως στόχο την ταχύτερη αποπληρωμή των χρεών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές του. Αυτό μπορεί κάλλιστα να είναι μέρος του «νοικοκυρέματος», δηλαδή της τάξης που ακούμε ότι θα επιχειρήσει να βάλει στα οικονομικά των νοσοκομείων όλης της χώρας το υπουργείο Υγείας φέτος. Ήδη οι οδηγίες που έχουν δοθεί στις Διοικήσεις των νοσοκομείων –και ιδιαίτερα των μεγάλων νοσοκομείων της Αθήνας– είναι να περιοριστούν οι σπατάλες αλλά και οι εξωσυμβατικές αγορές για υγειονομικό υλικό. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ο υφυπουργός Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους, σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε με τους Διοικητές των μεγαλύτερων νοσοκομείων της χώρας, έδωσε λεπτομερείς οδηγίες για αύξηση του ποσοστού των διαγωνισμών στα νοσοκομεία, ώστε να είναι εφικτό να αυξηθούν οι παρεχόμενες υπηρεσίες με τους υπάρχοντες προϋπολογισμούς.
Ωστόσο, δεν αναμένεται άμεσα να γίνονται οι προμήθειες με διαγωνισμούς για όλα τα υλικά, καθώς αυτά παραγγέλλονται τμηματικά και ανά κλινική και με βάση τις ανάγκες που προκύπτουν για τους ασθενείς. Τούτο βέβαια έχει ως συνέπεια το φαινόμενο των ατιμολόγητων παροχών από τους προμηθευτές προς τα νοσοκομεία και τη συσσώρευση ποσών που δεν εμφανίζονται στα οφειλόμενα… Ήδη πάντως έχει τεθεί σε εφαρμογή το νέο σύστημα κοστολόγησης νοσοκομειακών υπηρεσιών, το σύστημα των DRGs. Ένα σύστημα μέσω του οποίου θα καταγράφεται το κόστος των ιατρικών πράξεων, τόσο σε σχέση με τις παρεχόμενες υπηρεσίες και νοσηλείες όσο και σε σχέση με το προσωπικό και τα υλικά. Στη λογική αυτή και από το κόστος που θα προκύψει ανά κλινική σε συνδυασμό με την αξιολόγηση που θα γίνει σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας, αναμένεται να αλλάξει ο τρόπος χρηματοδότησης των νοσηλευτικών ιδρυμάτων.
Από την άλλη, διαφαίνεται ότι σε πρώτη φάση στόχος είναι να ξεκινήσουν άμεσα οι διαδικασίες για τους μεγάλους διαγωνισμούς. Σε βάθος χρόνου σχεδιάζεται από το υπουργείο Υγείας να υπάρχει ένα πλάνο προμηθειών ανά νοσοκομείο για να καταγράφονται οι ετήσιες ανάγκες σε προμήθειες ώστε σε λίγα χρόνια να γίνονται κεντρικά για όλο το ΕΣΥ από την ΕΚΑΠΥ. Ως ΣΕΙΒ πιστεύουμε ότι σε αυτό το σημείο πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στις προδιαγραφές, ώστε να αποτραπούν σκόπιμοι αποκλεισμοί και να διασφαλιστεί ο ανταγωνισμός αλλά και η βιωσιμότητα των μικρών επιχειρήσεων.
Μεγάλο θέμα θα αποτελέσει για το 2024 η διαθεσιμότητα των προϊόντων, καθόσον θα δημιουργηθούν προβλήματα στην αγορά αφενός από την αύξηση του κόστους που σχετίζεται με τον πληθωρισμό και τα μεταφορικά και αφετέρου από τις πιστοποιήσεις που θα απαιτούνται όλο και πιο σύντομα για τα προϊόντα που θα λήγουν τα πιστοποιητικά τους και τους λιγοστούς Κοινοποιημένους Οργανισμούς. Όσον αφορά το περίφημο Παρατηρητήριο Τιμών, αυτό θα πρέπει είτε να καταργηθεί είτε να αναδιαρθρωθεί εκ βάθρων ώστε να συμπεριλάβει τις ανατιμήσεις που υποχρεωτικά οφείλουν να γίνουν, αλλιώς θα δημιουργήσουν ένα τέλμα στην αγορά.
Βεβαίως όλα τα ανωτέρω έχουν ένα κοινό παρονομαστή: Τα οικονομικά της Υγείας που αποτελούν διαχρονικά μια ενδιαφέρουσα αλλά μονίμως ανολοκλήρωτη υπόθεση. Στον προϋπολογισμό που πρόσφατα συζήτησε η Βουλή, προβλέπεται η διάθεση 481 εκατ. στα νοσοκομεία για την κάλυψη των αναγκών τους αλλά και για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς ιδιώτες. Επαρκούν; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Υπάρχει όμως και ανάγκη καλύτερης οργάνωσης, αποφασιστικότητας και σταδιακά να επιτευχθούν μικρές νίκες για το σύστημα της Υγείας που υπηρετούμε όλοι.
Με δεδομένες όλες τις προκλήσεις που αναφέραμε, καθώς και την ανάγκη συνεργασίας όλων των εμπλεκομένων για την αντιμετώπισή τους, κλείνουμε αυτό το άρθρο διατυπώνοντας την ελπίδα ότι το 2024 οι υπεύθυνοι του χώρου της Υγείας θα αφουγκραστούν τα προβλήματα του κλάδου των ιατροτεχνολογικών ειδών προκειμένου οι τελικοί αποδέκτες, οι ασθενείς, να τύχουν καλύτερης φροντίδας και να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας για τη βελτίωση της διαβίωσής τους.
Πηγή: Φαρμακευτικός Κόσμος #197