Χριστίνα Φλόκα, φαρµακοποιός
| |
Ο µικρόσωµος µελαψός άντρας γλίστρησε απαρατήρητος στο αµπάρι˙τον βοηθούσε η ασέληνη νύχτα και η σκουρόχρωµη επιδερµίδα του. Δε χρειάστηκε να σκαλίσει τα τσουβαλένια σακιά για να βρει αυτό που έψαχνε, αυτό που τον έκανε παράτολµα να ξεχνά τον πόνο από το βούρδουλα του επιστάτη αν τον έπιαναν. Άπαξε µια, δυο, τρεις χούφτες από το πολύτιµο φόρτωµα, όσο µπορούσε να χωρέσει στις τσέπες του, αλλά πριν το βάλει βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν τρύπιες. Ύστερα, αφού αφουγκράστηκε στο σκοτάδι την απουσία οποιουδήποτε από το πλήρωµα, µε απαλή βηµατησιά ξαναγύρισε στη γωνιά του, εκεί στο κατάστρωµα.
Ερχόταν από το παρελθόν ο άνδρας αυτός˙ ήταν Ρωµαίος, Έλληνας, Άραβας ή Ινδός; Κανείς δεν ήξερε. Το σκάφος είχε σαλπάρει από το λιµάνι της Βερενίκης, κοντά στα σύνορα της Αιγύπτου µε το Σουδάν, διέσχισε την Ερυθρά και την Αραβική Θάλασσα, αγκυροβόλησε στο Μαδράς. Γεµίσανε τ’ αµπάρια µυρωδικά, ζαφείρια και µαργαριτάρια και, το σπουδαιότερο, µόσχο και µοσχοκάρυδα. Τώρα γυρίζανε πίσω, να ξεφορτώσουν την πραµάτεια στην Αλεξάνδρεια, αφού πρώτα την περάσουν µε τις καµήλες στο Νείλο, το ιερό ποτάµι. Κι ύστερα σ’ όλη τη Μεσόγειο, αυτήν την καταγάλανη σκάφη, από Κύπρο µέχρι Κρήτη, από την Μπαρµπαριά µέχρι το Σφαξ, τη Μάλαγα και τη Μαρσίλια.
Ένιωθε ότι η ευωδιά των χεριών του, αυτών των χοντρόπετσων ναυτικών χεριών που είχαν αγγίξει «τον καρπό», ίσως και να τον πρόδιδε, όµως στεκόταν ζαρωµένος, ακίνητος, το πλοίο είχε σαλπάρει από ώρα, και µύριζε, ανάσαινε το υπέροχο άρωµα που άφησε το άγγιγµα του καρπού στα χέρια του.
Τον τυραννούσε η επιθυµία να βγάλει ένα καρυδάκι, να το ξύσει µε το νύχι του αντίχειρα, να θρυµµατίσει µε το δείχτη την εύθρυπτη, χρυσοκάστανη σάρκα, να συγκλονιστεί από το ηδύ, βαρύ άρωµά του. Όµως από τη µία ο φόβος να µην αποκαλυφθεί η κλεψιά του- βαριά η τιµωρία που τον περίµενε- κυρίως όµως η έγνοια να µη σπάσει η λεπτή, λευκή προστασία που έδινε στο καρύδι το επίχρισµα µε ασβέστη -προστασία της ευώδους δρόγης από τα άπληστα έντοµα- τον συγκρατούσαν. Όταν θα έφτανε στον τόπο του; Όχι δε θα τα πουλούσε, κι ας του δίνανε το χρυσάφι του κόσµου, γιατί αυτός έβλεπε πολύ µακριά, στο µέλλον, οραµατιζότανε, χάρη στο άρωµα*, την ώρα που θα απάγγελλε τους στίχους:
«Κοιµάτ’ η καπετάνισσα νύφη του Κοντογιάννη, Μες στα χρυσά παπλώµατα, µες στους χρυσούς σελτέδες. Να την ξυπνήσω σκιάζοµαι, να της το πω φοβούµαι, να µάσω µοσχοκάρυδα να την πετροβολήσω ίσως την παρ’ η µυρωδιά, ίσως την εξυπνήσει. Κι από τον µόσκον τον πολύν κι απ’ τα πολλά καρύδια σηκώθη η καπετάνισσα και µε γλυκορωτάει».
Χάρη στην κλεψιά του ανώνυµου ναύτη, κάνουµε τη γνωρι-µία µας µε τα µοσκοκάρυδα ή µοσχοκάρυδα και το µόσκο ο οποίος, όπως θα δούµε, διαφέρει από το µόσχο.
