Η μελατονίνη είναι η λεγόμενη «ορμόνη του ύπνου», η οποία έχει γίνει αντικείμενο πολλών επιστημονικών μελετών: Έχει διαπιστωθεί ότι από τη μία η μείωσή της προκαλεί σημαντικές διαταραχές στον ύπνο των ατόμων που χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά βιβλία (μελέτη του Χάρβαρντ) και από την άλλη προκαλεί νύστα και συμβάλλει στον ύπνο, όταν λαμβάνεται από το στόμα (μελέτη που διεξήχθη στη Μασαχουσέτη, τη Σκωτία και το Ισραήλ).
Η μελοτονίνη λοιπόν, σύμφωνα με τους έρευνες, βελτιώνει τις διαταραχές του ύπνου, συμπεριλαμβανομένων και των αϋπνιών στους ηλικιωμένους, ενώ μειώνει και τη θερμοκρασία του σώματος.
Το πρόβλημα της δοσολογίας
Ωστόσο αυτό που απαιτεί τη μεγάλη προσοχή των επιστημόνων, των γιατρών και των ασθενών είναι η σωστή δοσολογία. Ο λόγος για τον οποίο μέχρι σήμερα υπήρχαν αντικρουόμενα αποτελέσματα για τη δράση της μελατονίνης είναι διότι χορηγείτο σε πολύ πιο υψηλές δόσεις από ό,τι χρειάζονταν για την υπνωτική της δράση.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η δόση που θεωρείται απαραίτητη για υπνωτική δράση είναι έως 0,3mg. Στους ηλικιωμένους η δόση αυτή αποτρέπει τα νυκτερινά ξυπνήματα και προσφέρει ένα ξεκουραστικό ύπνο.
Το πρόβλημα είναι ότι κάποια σκευάσματα μελατονίνης της αγοράς μπορεί να περιέχουν πολλή μεγαλύτερη δόση από τα 0,3mg (ενδεχομένως έως και δεκαπλάσια), δημιουργώντας κινδύνους για μεγάλη πτώση της θερμοκρασίας και για προβλήματα στο εγκέφαλο.
Αντίθετα, όταν χορηγείται σε χαμηλές δόσεις των 0,1-0,3mg λίγο πριν από τον ύπνο, τότε προσφέρει την υπνωτική της δράση, με μικρότερο κίνδυνο για παρενέργειες.
Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, η μελατονίνη μπορεί να χορηγηθεί σε περιπτώσεις αλλοίωσης του εικοσιτετράωρου βιολογικού κύκλου, όπως συνθήκες jetlag μετά από μακρινά ταξίδια ή σε εργασία με βάρδιες.
Σε κάθε περίπτωση η χορήγηση μελατονίνης είναι απαραίτητο να γίνεται μόνο υπό ιατρική παρακολούθηση διότι είναι ακόμα άγνωστες οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της.