Της Μαρίας Γρανδίκη* |
"Θα ήθελα να καταθέσω τη δική μου εμπειρία γύρω από το θέμα της αποασυλοποίησης και για τον σκοπό αυτό θα εκθέσω μέρος της προσωπικής μου ιστορίας. Όταν ήμουν ενάμισι χρόνων η μητέρα μου αρρώστησε και μπήκε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο για να νοσηλευτεί, αλλά έκτοτε δεν ξαναγύρισε στο σπίτι. Δεν μπορώ να σας πω από τι έπασχε, κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να μου πει και δεν μπορώ να σας πω με ποιο τρόπο προσπάθησαν να τη θεραπεύσουν, αλλά ούτε και αν προσπάθησαν για κάτι τέτοιο. Στην ευρύτερη οικογένεια δεν αναφερόταν ποτέ στο όνομα της μητέρας μου και ήταν σαν να μην υπήρχε. Η ντροπή για την εξέλιξη αυτή ήταν τόση, που όλοι παρίσταναν πως δε συνέβη ποτέ στην οικογένειά τους αυτό το τρομερό, να έχουν άρρωστο με ψυχική ασθένεια. Όσο για μένα, μεγάλωσα με τον πατέρα μου, ο οποίος πάλευε μόνος του για να κάνει το καλύτερο που μπορούσε χωρίς καμιά κρατική παρέμβαση. Δυστυχώς, όμως, όταν έφτασα να γίνω 11 χρονών, ο πατέρας μου, αφού είχε αρρωστήσει από σωματική ασθένεια, πέθανε. Εξευτελισμός Η μητέρα μου εξακολουθούσε να είναι ξεχασμένη από όλους, συγγενείς και γνωστούς, μέχρι που αποφάσισα στα 17 μου χρόνια να την αναζητήσω και, αφού βγήκα από το ίδρυμα, προσπάθησα να τη βρω. Δεν ήταν εύκολο να εντοπίσω τα ίχνη της, γιατί είχε μετακινηθεί σε πολλά νοσοκομεία όλα αυτά τα χρόνια. Ύστερα από πολλούς κόπους τη βρήκα στο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Πέτρας Ολύμπου. Εκεί βρήκα άθλιες καταστάσεις. Όταν πήγα, είδα ανθρώπους να γυρίζουν γυμνοί έξω στις αυλές. Έμοιαζαν με άγρια θηρία που μόλις είχαν κατέβει από τα βουνά του Ολύμπου, χωρίς κανείς να νοιάζεται αν ζουν ή αν πέθαναν. Αντικρίζοντας αυτές τις εικόνες έπαθα δυνατό σοκ, φοβήθηκα, τρόμαξα πολύ και απογοητεύτηκα. Περίμενα να συναντήσω τη μητέρα μου άρρωστη, όμως αυτό που συνάντησα ήταν πέρα για πέρα σοκαριστικό. Δεν ήταν η ψυχική αρρώστια, αλλά οι εξευτελιστικές και ταπεινωτικές συνθήκες που έκαναν αυτούς τους ανθρώπους να μοιάζουν με ζώα που ζουν σε κλουβιά πίσω από μεγάλα και ψηλά κάγκελα. Έψαξα εκεί μέσα να βρω τη μητέρα μου και τη βρήκα κι αυτή σε άθλια κατάσταση. Ήταν χαμένη στον κόσμο της, φάνηκε να μην της είχε μιλήσει για χρόνια άνθρωπος και να μην είχε μιλήσει κι αυτή. Η πρώτη προσέγγιση μαζί της ήταν πραγματικά πολύ δύσκολη. Από τότε άρχισα έναν αγώνα, προκειμένου να φέρω τη μητέρα μου σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο στην Αθήνα, όπου και διέμενα, για να είναι κοντά μου και να της προσφέρω ό,τι μπορώ. Κατάφερα, λοιπόν, να τη φέρω στο Δρομοκαΐτειο, όπου και εκεί έβλεπα άσχημα πράγματα για όλους τους αρρώστους, ανθρώπους ερείπια να γυρίζουν στο προαύλιο σαν ζωντανοί νεκροί και πολλά άλλα στα οποία δε θα ήθελα να αναφερθώ. Το μόνο θετικό ήταν ότι ήμουν πλέον κοντά στη μητέρα μου και έτσι είχαμε πιο άμεση επαφή. Η αποασυλοποίηση Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο κοινωνικός λειτουργός Δημήτρης Γαζής, ο οποίος μου ζήτησε να συναντηθούμε για να μιλήσουμε για τη μητέρα μου, όπως και έγινε. Μου μίλησε για το πρόγραμμα αποασυλοποίησης και μου ζήτησε να βοηθήσουμε τη μητέρα μου να αλλάξει τόπο διαμονής και να μεταφερθεί σε ένα οικοτροφείο με καλύτερες συνθήκες. Συνεργαστήκαμε πάρα πολύ με τον Δημήτρη Γαζή και τη Μαρία Βαβίτσα, προκειμένου να διευκολυνθεί η μετακίνηση και η προσαρμογή της μητέρας μου στο καινούργιο περιβάλλον. Το 2000 ήταν η χρονιά που η μητέρα μου εγκαταστάθηκε στο οικοτροφείο "¶κρη της πόλης" στην Πεντέλη. Αυτό που συνάντησα εκεί ήταν μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση προς τη μητέρα μου και όλους τους ενοίκους από όλο το προσωπικό. Οι ασθενείς έμοιαζαν πια με ανθρώπους, ζούσαν μέσα στην κοινωνία, είχαν τις εξόδους τους, ζούσαν σε ένα σπίτι με ανέσεις, με φροντίδα και, πάνω από όλα, είχαν αγάπη. Κάθε φορά που πήγαινα στο