Η μακροχρόνια, συστηματική χρήση ενός κοινού παυσίπονου, της παρακεταμόλης, μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο γαστρεντερικών προβλημάτων, υπέρτασης και εγκεφαλικού, υποστηρίζουν επιστήμονες από τη Βρετανία.
Αναλύοντας συνδυαστικά 8 προγενέστερες κλινικές μελέτες, στις οποίες είχαν συμμετάσχει περισσότεροι από 650.000 εθελοντές, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως όσοι έπαιρναν μεγάλες δόσεις του παυσίπονου επί πολλούς μήνες ή χρόνια, είχαν έως και 63% μεγαλύτερο κίνδυνο απροσδόκητου θανάτου. Διέτρεχαν επίσης έως 68% υψηλότερο κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού και σχεδόν 50% υψηλότερο κίνδυνο πεπτικού έλκους ή γαστρορραγίας.
Αν και οι αριθμοί αυτοί μοιάζουν μεγάλοι, στην πραγματικότητα η θνησιμότητα με τις μεγάλες και μακροχρόνιες δόσεις παρακεταμόλης ήταν 1,63 ανά 1.000 άτομα, έναντι 0,95 ανά 1.000 που ήταν στους εθελοντές που δεν λάμβαναν το παυσίπονο.
Η παρακεταμόλη θεωρείται ένα παυσίπονο ασφαλέστερο από την ασπιρίνη, η οποία σχετίζεται με την αιμορραγία από το πεπτικό, και την ιβουπροφαίνη η οποία σχετίζεται με εμφράγματα και εγκεφαλικά. Ωστόσο οι συγγραφείς της νέας μελέτης, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Annals of the Rheumatic Diseases», λένε πως ίσως έχουν υποτιμηθεί οι δυνητικές παρενέργειές της και θα πρέπει να διερευνηθούν καλύτερα.
«Δεν συντρέχει λόγος πανικού, αλλά οι ασθενείς θα πρέπει να έχουν το νου τους με τη μακροχρόνια χρήση και οι γιατροί τους να σκέφτονται προσεκτικά τι άλλες εναλλακτικές λύσεις που μπορούν να τους συστήσουν, ώστε να μη λαμβάνουν συνέχεια μόνο παρακεταμόλη», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Φίλιπ Κόναχαν, καθηγητής Μυοσκελετικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Λιντς.
Ο δρ Κόναχαν και οι συνεργάτες του εκτιμούν ότι ίσως η παρακεταμόλη αυξάνει τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών εμποδίζοντας τη δράση ενός ενζύμου που λέγεται COX-2.