της
Χαράς Παπαδοπούλου «Να γελάς κι εγώ θα σ’ το πω το σ’ αγαπώ χορεύοντας ρούμπα Σαν το Μίκυ σαν το Σαρλόμε δυο γκριμάτσες και με μια τούμπα» «Να γελάς», Στίχοι Νίκος Κατσίκας
Αυτό που όμως δεν ξέραμε τότε είναι ότι οι μελωδικοί στίχοι αυτού του τραγουδιού, που έμοιαζε λίγο με βαλσάκι άλλης εποχής, είναι του Θεσσαλονικιού Νίκου Κατσίκα, φαρμακοποιού με φαρμακείο στο Μικρόκαμπο του Κιλκίς αλλά και γνωστού τραγουδοποιού. Όταν λοιπόν, αναζητώντας να σας παρουσιάσουμε έναν ανήσυχο φαρμακοποιό του πάγκου που να συνδυάζει και την ιδιότητα του καλλιτέχνη, ανακαλύψαμε τον Νίκο Κατσίκα, η χαρά ήταν διπλή. Ο Νίκος Κατσίκας δραστηριοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και είναι ένας τραγουδοποιός με όλη τη σημασία της λέξης. Γράφει, μουσική, στίχους αλλά και ερμηνεύει. Η αγάπη του για τη μουσική ξεκίνησε από τότε που έφηβος έπιασε για πρώτη φορά μια κιθάρα στα χέρια του και… κόλλησε. Τα τραγούδια του είναι ένα μείγμα ροκ, έντεχνης και λαϊκής μουσικής, με έμφαση στο στίχο, με τον οποίο προσπαθεί να εκφράσει τον εαυτό του αλλά και να κάνει το δικό του καυστικό… σχόλιο για το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Αγαπημένος του κοινού που τον παρακολουθεί σε μουσικές σκηνές και συναυλίες, ο Νίκος Κατσίκας δεν θα μπορούσε παρά να είναι και αγαπημένος φαρμακοποιός για τους πελάτες του στο Μικρόκαμπο Κιλκίς με τους οποίους διατηρεί, εδώ και 17 χρόνια, μια ζεστή σχέση συμβουλής και επικοινωνίας. Ίσως τελικά ο πάγκος του φαρμακείου να μην έχει και τόσες διαφορές από μια μουσική σκηνή, άλλωστε και στις δύο περιπτώσεις η σχέση με το κοινό είναι αμφίδρομη.
|
Η μουσική πορεία του Νίκου Κατσίκα ξεκινάει από το τέλος της δεκαετίας του ’80, όταν το 1987 κυκλοφόρησε την πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τον τίτλο «Ραδιενεργή Βροχή» σε στίχους του Φίλιππου Γράψα και δικούς του και με τραγουδιστή το Γ. Αντωνίου. Ακολούθησε, το 1994, ο δίσκος του «Σα φλιπεράκι ερωτικό» με τους ίδιους συντελεστές στιχουργικά και ερμηνευτή τον ίδιο. Για την επόμενη δεκαετία αφιερώθηκε στο φαρμακείο του, γράφοντας όμως πάντα τραγούδια, για να επιστρέψει το 2004 με το «Αποπλάνησε μου τις αισθήσεις». Το 2008 κυκλοφορεί την τέταρτή του δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Σκωτσέζικο Ντουζ» όπου, μαζί του, συμμετέχουν η Μαντώ, η Ελένη Ροδά και ο Δημήτρης Κοντογιάννης. Την ίδια χρονιά γράφει τους στίχους για το «Στον Αιγόκερω» που περιέχεται στο τελευταίο cd της Μαντώ. Εκτός από τις συναυλίες και την εμφάνιση σε μουσικές σκηνές της Θεσσαλονίκης, ο Νίκος Κατσίκας έχει λάβει μέρος τέσσερις φορές στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1983, 1984, 1985, 1986), παίρνοντας τρία βραβεία, καθώς και στο Φεστιβάλ Ιθάκης το 1986.