Τα µοσχοκάρυδα είναι η δρόγη του φυτού Myristica fragrans, της οικογένειας Myristicaceae. Πρόκειται για φυτό αυτοφυές, θαµνώδες ή δεντρώδες, ύψους µέχρι 12 µ., ιθαγενές της Σουµάτρας, των Ινδιών, των Φιλιππίνων και της Κίνας, περιοχές γνωστές για την πλούσια παραγωγή τους σε κάρδαµο, βενζόη, καφέ, τσάι, καµφορά, κιγχόνη, κανέλα και καρυόφυλλα. Καλλιεργείται για τον καρπό του, ο οποίος δένει σε ωχροκίτρινα άνθη µεγάλων δέντρων, ηλικίας τουλάχιστον πέντε χρόνων. Ως δρόγη χρησιµοποιείται ο σπόρος (µοσχοκάρυδο) µε το αιθέριο έλαιο και το µεσοκάρπιο µε το βούτυρό του. Χρησιµοποιείται στην ανακούφιση από ρευµατικούς πόνους και αρθραλγίες, ως ορεκτικό, κατά της αϋπνίας, της ναυτίας και της κατάθλιψης, σε καρδιακές αρρυθµίες, κατά της δυσπεψίας, ως χολαγωγό και κατά της χολολιθίασης, επίσης κατά της κακοσµίας του στόµατος, όπως και το γαρυφαλέλαιο.
Σε µεγάλες δόσεις το αιθέριο έλαιο των µοσχοκάρυδων µπορεί να δράσει ως ναρκωτικό και να προκαλέσει παραισθήσεις, σπασµούς και ταχυκαρδία.
Η αραβική ιατρική διέσωσε διάφορες ουσίες που ήταν άγνωστες στους αρχαίους, µεταξύ αυτών και τα µοσχοκάρυδα, και ήταν οι Άραβες αυτοί που τα έφεραν στην Ευρώπη τον 9ο αιώνα. Για το τελευταίο ας υπάρξει µια επιφύλαξη, αφού πρόσφατα οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ότι η Βερενίκη ήταν το µεγαλύτερο λιµάνι στον εµπορικό δρόµο των βοτάνων προς τις Ινδίες, την περίοδο της ακµής της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας. Με άλλα λόγια, τα µοσχοκάρυδα και άλλες εξωτικές δρόγες ίσως να µην περίµεναν τους Άραβες για να ανοίξουν τα πανιά τους προς τη Δύση˙ πρόφτασαν ενδεχοµένως νωρίτερα άλλοι, Έλληνες, Αιγύπτιοι ή Ινδοί. Όπως και αν έφτασαν στη Δύση, εκείνο που µαρτυρά η φαρµακοϊστορία είναι ότι θεωρήθηκαν πολύτιµο είδος και χρησιµοποιήθηκαν µαζί µε τα καρυόφυλλα ως ηγεµονικά δώρα.
Και είναι πολύτιµα τα µοσχοκάρυδα, πρώτα πρώτα, για το άρωµά τους, όπως οµολογείται και από το όνοµά τους, χάρη στο αιθέριο έλαιο που περιέχουν.
Σύµφωνα µε την Ελληνική Φαρµακοποιία ΙΙΙ, το Aetheroleum myristicae-Μοσχοκαρύων αιθέριον έλαιον προέρχεται «εκ των συνθλασθέντων σπερµάτων των ωρίµων καρπών του φυτού Myristica Fragrans. Υγρό εντόνου αρωµατικής οσµής, ως από µοσχοκαρύων». Ο Κ.Γ. Μακρής στα «Μαθήµατα Δρογοχηµείας» αναφέρει ότι το «έλαιον µοσχοκαρύων χρησιµοποιείται στην αρωµατοποιία, τη σαπωνοποιία, την κοσµητική και τη θεραπευτική ως ευστόµαχο τονωτικό. Στη φαρµακοτεχνία προς παρασκευή του βάλσαµου µοσχοκαρύων (balsamum myristicae), του σύνθετου αλκοολικού διαλύµατος µελίσσης (spiritus Melissae compositus)- παραλλαγή αυτού του σκευάσµατος µπορεί να θεωρηθεί το νερό των Καρµελιτών αποτελούµενο από Mellissa, Myristica και Αngelica- της συνθέτου αλοιφής δεντρολίβανου (Unguentum Rosmarini compositus) και διαφόρων οδοντοπλυµάτων.
Ας αφήσουµε όµως τους φαρµακογνώστες και τους φαρµακοτέχνες για λίγο κι ας στήσουµε αυτί στο τραγούδι, το τρυφερό, του ερωτευµένου:
«Κοιµάται το πουλάκι µου, και πώς να το ξυπνήσω; Πού να βρω µοσχοκάρυδα να το πετροβολήσω;»
Κι αυτή η ευωδιαστή τρυφεράδα δεν ξεχύνεται µόνο από τα µοσχοκάρυδα, που ισχυροποιούν την αίσθηση της όσφρησης -του άυλου- και ενώνονται σε µυστική αρµονία µε την αφή, την ύλη για να φουντώσει από τη συνέργεια αυτή η νοσταλγία για το άγνωστο, το αχειραγώγητο.
