Από την
Έφη Καραμαλούδη, εκπαιδευτικό μέσης εκπαίδευσης
Σκηνή από την «Ιφιγένεια [εν Ληξουρίω]» που παίχτηκε στο Αµφί-θέατρο, σε σκηνοθεσία και δραµατουργική επεξεργασία του Σπύρου Ευαγγελάτου. Απεικονίζονται ο Σγαρανέλλος (δεξιά), ο Μπαρλάκιας (αριστερά) και στο κέντρο ο Σκαπίνος ως µούµια!
Ο γάμος του Αχιλλέα και της Ιφιγένειας, για τον οποίο χρειαζόταν τα κουφέτα ο Μπαρλάκιας. |
Η γκροτέσκα φιγούρα ενός σπετσιέρη, του σιόρ Σγαρανέλλου, ξεπηδάει μέσα από το έργο του Πέτρου Κατσαΐτη «Ιφιγένεια [εν Ληξουρίω]» που γράφτηκε το 1720. Η ιστορία είναι παραπλήσια με εκείνη της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι», μόνο που εδώ η Άρτεμις επιθυμεί τη θυσία μιας ελαφίνας και όχι της Ιφιγένειας. To έργο ολοκληρώνεται με τους γάμους της Ιφιγένειας με τον Αχιλλέα. Ο Κατσαΐτης ενσωματώνει εδώ δύο καθαρά μολιερικούς τύπους: το φαρμακοποιό–γιατρό Σγαρανέλλο (Sganarelle)– και τον πελάτη –αστό Πορκονιάκο (Pourceaugnac). Αλλά και όλοι οι άλλοι ρόλοι, Μπαρλάκιας, Σκαπίνος κ.ά, θυμίζουν τον Αρλεκίνο, τον Πανταλόνε και άλλους τύπους της commedia del arte. Εδώ εμφανίζονται ως υπηρέτες των αρχαίων Ελλήνων μυθικών ηρώων. Το έργο πρωτοπαίχτηκε στο Ληξούρι. Οι σχολιασμοί από θεατή της εποχής είναι φανταστικοί, σκηνοθετικό εύρημα και γραφή του Σπύρου Ευαγγελάτου. Μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα, γιατί πιστεύουμε ότι χρωματίζουν με εκπληκτικό τρόπο το έργο του Κατσαΐτη. Ο λόγος λοιπόν στον 19ετή «Σπυριντιόν Μονόπολη, εκ χορίου Μονοπολάτα τς’ Απαλικής»: «Η πιατσέτα του φόρου εν Ληξουρίω γιομάτι πόπολο1. Έμπροσθεν οι αρκόντι ις πολτρόνες […] κε ολίγι μπάγκοι διά ποπολάρους οπισώθέ τους. Ούλοι ι έτεροι ορθί ή σκαρδομένι2 σε μπότες, ήγουν, βαρέλια, κε ισέ μάντρες ος διά να γλέπουσι κάλιων. Ις μέσι πιατσέτας ίτουνε στυμένο ένα μικρό καρρέτο [...] έμπροσθεν του καρρέτου ραφιγουράριζε ις μεγάλο ξύλο σγουραφισμένη μία κορασίδα ις τα γόνατα με μίαν σπάθαν όρθιαν σιμά ις το τραχίλι της κε γράμματα: «ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ, Τραγέδια μόλτο ριντικολόζα»3. Η παράσταση αρχίζει... Τα φώτα στον Σγαρανέλλο. «Σπετσιέρις και ντοτόρος». Τούτος εφόριε άμπιτο4 μαύρο οσάν ντοτόρος κε μίαν κουκουλίνα εις τιν κεφαλίν κε οκιαλέττα5 εις τους οφθαλμούς». Θα γελάσουμε με τα πάθηματά του. Υπεύθυνοι γι’ αυτά ο Μπαρλάκιας και ο Σκαπίνος. Το κάρο στη σκηνή στρίβει και… ιδού η σπετσαρία! «Κε στρίβουσι το κάρρο προσ δεξά μας μερία και στρίφτουσι τιν ταμπελίνα της