οικοτροφείο, ένιωθα ότι μπαίνω σε ένα οικείο περιβάλλον, όλοι οι ασθενείς μετά λίγο καιρό είχαν τεράστια διαφορά από την αρχική τους κατάσταση. Ήταν καθαροί, είχαν χαρούμενη διάθεση, έγιναν πιο ομιλητικοί και πιο ανοιχτοί προς τον κόσμο. Αυτές τις διαφορές τους τις έζησα από πολύ κοντά, γιατί γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους από την πρώτη τους μέρα στο οικοτροφείο και οι επισκέψεις μου ήταν συχνές. Έτσι παρακολούθησα βήμα-βήμα τις αλλαγές τους. Αυτή η θετική έκβαση οφείλεται στο προσωπικό που βρίσκεται όλο το 24ωρο κοντά στους ενοίκους φροντίζοντάς τους και ικανοποιώντας τις πολλαπλές τους ανάγκες. Τότε όλοι οι εργαζόμενοι δούλευαν με μεγάλη όρεξη και όραμα, πιστεύοντας ότι συμβάλλουν για να προσφέρουν τη δυνατότητα στους ενοίκους να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή που ποτέ τους δεν είχαν έως τότε μέσα στα άσυλα. Εγώ έως τότε δούλευα σε δημόσιο νοσοκομείο, και ζώντας από κοντά την προσπάθεια των εργαζομένων στις δομές αποασυλοποίησης να δημιουργήσουν καλύτερες συνθήκες στους ενοίκους τους, θέλησα να εργαστώ κι εγώ γι' αυτόν το σκοπό. Πίστευα ότι η εργασία σε αυτόν τον τομέα ήταν έργο ζωής και έχοντας ζήσει από κοντά το πρόβλημα της μητέρας μου και την πορεία της στη δομή αποασυλοποίησης είχα έντονη την ελπίδα πως είναι εφικτή μια αληθινά αξιοπρεπής ζωή για τους ανθρώπους με ψυχική ασθένεια. Έτσι ξεκίνησα, λοιπόν, να εργάζομαι κι εγώ μέσα σε μια αντίστοιχη δομή, σε ένα άλλο οικοτροφείο. Στο ξεκίνημα του δικού μας οικοτροφείου ήμουν ενθουσιασμένη, όπως και όλοι οι συνάδελφοί μου, και δίναμε στην κυριολεξία τα πάντα. Αργότερα, όμως, άρχισα να συμπεραίνω ότι όλη αυτή η καλή αρχική εικόνα δε διατηρήθηκε. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως εγώ και οι άλλοι εργαζόμενοι φανταζόμασταν και επιθυμούσαμε. Οι αρμόδιοι ήταν απόντες από τις ανάγκες των ενοίκων και των εργαζομένων. Τα κονδύλια για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση μειώθηκαν δραματικά και οι εργαζόμενοι, εξουθενωμένοι ψυχικά και σωματικά, πάλευαν να βγάλουν μόνοι τους εις πέρας την ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Η υποχρηματοδότηση Σήμερα εξακολουθούν οι εργαζόμενοι να μένουν απλήρωτοι για μήνες. Η φροντίδα προς τους ενοίκους μειώνεται, είτε γιατί το προσωπικό αλλάζει συνεχώς λόγω της κόπωσης από την οικονομική εξαθλίωση είτε γιατί το προσωπικό μειώνεται και η αναλογία εργαζομένων - ενοίκων δεν είναι η προβλεπόμενη, οπότε και οι εναπομείναντες εργαζόμενοι επιβαρύνονται με περισσότερες ευθύνες και επιπρόσθετα καθήκοντα. Πλέον, αισθάνομαι την ίδια απογοήτευση και απελπισία που είχα αισθανθεί όταν είχα συναντήσει τη μητέρα μου στο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Πέτρας Ολύμπου. Η μόνη ελπίδα που μου απομένει είναι να παλέψουμε όλοι οι εργαζόμενοι για να διεκδικήσουμε την πραγματική συνέχιση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, μέσω συντονισμένης συνδικαλιστικής δράσης. Εμείς που πιστέψαμε και πιστεύουμε σε αυτή την προσπάθεια μαζί με τους ασθενείς και τις οικογένειές τους αλλά και την ευρύτερη κοινότητα οφείλουμε να διεκδικήσουμε τους όρους αυτούς που θα εξασφαλίζουν ποιότητα ζωής στους ψυχικά ασθενείς, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας στους εργαζόμενους, έλεγχο στη διαχείριση του προγράμματος για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Δεν έχουμε άλλη διέξοδο, κι αυτό είναι πια σαφές σε πολλούς από εμάς, δεν μας έχουν αφήσει καμία ελπίδα, γι' αυτό πρέπει να την καλλιεργήσουμε εμείς, χωρίς μιζέρια, χωρίς παραίτηση, χωρίς παθητικότητα. Εμείς που και ευαισθησία έχουμε και εμπειρία διαθέτουμε μπορούμε να επιβάλλουμε τους όρους μας κι όχι να υπομείνουμε τους όρους αυτών που πολύ μακριά βρίσκονται από τις πραγματικές ανάγκες όλων μας." * Η Μ. Γρανδίκη είναι εργαζόμενη σε οικοτροφείο αποασυλοποίησης ψυχικώς πασχόντων. |
|