Η πρόσφατη 4η τροποποίηση του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ επιβεβαιώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το σημερινό αδιέξοδο της φαρμακευτικής πολιτικής.
Ο ΕΟΠΥΥ εκτιμά ότι η αξία των αποζημιούμενων φαρμάκων για το πρώτο εξάμηνο του 2017 θα φτάσει τα 1.373 εκατ. ευρώ με το όριο του κλειστού φαρμακευτικού προϋπολογισμού να έχει οριστεί στα 973 εκατ. ενώ ανάλογη αναμένεται και η υπέρβαση στα φάρμακα των νοσοκομείων. Με βάση τα δεδομένα αυτά, εκτιμάται ότι η βιομηχανία θα κληθεί να επιστρέψει σε ετήσια βάση ένα τεράστιο ποσό σε υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές στον ΕΟΠΠΥ και στα νοσοκομεία, το οποίο πλησιάζει το 1 δις ευρώ.
Δυστυχώς,
έπειτα από μια επταετία ατυχών επιλογών και λανθασμένων κατευθύνσεων, η χώρα
οδηγείται σε ένα σύστημα φαρμακευτικής περίθαλψης όπου τουλάχιστον το 1/3 της
δαπάνης καλύπτεται από τη φαρμακοβιομηχανία. Ταυτόχρονα, η επάρκεια και ο
ομαλός εφοδιασμός της αγοράς αποτελούν καθημερινό στοίχημα.
Είναι
δεδομένο ότι το δυσβάστακτο πλέον clawback είναι, κατά βάση, αποτέλεσμα του
καθορισμού του κλειστού προϋπολογισμού για τη φαρμακευτική δαπάνη σε εξαιρετικά
χαμηλό επίπεδο. Σημειώνεται ότι ο σημερινός τρόπος υπολογισμού του clawback του
ΕΟΠΥΥ επιβαρύνει άδικα τη φαρμακοβιομηχανία και με το κέρδος της εφοδιαστικής
αλυσίδας. Στο πλαίσιο αυτό το clawback του ΕΟΠΥΥ θα πρέπει να υπολογίζεται με
βάση την τιμή παραγωγού (ex-factory) ώστε να αντιστοιχεί στα πραγματικά έσοδα
των εταιρειών, ενώ είναι απαραίτητο να τεθεί ένα απόλυτο ανώτατο όριο για το clawback,
π.χ. όχι πάνω από τα 200 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Παράλληλα,
το νέο αυξημένο rebate και οι συνεχείς μονομερείς μειώσεις τιμών που - θα
πρέπει να τονιστεί - επικεντρώνονται στα ήδη οικονομικά φάρμακα θέτουν σε
κίνδυνο την επάρκεια της φαρμακευτικής αγοράς ενώ, παράλληλα, απειλούν και τη
βιωσιμότητα υγειών φαρμακευτικών επιχειρήσεων με εκατοντάδες εργαζόμενους. Το
γεγονός αυτό, πέραν των άλλων, εγείρει και σοβαρά νομικά θέματα, αφού το
ρυθμιστικό πλαίσιο υποχρεώνει τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις να λειτουργήσουν
σε συνθήκες περιορισμένης οικονομικής ελευθερίας. Το περιβάλλον που έχει
διαμορφωθεί είναι κατάφωρα άδικο για τα παλαιά οικονομικά φάρμακα και τα
γενόσημα, τα οποία οδηγούνται σε έξοδο από την αγορά ακριβώς τη στιγμή που η
παραμονή τους σε αυτή είναι όσο ποτέ άλλοτε απαραίτητη γιατί δημιουργούν
κρίσιμες εξοικονομήσεις στο σύστημα Υγείας.
Είναι ξεκάθαρο ότι η συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης απαιτεί μια συνολική πολιτική που θα επιδιώκει τον έλεγχο της υπερκατανάλωσης και τον περιορισμό της αναίτιας υποκατάστασης των καταξιωμένων αποτελεσματικών φαρμάκων από νεότερα ακριβότερα, ενώ θα διασφαλίζει την πρόσβαση σε πραγματικά καινοτόμες θεραπείες. Και αυτό, σε συνδυασμό με την εφαρμογή ενός συστήματος ουσιαστικών κινήτρων που θα οδηγούν στην επιλογή οικονομικών θεραπευτικών επιλογών, όπου αυτές είναι διαθέσιμες.
Υπό το παρόν πλαίσιο οι φετινοί στόχοι της διείσδυσης των γενοσήμων στο 40% και της μείωσης του clawback κατά 30% είναι αδύνατο να επιτευχθούν.
Υπενθυμίζουμε ότι η ΠΕΦ καταθέτει σταθερά τα τελευταία προτάσεις με στόχο τον εξορθολογισμό του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης, τη συγκράτηση του κόστους αλλά και τη σύνδεση της φαρμακευτικής πολιτικής με την ανάπτυξη με ότι θετικό αυτό συνεπάγεται σε όρους προστιθέμενης αξίας και προσφοράς στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Αναμένουμε αυτές οι προτάσεις να αξιοποιηθούν προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας.