«Όσο καλά και αποδοτικά (cost effective) και αν είναι τα νέα ογκολογικά φάρμακα, το ερώτημα για τον ασθενή στο μέλλον θα είναι: μπορώ να τα πληρώσω;». Το ερώτημα αυτό έθεσε ο επίκουρος καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Αθανάσιος Βοζύκης, μιλώντας στο συνέδριο του «Health Daily» σχετικά με τις πολιτικές υγείας για τον καρκίνο.
Στο πλαίσιο αυτό ανέφερε ότι τα επόμενα χρόνια αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά η ανάπτυξη καινοτόμων ογκολογικών φαρμάκων, αν και οι προϋπολογισμοί της υγείας μειώνονται. Η αποζημίωση αυτών των φαρμάκων και η πρόσβαση των ασθενών σε αυτά διαφέρει από χώρα σε χώρα, συνεπώς πρέπει να βρεθούν τρόποι υιοθέτησης νέων πολιτικών για τα συστήματα υγείας, όπου οι φαρμακευτικές εταιρείες θα καλύπτουν μέρος του κόστους των καινοτόμων θεραπειών, έτσι ώστε να διασφαλιστεί και η βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας και η πρόσβαση όλων των ασθενών στη θεραπεία τους.
Για την ανάγκη να συμβάλλουν οι εταιρείες στο πρόβλημα μίλησε και ο πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρίας, Ευάγγελος Φιλόπουλος. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι το υψηλό κόστος των καινοτόμων φαρμάκων «δεν προκύπτει από τα έξοδα παραγωγής, διάθεσης συν ένα λελογισμένο όφελος», τονίζοντας την ανάγκη «αυτοσυγκράτησης των φαρμακευτικών εταιρειών, διότι παρότι είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν κοινωνικό σκοπό».
Ο κ. Φιλόπουλος υπογράμμισε την ανάγκη συνεργασίας για την αλλαγή του μοντέλου αντιμετώπισης του καρκίνου, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «η θεραπεία του καρκίνου δεν είναι μόνο φάρμακα».
Την ανάγκη για αλλαγή υπονόησε και ο Βασίλειος Μπαρμπούνης, παθολόγος-ογκολόγος, ο οποίος υποστήριξε ότι «τίθεται ένα ερώτημα σχετικό με την αξία των θεραπειών και τη συνάρτηση κόστους/αποτελεσματικότητας, που όλοι οι εμπλεκόμενοι στο σύστημα υγείας θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικότερα». Συγκεκριμένα, επικαλέστηκε μία μελέτη, σύμφωνα με την οποία το 30% των νέων ογκολογικών φαρμάκων που εγκρίθηκαν δεν συνδέθηκε με αύξηση της συνολικής επιβίωσης των ασθενών, ενώ γενικά τα τελευταία χρόνια, με την παρουσία πολλών νέων θεραπειών, η συνολική επιβίωση έχει αυξηθεί κατά 3 μήνες.