Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ε.Ε.) ενέκρινε την άδεια κυκλοφορίας του atezolizumab, της πρώτης εγκεκριμένης αντι-PD-L1 ανοσοθεραπείας για συγκεκριμένες μορφές καρκίνου του πνεύμονα και της ουροδόχου κύστης.
Το φάρμακο ενδείκνυται ως μονοθεραπεία σε:
- τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (ΜΜΚΠ) για ασθενείς που έχουν λάβει χημειοθεραπεία (ανεξάρτητα από την κατάσταση του PD-L1)
- σε μεταστατικό ουροθηλιακό καρκίνωμα (mUC) για ασθενείς που είτε έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε χημειοθεραπεία με βάση την πλατίνη είτε θεωρούνται ακατάλληλοι για σισπλατίνη.
Σημειώνεται ότι οι ασθενείς με EGFR ενεργοποιητικές μεταλλάξεις ή όγκους θετικούς για ALK μεταλλάξεις θα πρέπει επίσης να έχουν λάβει στοχεύουσα θεραπεία πριν λάβουν atezolizumab.
Το atezolizumab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να προσδένεται στην πρωτεΐνη PD-L1, η οποία εκφράζεται στα καρκινικά κύτταρα και στα διηθούντα τον όγκο ανοσοκύτταρα, εμποδίζοντας την αλληλεπίδρασή της με τους υποδοχείς PD-1 και B7.1. Με την πρόσδεση στον PD-L1, το atezolizumab μπορεί να αποκαταστήσει τη δραστηριότητα των Τ-κυττάρων.
Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασίστηκε στα αποτελέσματα της μεγάλης τυχαιοποιημένης μελέτης φάσης III OAK, της τυχαιοποιημένης μελέτης φάσης II POPLAR και της τυχαιοποιημένης μελέτης φάσης ΙΙΙ IMvigor211 και των κοορτών 1 και 2 της μελέτης φάσης ΙΙ IMvigor210.
Σύμφωνα με τα πορίσματα αυτών, το φάρμακο αύξησε τη διάμεση συνολική επιβίωση σε 13,8 μήνες (κατά 4,2 μήνες μεγαλύτερη σε σύγκριση με τη δοσιταξέλη) και τη διάμεση διάρκεια ανταπόκρισης (mDOR) σε 21,7 μήνες (σε σύγκριση με 7,4 μήνες της χημειοθεραπείας).
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες, ανεξαρτήτως βαθμού, που μπορεί να προκαλέσει το φάρμακο είναι κόπωση, μειωμένη όρεξη, ναυτία, δύσπνοια, διάρροια, πυρεξία, εξάνθημα, εμετός, αρθραλγία, εξασθένιση και κνησμός.
Το φάρμακο αποτελεί μια νέα θεραπευτική επιλογή για το συχνότερο τύπο καρκίνου του πνεύμονα, που αντιπροσωπεύει περίπου το 85% όλων των περιπτώσεων, καθώς και για το ουροθηλιακό καρκίνωμα, το οποίο εκτός του ότι συνδέεται με κακή πρόγνωση και περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές, αποτελεί τον ένατο πιο συχνό καρκίνο παγκοσμίως.