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή Χαριλάου, όπου μένω και σήμερα. Πώς αποφάσισες να σπουδάσεις Φαρμακευτική; Aρχικά ήθελα να σπουδάσω Ιατρική αλλά στις εισαγωγικές εξετάσεις συγκέντρωσα μόρια με τα οποία έμπαινα οπουδήποτε εκτός Ιατρικής. Επέλεξα τη Φαρμακευτική γιατί ταίριαζε πιο πολύ με την ιδιοσυγκρασία μου. Επαγγελματίας φαρμακοποιός και επαγγελματίας τραγουδοποιός. Πώς συνδυάζεται; Χρειάζονται αμοιβαίες υποχωρήσεις και από τις δύο μεριές. Δηλαδή στο φαρμακείο χρειάζομαι βοηθό και στις καλλιτεχνικές μου δραστηριότητες είμαι αναγκασμένος να κάνω επιλογές. Η έλλειψη χρόνου είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Πώς βιώνεις το επάγγελμα του φαρμακοποιού; Το φαρμακείο το βιώνω αρκετά ευχάριστα, θα έλεγα, όσον αφορά το επιστημονικό του κομμάτι, δηλαδή τη διαρκή ενημέρωση πάνω σε νέα φάρμακα, σκευάσματα κτλ. καθώς και τη σχέση του φαρμακοποιού με τους πελάτες. Μου αρέσει πολύ να δημιουργώ προσωπική σχέση με τον πελάτη, να συζητώ μαζί του αυτά που τον απασχολούν, να βρίσκω λύσεις στα προβλήματά του. Αντίθετα, δεν με ενθουσιάζει το εμπορικό-επιχειρηματικό του κομμάτι και η γραφειοκρατική του δουλειά. Πώς φαίνεται στους πελάτες σου που είσαι τραγουδοποιός; Το φαρμακείο μου βρίσκεται σε χωριό, στο Μικρόκαμπο του Δήμου Πικρολίμνης του Νομού Κιλκίς. Είναι μια μικρή κοινωνία και, σύμφωνα με αυτά που προανέφερα, οι σχέσεις με τους πελάτες μου είναι κάτι παραπάνω από άριστες έως γοητευτικές λόγω των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει γενικά η επαρχία. Έχω δημιουργήσει κοινωνική σχέση με όλους τους πελάτες μου ενώ έχουν υπάρξει και φιλίες στο χώρο αυτό. Σχεδόν όλοι -μια και είμαι δεκαεπτά χρόνια στο Μικρόκαμπο- γνωρίζουν τις καλλιτεχνικές μου δραστηριότητες, με παρακολουθούν στις εμφανίσεις μου, κυρίως στην τηλεόραση, και πολλές φορές με ρωτούν «πού εμφανίζομαι», «τι καινούριο ετοιμάζω» κτλ. Εξάλλου δεν παραλείπω να τραγουδώ στις εκδηλώσεις του Δήμου, ενώ συμμετέχω και στη Μαντολινάτα του Μικροκάμπου. Η αγάπη για τη μουσική πώς προέκυψε; Από τα εφηβικά μου χρόνια είχα μία διαρκή τάση για έκφραση που βρήκε διέξοδο στη μουσική πρώτα, όταν βρέθηκε στα χέρια μου μια κιθάρα κι αργότερα στη σύνθεση, το στίχο και το τραγούδι. Να σημειώσω εδώ ότι πάντα άκουγα πάρα πολλή και όλων των ειδών μουσική. Τι μουσικές σπουδές έχεις κάνει; Σπούδασα κλασική κιθάρα και ανώτερα θεωρητικά (αρμονία-αντίστιξη) και αργότερα φωνητική. Θεωρώ όμως ότι τα μεγαλύτερα μαθήματα τα πήρα μελετώντας τη μουσική των μεγάλων Ελλήνων δημιουργών και τραγουδώντας ο ίδιος στο πάλκο ή στο στούντιο. Γράφεις μουσική, στίχους και ερμηνεύεις. Έχεις κάποια προτίμηση ανάμεσα σε όλα αυτά; Πραγματικά δεν μπορώ να ρίξω το βάρος σε κάποιο από τα τρία. Είμαι τραγουδοποιός με όλη τη σημασία της λέξης. Από το γνωστό και αγαπημένο τραγούδι «Να γελάς» του πρώτου σου δίσκου μέχρι το «Σκωτσέτζικο Ντουζ» ποια είναι η πορεία; Υπήρξε μια μακροχρόνια αποχή από το χώρο για επαγγελματικούς λόγους και το 2004 η ολική επαναφορά με δύο δισκογραφικές δουλειές και διαρκή παρουσία στο χώρο των συναυλιών και των μουσικών σκηνών με αρκετές ενδιαφέρουσες προτάσεις και συνεργασίες. Πώς θα χαρακτήριζες τη μουσική σου; Ροκ ή έντεχνη ή κάτι ανάμεσα; Στη μουσική μου, πάντα πειραματίζομαι χρησιμοποιώντας στοιχεία από τη ροκ, την έντεχνη και τη λαϊκή μουσική με αποτέλεσμα οι φόρμες των τραγουδιών μου να ποικίλουν. Η στιχουργική μου γραφή, όμως, έχει σταθερό τρόπο και