Καμία εξέταση δεν μπορεί να προβλέψει αν μια γυναίκα, που είναι κοντά ή άνω των 40, θα καταφέρει να μείνει έγκυος με φυσικό τρόπο, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Οι γυναίκες, που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν και είναι κοντά στα 40, συνήθως υποβάλλονται σε εξετάσεις ούρων και αίματος, προκειμένου να βγάλουν συμπεράσματα για την ποσότητα και την ποιότητα των ωαρίων τους και τελικά για τις πιθανότητες τεκνοποίησης. Αν και αυτές οι εξετάσεις είναι εξαιρετικά χρήσιμες σε περιπτώσεις εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς βοηθούν τους ειδικούς να καταλήξουν στον καταλληλότερο τρόπο διαχείρισης, σύμφωνα με τη νέα έρευνα δεν μπορούν να προβλέψουν αν μια γυναίκα στα 40 της θα μείνει έγκυος με φυσικό τρόπο.
Ως γνωστόν, η ηλικία παίζει σημαντικό ρόλο στην εγκυμοσύνη. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι οι πιθανότητες μειώνονται για τις γυναίκες άνω των 35, αλλά το πότε θα είναι αδύνατον για μια γυναίκα να μείνει έγκυος, αυτό διαφέρει από άτομο σε άτομο. Ωστόσο ισχύει ότι τα χαμηλά επίπεδα της αντι-μυλλέριουορμόνης (AMH) και τα υψηλά επίπεδα της θυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) θεωρούνται δείκτες χαμηλού "αποθεματικού των ωοθηκών", που σημαίνει ότι μια γυναίκα έχει λιγότερα διαθέσιμα ωάρια προς γονιμοποίηση.
Η επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας των ΗΠΑ συγκέντρωσαν γυναίκες 30-44 ετών, χωρίς γνωστό ιστορικό υπογονιμότητας, που βρίσκονταν σε περίοδο προσπάθειας τεκνοποίησης. Αφού πήραν δείγματα αίματος και ούρων, τις παρακολούθησαν για ένα χρόνο και διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες με «χαμηλό αποθεματικό ωαρίων» είχαν τις ίδιες πιθανότητες να μείνουν έγκυες με τις γυναίκες που παρουσίαζαν φυσιολογικές τιμές των AMH και FSH.
Όπως αποδεικνύεται από την έρευνα, αυτές οι εξετάσεις αίματος και ούρων ή τα τεστ γονιμότητας (που υπολογίζουν τα επίπεδα AMH και FSH) μπορούν να προβλέψουν με επιτυχία τον αριθμό των ωαρίων μιας γυναίκας υπό φαρμακευτική αγωγή για τη γονιμότητα, αλλά δεν μπορούν να προβλέψουν τη φυσική εγκυμοσύνη. Φαίνεται πώς μόνο η ηλικία πρέπει να καθοδηγεί τις γυναίκες για τον οικογενειακό τους προγραμματισμό…
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο «Journal of the American Medical Association».