οσταρίας6 κε τώρα γλέπομεν γραμένα τα ιξής: “Σπετσαρία-Κονφεταρία Dr. Σγαρανέλου”. Κε βάνουσι τα καγκελέτα κάρρου και κρεμούσι πάνου ις καγκελέτα palcietti7 με βάζα πούχουσι μέσαθε τάχατες φάρμακα κε κονφετούρες. Ίστερις αλάζουσι το πόστο του ταβολίνου8 κε κρεμούσι ομπρός από κορτίναν ετέραν κορτινέταν ζγουραφισμένην με έναν σκελετό da medico κε λίμπρα9 […] Κι απά ις καρρέτον10 ις την καθίγλα11 εκαθότουνε ο Σγαρανέλος κι εκοπάναε σκόρδα ’ς ένα γουδί, ος νάφτιαχνε medicamenti12». O Μπαρλάκιας θέλει να του πουλήσει μια μούμια για να στολίσει τη βιτρίνα του και σε αντάλλαγμα να πάρει τα κονφέτα (οι σπετσαρίες τότε πουλούσαν και κουφέτα) για το γάμο του αφέντη Αχιλλέα με την Ιφιγένεια. Ο Αχιλλέας ήθελε να κάνει γάμο «με πλούσια φαντασιά και με δοξολογία μα τ’ άσπρα (ενν. χρήματα) δεν του βρίσκονται κ’ είναι σ’ αδημονία». Τη λύση θα δώσει ο Μπαρλάκιας. Μόνο που η μούμια δεν είναι αληθινή. Είναι ο «κολέγας13» του Μπαρλάκια, ο Σκαπίνος, που φασκιώθηκε και μπήκε στην κάσα να παραστήσει τη μούμια για να «κογιονάρουνε14» το Σγαρανέλλο και να του πάρουν τα κονφέτα. Μπαρλάκιας (απευθυνόμενος στο Σκαπίνο): Θέλω να πάγω και να βρώ ετούτον τον σπετσιέρη και να τού ειπώ πως μόλαχε οκ15 της Μπαρμπαριάς τα μέρη μια μούμια πολύτιμη κι ά θε την αγοράση[…] και πως αντίς για πλερωμή παίρνω την κονφετούρα· […] Κι αντίς για μούμια ελόγιασα εσέ να ινκασσάρω16 […] θελ’ ασηκώσω αποδεκεί όλη την κονφετούρα να τήνε πάγω τ’ αφεντός και στο ύστερο απατός σου μπορείς να φύγεις, όντα θες, μ’ όλο το κόμοδό17 σου. Χτυπάνε την πόρτα της σπετσαρίας: Μπαρλάκιας: Αφέντη Σγαρανέλλο μου, δοτόρε και σπετσιέρη, το ριζικό σου το καλό, λογιάζω, μ’ είχε φέρει στο μαγαζί σου σήμερα. […] να πάρης ένα ακριβό πράμα στη σπετσαριά σου να δώσης κ’ εις έναν καιρό τόσα από τα γλυκά σου. Σγαρανέλλος: Και τι πράμα μου δίνουνε να δώσω τα κονφέτα; Μπαρλάκιας: Μια μούμια πολύτιμη από την Τολομέττα. Ο Σγαρανέλλος «μόλτο εντουζιάστικος18» μονολογεί: «Πόσον καιρό εγύρευα για να ’βρω τέτοιο πράμα δια την σπετσαρία μου! Miracolo είναι, θάμα! Να έχω τέτοιο θησαυρό βαρύ στο σπετσαριό μου! Και ποιό σπετσιέρη ή και γιατρό μπλιό κάνω εγώ όμοιό μου; Ο Ιπποκράτης να ’γτανε, μαγάρι κι ο Γαλένος; γή ο Αβερρόες γή ο Ραζής γή και ο Αβιτσέννος! Αλή-Αμπάτε, Αβεντζοάρ και σεις οι τσαρλατάνοι, φύζικοι19 και τσιρούρζικοι20, il culo mio σας κλάνει!» σ.