στιλ. Από τι εμπνέεσαι για να γράψεις τους στίχους σου; Από την επικαιρότητα ή από προσωπικά βιώματα; Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να παίρνει σαφή θέση για όσα συμβαίνουν στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ στα τραγούδια μου. Το ότι ένας δημιουργός βασίζεται στα προσωπικά του βιώματα το θεωρώ αυτονόητο. Η μουσική σαν προσωπική έκφραση και σαν επάγγελμα τι διαφορές έχει; Ούτως ή άλλως το τραγούδι είναι προσωπική υπόθεση, μία κατάθεση ψυχής. Όταν γίνει επάγγελμα, το πράγμα διαφοροποιείται εντελώς. Νομίζω ότι ένας γνήσιος δημιουργός έχει το νου και τη γνώση να κρατήσει τις κατάλληλες ισορροπίες ώστε να μη γίνει παραγωγός μουσικών κατασκευασμάτων. Αλλιώς αποδέχεται το τίτλο του απλού εμπόρου. Η σχέση σου με το κοινό πώς είναι; Ποια είναι η ανταπόκρισή του στα τραγούδια σου; Με το κοινό είχα πάντα μια αμφίδρομη σχέση, θα έλεγα μια σχεδόν ερωτική επικοινωνία. Είτε στο στούντιο, μα περισσότερο στα live, παίρνω πάντα πολλά πράγματα από την παρουσία του κόσμου, τα επεξεργάζομαι είτε την ίδια στιγμή, είτε μακροπρόθεσμα και τα επιστρέφω με το δικό μου τρόπο. Κι αυτή η σχέση με το κοινό είναι ίσως ό,τι πιο σημαντικό έχω πετύχει μέχρι τώρα. Από ποια μουσικά είδη και από ποιους μουσικούς έχεις επηρεαστεί; Οι πρώτες μουσικές μου επιρροές είχαν να κάνουν με τους μεγάλους δημιουργούς της δεκαετίας ’60 και ’70, Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, Λοΐζο, Μούτση κ.ά., καθώς και με το ρεμπέτικο, κυρίως με τον Τσιτσάνη. Αργότερα ασχολήθηκα με τα ξένα ακούσματα κυρίως του ροκ εκείνης της εποχής, Beatles, Bob Dylan κτλ. Αυτό όμως που είχε πάντα τη μεγαλύτερη σημασία για μένα ήταν ο στίχος. Πήρα πολλά από τους νεοέλληνες ποιητές (Ελύτη, Βάρναλη, Καββαδία), αλλά και κάποιους νεότερους στιχουργούς-ποιητές, το Μάνο Ελευθερίου, τον Κώστα Τριπολίτη και τον Άλκη Αλκαίο. Ποιες συνεργασίες σου θυμάσαι πιο έντονα; Οι δύο πρόσφατες παραστάσεις που έδωσα, μια σειρά με τη Ρένα Κουμιώτη και μια με την Ελένη Ροδά, καθώς και τη δισκογραφική συνεργασία με τη Μαντώ. Πολύ μεγάλη εμπειρία και η συνεργασία στο στούντιο με σπουδαίους μουσικούς-ενορχηστρωτές όπως ο Κώστας Γανωσέλης και ο Μιχάλης Νικολούδης. Ποια είναι η γνώμη σου για την ελληνική μουσική σκηνή; Η ελληνική μουσική σκηνή, σήμερα, πιστεύω διαθέτει πολλούς αξιόλογους νέους δημιουργούς με θαυμάσια δισκογραφία που δεν έχουν, όμως, τις ίδιες ευκαιρίες με παλαιότερες εποχές, έχοντας να αντιπαλέψουν τα ΜΜΕ -κυρίως την τηλεόραση- που προβάλλουν κατά κόρον εμπορικά μουσικά «σκουπίδια», αλλά και τη γενικότερη αδιαφορία για ποιότητα, σημάδι των καιρών, άλλωστε. Επειδή όμως θέλω να είμαι αισιόδοξος, πιστεύω ότι έστω, με αγώνα και πολλή προσπάθεια απ’ όλους εμάς που το αγαπάμε, το ελληνικό τραγούδι βρίσκει σιγά σιγά το δρόμο του. Θα σε δούμε και σε κάποια εμφάνιση στην Αθήνα; Στην Αθήνα έχω κάνει αρκετές τηλεοπτικές εμφανίσεις και οπωσδήποτε υπάρχει πια το ενδεχόμενο παρουσίας μου σε live πρόγραμμα. Αυτό όμως εξαρτάται από το πότε θα αποφασίσουμε με την εταιρεία μου ότι υπάρχουν ώριμες συνθήκες για να πραγματοποιηθεί. |
|