Σε μία εφ΄ όλης της ύλης συζήτηση καλεί η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας (Π.Ε.Φ.) για τη φαρμακευτική πολιτική στην Ελλάδα, τους τρόπους εξοικονόμησης και τις αναγκαίες παρεμβάσεις, ώστε να προχωρήσει η πολιτεία σε διαρθρωτικές αλλαγές και να αφήσει πίσω οριζόντια μέτρα στην τιμολόγηση, που τελικά δεν απέδωσαν μετά από πέντε χρόνια μνημονιακής εφαρμογής τους.
Σε ενημερωτική εκδήλωση πάνω σε θέματα φαρμακευτικής πολιτικής, που διοργάνωσε η Π.Ε.Φ., τη Δευτέρα 11 Μαΐου, παρουσιάστηκαν οι επιπτώσεις από τις λογιστικού χαρακτήρα παρεμβάσεις με «εμμονή» στην τιμή, οι οποίες χαρακτήρισαν μέχρι σήμερα την πολιτική φαρμάκου, είτε στην εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική κάλυψη του πληθυσμού είτε στους διαγωνισμούς για τις προμήθειες των νοσοκομείων.
Ο επιστημονικός διευθυντής της Π.Ε.Φ., Μάρκος Ολλανδέζος, αναφέρθηκε στη μεγάλη μείωση της δημόσιας δαπάνης για την υγεία, από το 2009 και μετά, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρίσκεται το 2015 κάτω από το μέσο όρο, τόσο των χωρών της Δυτικής Ευρώπης όσο και της Ανατολικής, αφού οι δαπάνες υγείας βρίσκονται περίπου στο 5% του ΑΕΠ. Η κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα δε, είναι κατά 30% χαμηλότερη από το μ.ο. των χωρών της ευρωζώνης.
Η προσαρμογή της φαρμακευτικής δαπάνης στα 2 δισεκατομμύρια ευρώ επιτεύχθηκε λογιστικά, με την επιβολή rebate και clawback, μέτρα τα οποία θέτουν σε αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα ολόκληρης της αγοράς φαρμάκου, επισήμανε ο κ. Ολλανδέζος. Χαρακτηριστικό είναι ότι από το 2009 μέχρι και το 2014, οι φαρμακευτικές εταιρείες κατέβαλαν 1,5 δισ. σε rebate και clawback, για να εξυπηρετηθεί η φαρμακευτική δαπάνη, το μέγεθος της οποίας έχει επιστρέψει σε επίπεδα του 2003. Ωστόσο, η ανεπάρκεια της δημόσιας χρηματοδότησης για την κάλυψη των αναγκών των ασθενών, οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι από το 2003 έχουν εισαχθεί νέες θεραπείες, αφετέρου στο ότι είναι πλέον διαφορετικό το ανοσολογικό φάσμα, ενώ υπόψη θα πρέπει να ληφθεί και η γήρανση του πληθυσμού.
Μία επιπλέον επιβάρυνση της φαρμακευτικής δαπάνης με το κόστος της περίθαλψης των ανασφάλιστων, το οποίο δεν έχει ξεκαθαρίσει πώς θα επιμεριστεί, σημείωσε ο κ. Ολλανδέζος, θα επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση.
Σύμφωνα με τον επιστημονικό διευθυντή της Π.Ε.Φ., χρειάζονται διαρθρωτικές αλλαγές, επικεντρωμένες πια στην πλευρά της ζήτησης, καθώς τα «εργαλεία τιμών και επιστροφών έχουν φτάσει προ πολλού στα όριά τους». Αυτό σημαίνει έλεγχο στην κατανάλωση μέσω της ορθολογικής συνταγογράφησης –ο αριθμός των 60 εκατ. συνταγών το χρόνο θεωρείται υπερβολικός– καθώς και περιορισμό της υποκατάστασης παλιών και φθηνότερων θεραπειών από νέες και ακριβότερες. Εκεί ακριβώς θα πρέπει να υπάρξει, σύμφωνα με την Π.Ε.Φ., αξιολόγηση του «προϊοντικού μείγματος», της σχέσης προστιθέμενης αξίας που παράγουν παλαιότερα και φθηνότερα φάρμακα σε σχέση με νέα, τα οποία προσφέρονται σε υψηλές τιμές και το «καινοτομικό» τους στοιχείο θα πρέπει να ελεγχθεί σε πολλές περιπτώσεις.
Όπως σημείωσε ο κ. Ολλανδέζος, τα τελευταία χρόνια εισήλθαν στην αγορά φάρμακα με το καθεστώς της καινοτομίας, χωρίς στην ουσία να παρέχουν κάποιο αυξημένο θεραπευτικό όφελος. Επομένως, θα πρέπει να εγκατασταθούν μηχανισμοί ελέγχου της καινοτομίας, ώστε από τη μια, να εξασφαλίζεται με επάρκεια η πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες και από την άλλη να επιτυγχάνεται εξοικονόμηση. Σε αυτή την κατεύθυνση, η Π.Ε.Φ. τάσσεται υπέρ της θέσπισης κλειστού προϋπολογισμού για τα ακριβά φάρμακα.
Κάθε περαιτέρω προσπάθεια εξοικονόμησης μέσω των τιμών, θα πρέπει να συνυπολογίζει τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί μετά τις εξοντωτικές μειώσεις των τελευταίων χρόνων, ιδιαίτερα στις τιμές των γενοσήμων και των off-patent, και τον κίνδυνο απόσυρσης παλαιότερων φαρμάκων μέσω της τιμολογιακής απαξίωσης τους και της υποκατάστασης τους από νεώτερα ακριβότερα. Αυτό θα είχε αρνητικές συνέπειες σε βάρος των ασθενών και της δημόσιας ασφάλισης, τονίστηκε.