σ.: Γαλένος: είναι ο Γαληνός – Αβερρόης: ο ¶ραβας μεταφραστής των έργων του Αριστοτέλη – Ραζής: ο Al Razi, σπουδαίος Πέρσης γιατρός – Αβιτσέννος: ο Αβικέννας ή Ιμπν Σινά, διάσημος εκπρόσωπος της κλασικής περιόδου της αραβικής ιατρικής – Αλή-Αμπάτες: συγγραφέας ιατρικής εγκυκλοπαίδειας 20 τόμων – Αβεντζοάρ, ¶ραβας γιατρός της Σεβίλλης. Στο μεταξύ μπαίνουν οι πελάτες. Ένας χωρικός κι ο Πορκονιάκος με την κόρη του. Ο Σγαρανέλλος επιδίδεται στην άσκηση… υψηλής θεραπευτικής και το «πόπολο» ξεκαρδίζεται. Χωριάτης: Αφέντη μου, ήρτα δυό φορές τώρα γυρεύοντάς σε Και πουθενά δεν έμαθα ως τώρα πούθε να ’σαι. (Χορίς λέξιν να του ίπη ο Σγαρανέλος του μπύχτι ένα σερβιτσιάλι21 ις τον κόλο του και ο πόβερος ο Χοριάτης λέγει) Εγώ, αφέντη, θερμασιά22 καμιάς λογής δεν έχω […] Αφέντη για τη μάνα μου θέλω να σε ρωτήσω, οπόχει μιάν υποκρισιά –και θε σ’ ευχαριστήσω– (Του δίδι το πανέρι με τα ρέγαλα23 ος δια πλερωμήν) και βήχει και ξεραίνεται και μέσα τ’ άντερά της γρούζουνε και φουσκώνουνε τα πόδια και η κοιλιά της. Σγαρανέλλος: Αυτήν δεν λεν υποκρισιά, τη λένε idropesia24, που βήχει και φουσκώνεται τα πόδια κι η κοιλία. Μα να τούτο το γιατρικό, κι ευθύς οπ’ αποσώσης στο σπίτι, κάμε γλήγορα τσ’ άρρωστης να το δώσεις. Βάλε το μέσα στο γυαλί με μια γουλιά νεράκι κι έτσι το πιή, σκεπάστε τη για να δρώση λιγάκι. Κι αν αποθάνη, χώστε τη πάραυτα χωρίς άλλο ευτύς το γληγορότερο. (Του δίδι ένα σκόρδο κε το πόπολο ματαγελάη) Σειρά τώρα έχει ο Πορκονιάκος που ήρθε να πάρει γιατρικό για τη θυγατέρα του που αίφνης εβουβάθη. Σγαρανέλλος: Ψωμί σιμιδαλίτικο ζεστό βάλε στη μέση Σε μια πιατέλα με κρασί άδολο να μουσκέψη Αυτό να φάγη δώσε της και ζή, ά δεν πεθάνη. Η μουγγή σαν τ’ ακούει «κάμνι σένια25 ότι πος δεν τς’ αρέσουσι τούτα τα μεντικαμέντε12». Ο Πορκονιάκος τον ρωτάει: Μα ποιος γιατρός οκ15 τους παλιούς το γράφει στο χαρτί του; Σγαρανέλλος: Αριστοτέλης, κάρο σιόρ, εις την Διαλεκτική του, στο δεύτερο κεφάλαιο οπού περί καπέλου δηγάται και εις το έβδομο πάλι πέρι κορδέλου. Όμως να που έρχεται ο Μπαρλάκιας με τον Σκαπίνο-μούμια. Ο Σγαρανέλλος αναφωνεί εκστασιασμένος: Σγαρανέλλος: Oh! bella cosa πόλαχε στην τύχη τη δική μου! Όμοια μούμια σαν αυτή δεν είδα, στην ψυχή μου. Α! βόηθα μου, Μπαρλάκια μου, όμορφα να τη βάλω εδώ που ’ν’ η φατσάδα μου σα θησαυρό μεγάλο. Κόπιασε, λάβε τ ’άσπρα σου και την κονφεταρία και χώρια το ρεγάλο σου ογιά τη μεσιτεία. Ο Μπαρλάκιας δεν αρκείται στα «άσπρα και την κονφεταρία», ούτε ακόμα και σ’ αυτό το «ρεγάλο» και του ζητάει και ένα καπέλο. Σγαρανέλλος:…καπέλα δεν μου βρίσκονται να ’χω στο