Έγγραφο που απέστειλε ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Λάρισας προς τον Εμπορικό Σύλλογο της περιοχής εφιστά την προσοχή του για την παράνομη πώληση φαρμάκων από εμπορικά καταστήματα.
Όπως αναφέρει στο έγγραφό του με αρ.πρωτ 388/14-10-2019 έχει καταγραφεί παράνομη πώληση φαρμάκων και φαρμακευτικών
προϊόντων από καταστήματα τα οποία δεν είναι νομίμως λειτουργούντα φαρμακεία.
Στόχος του Φαρμακευτικού Συλλόγου αποτελεί πρωτίστως η προστασία της
Δημόσιας Υγείας και αυτό θα επιτευχθεί με την καλύτερη συνεργασία σε τέτοια
ζητήματα με τα μέλη του Εμπορικού Συλλόγου.
Το κείμενο συντάχθηκε με τη
συνδρομή του Νομικού Συμβούλου του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, Ηλία
Δημητρέλου τον οποίο και ευχαριστεί ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Λάρισας.
Το έγγραφο αναφέρει μεταξύ άλλων ότι:
- Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 1963/1991 το φάρμακο είναι κοινωνικό αγαθό και χορηγείται δια χειρός φαρμακοποιού.
- Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ΝΔ 96/1973 η λιανική πώληση των φαρμακευτικών εν γένει προϊόντων επιτρέπεται μόνον υπό των νομίμως λειτουργούντων φαρμακείων.
- Σύμφωνα με το άρθρο 34 του Ν. 5607/1932 ως ισχύει, απαγορεύεται η αντιποίηση του έργου του φαρμακοποιού. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι «1. Η εκτέλεσις των συνταγών και η λιανική πώλησις φαρμάκων εις το κοινόν επιτρέπεται μόνον εις φαρμακοποιούς έχοντας εν λειτουργία νομίμως συνεστημένα φαρμακεία, ή διευθύνοντας φαρμακεμπορεία, περί ων το άρθρ. 24 του Ν. 5607 και εντός των φαρμακείων ή φαρμακεμπορείων, άτινα ούτοι νομίμως διευθύνουσιν. 2. Αι κατά παράβασιν του παρόντος άρθρου αντιποιούμενοι έργα φαρμακοποιού τιμωρούνται εισαγόμενοι δι' απ' ευθείας κλήσεως με φυλάκισιν τριών μηνών και χρηματικήν ποινήν 2 χιλιάδων δρχ. και εν υποτροπή με φυλάκισιν 6 μηνών και χρηματικήν ποινήν δρχ. 4 χιλιάδων».
- Σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 7 εδ. β' του Ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α' 167), το οποίο ορίζει ότι: «Όποιος χωρίς να έχει τα από το νόμο προβλεπόμενα προσόντα και τη σχετική αδειοδότηση από τις αρμόδιες αρχές, πωλεί φάρμακα ή φαρμακευτικά προϊόντα αντιποιούμενος έργο φαρμακοποιού, τιμωρείται με χρηματικό πρόστιμο τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Ο.Φ. Οι ανωτέρω ποινές επιβάλλονται σωρευτικά με οποιαδήποτε άλλη προβλεπόμενη ποινή.