μαγαζί μου, μ’ αν θές κάνα καθαρκτικό σ’ το δίδω, στην ψυχή μου για να σου φύγουν όμορφα, να σε ξαναφρεσκάρω. Μπαρλάκιας: Εγώ αφέντη μου γιατρέ, δε θέλω να τσιρλάρω, και να ξεπλύνω την κοιλιά να ’χω μεγάλη πείνα. Δεν έχω χρεία καθαρκτικού, δε θέλω καπελίνα και τάζω σου άλλη βολά δε θέλεις με γελάσης· σ’ αφήνω γειά· μά γλήγορα θέλεις με λογαριάσης. Ο Σγαρανέλλος δε δίνει σημασία στις απειλές του Μπαρλάκια. Είναι χαρούμενος και δεν το κρύβει… Σγαρανέλλος (μονολογεί): Το πήρα τέτοιο θησαυρό που μες στην Μπαρμπαρία που γίνονται δεν έβρισκα με διακόσια φλωρία· μάλιστα τον εφόρτωσα και την κονφεταρία, που΄ταν παλιά κι ετσάγγιασε! Τέτοια κογιοναρία! Στο αναμεταξύ ο Σκαπίνος «τρόγι γλίγορα-γλίγορα τα κονφέτα κε έτερα χόνι ις το βεστίτο26 του κε παστρέβγι ούλα πούσανε πάνου ις τιν μπανκάδα27». Ο Σγαρανέλλος κάθεται πάλι στην άκρη του κάρου και κοπανάει το γουδί του. «Κε τότενες ο Σκαπίνος ζιγόνι όπισθεν Σγαρανέλου […] ι μούζικα σονάρι ούνο ακόρντο πολλά άγριον κε ομού με δάφτο αρπά ο Σκαπίνος τον νώμο του Σγαρανέλου κι εφκιός τρέμι, θαρόντας κε ζοντάνεψεν ι μούμια κε τόρχετε vertigine28 κε μισέβγι με φωνιές «Αααα» και τότενες ο Σκαπίνος βγάνι απού τιν κεφαλίν του κουκούλα μούμιας κε λέγι: Σκαπίνος: Oh! Sangue, sanguionone, sanguinazzo! και caro, sior Dottor, testa de cazzo!29 Αντίο, σιόρ ντοτόρε μου κι αφέντη Σγαρανέλλο, μες στην κουζίνα τ’ Αχιλλεύ τώρα να δράμω θέλω, να βρώ τα περισσεύματα του γάμου της τραπέζης κι αφήνω σου, αφέ-γιατρέ, την κάσα μου να χέζης. Και κλείνουμε με την περιγραφή του φανταστικού θεατή της παράστασης :«Ούλι φωνιάζουσι κον εντουζιάσμο κε σονάρουσι τα τούμπανα κε ι τρομπέτες κε τα επιδέλιπα ινστρουμέντα. […] Τέτοιο succeso30 δεν ματάγινε ‘ςτο Ληξούρι, αμή ουδέ ις τιν Κεφαλόνιαν ούλι, απ’ όσους κερούς θιμούντε κε ι πούλιο31 γέροντες!»
Γλωσσάρι 1 Λαός 2 Σκαρφαλωμένοι 3 Πολύ αστεία 4 Ένδυμα 5 Γυαλιά6 Ταβέρνα 7 Ράφια 8 Τραπεζάκι 9 Για ιατρική χρήση και ζυγαριές 10 Κάρο 11 Καρέκλα 12 Φάρμακα 13 Συνάδελφος, συνεργάτης 14 Κοροϊδεύουν 15 Από 16 Να βάλω εσένα στην κάσα 17 Πραμάτεια 18 Ενθουσιασμένος 19 Παθολόγος 20 Χειρουργός 21 Κλύσμα 22 Πυρετός 23 Δώρο 24 Υδρωπικία 25 Σκέρτσα 26 Φορεσιά 27 Προθήκη 28 Ζάλη 29 Αισχρή προσφώνηση 30 Επιτυχία 31 Πιο. Βιβλιογραφία 1. Κατσαΐτη Π. «Ιφιγένεια [εν Ληξουρίω]» επιμέλεια Ευαγγελάτου Σ., Εκδ. Εστία, Αθήνα 2002. 2. Πούχνερ Β. Η μορφή του γιατρού στο νεοελληνικό θέατρο, Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004. |
|