Τρυφεράδα ξεχύνεται κι από το µόσχο:
«Πέταξε, περδικούλα µου, πέταξε πέρδικά µου πέταξ’ από τα έλατα κι έλα στην αγκαλιά µου που σου ‘χω µόσχο να λουστείς, κρεβάτι να πλαγιάσεις»
όπου µόσχος (Moschus) είναι η δρόγη που προέρχεται από το αρσενικό ζώο Moschus moschiferus, οικογένεια Cerridae, το οποίο ζει στο Θιβέτ, στο Νεπάλ και στο Κασµίρ.
Συγκεκριµένα η δρόγη είναι το έκκριµα, το ξεραµένο, ενός κοιλιακού αδένα του µόσχου και το άρωµά του οφείλεται στην οργανική ουσία µεθυλο-κυκλοδεκαπεντανόν ή µοσχόλη. Ο µόσχος είναι πολύτιµη πρώτη ύλη για την παρασκευή αρωµάτων, ενώ το βάµµα του (Minctura Moschi) χρησιµοποιείται ως διεγερτικό σε καταστάσεις καταπληξίας (collapsus).
H ζωική προέλευση του µόσχου φανερώνεται στους στίχους του τραγουδιού «ο Σταυρωµένος Χριστός»:
«Ακούει ατό η Παναγιά, λιγοθυµά και ρούζει αλείφ’ ν’ Άτεν ροδόσταγµα και δέκα αµνών µούσκον».
Οι συχνές και εύστοχες αναφορές του µόσχου και των µοσχοκάρυδων δείχνουν ότι οι άνθρωποι που τα έβαλαν στα τραγούδια τους ήξεραν επακριβώς από πείρα, και όχι από δανεικές πληροφορίες, την υλική και όχι µόνον αξία αυτών των δρογών.
Όταν λόγου χάρη λέει:
«Σε κακοσκάλι ανέβαινα, Δήµο µου, εψές το βράδυ βράδυ κι έντωσε το σιλάχι µου, Δήµο µου, κι έπεσε το µαντήλι µε τετρακόσια δύο φλουριά, Δήµο µου, µε δυο δραµάκια µόσχο»
γνωρίζει ο ποιητής κι ο τραγουδιστής κι ο κόσµος όλος τη µεγάλη αξία του µόσχου, ισοδύναµη µε χρυσάφι. ή όταν γυρεύει λύτρα:
«Μάνα µου, ο Χάρος µε πουλάει, θέλω να µ’ αγοράσεις. Σαν τι γυρεύει, γιούλη µου, να ‘ρθω να σ’ αγοράσω; Γυρεύει χίλια φίρφιρα και δυο κασέλες µόσκο».
Εδώ µπαίνει ένα θέµα σχετικά µε την άποψη ότι τα δηµοτικά τραγούδια «ποιήθηκαν» από ανθρώπους αποµονωµένους, αµόλυντους και ανεπηρέαστους από τον πολιτισµό των πόλεων. Όµως η γνώση και η χρήση του µόσχου και του µοσχοκάρυδου, αλλά και άλλων αρωµατικών ουσιών και φαρµακευτικών βοτάνων, δείχνουν επικοινωνία µε τον πλατύ, έξω κόσµο, ευρωστία οικονοµική, συµµετοχή στο εµπόριο, χάρη στο «Βαλκάνιο πραµατευτή»:
«Πραµατευτής ροβόλαγε στης Βουλγαρίας τον κάµπο. Σέρνει µουλάρια δώδεκα, µουλίτσες δεκαπέντε. Τη µούλα την καλύτερη την είχε φορτωµένη µε µόσχο και µε µάλαµα και µε µαργαριτάρια».
Όµως είναι παρακινδυνευµένο να παραδοθούµε ολότελα στη γοητεία του µόσχου, επειδή:
«Πουλάκι είχα στο κλουβί και το είχα ηµερωµένο το τάιζα µε ζάχαρη, το πότιζα µε µόσχο κι από τον µόσχον τον πολύν κι από τη µυρωδιά του µου σκανδαλίσθη το κλουβί και µου ‘φυγε τα αηδόνι».
Και για το τέλος, υπάρχει η συνταγή από το τονωτικό ελιξίριο του Garus: Αλόη-2 µέρη, Μύρρα-1 µέρος, Σαφράνι-2 µέρη, Κανέλα-1 µέρος, Γαρίφαλο-1 µέρος, Μοσχοκάρυδα-1 µέρος, Πορτοκαλόνερο-32 µέρη, Αλκοόλη 85ο-500 µέρη.
Εκτέλεση: Διαβρέχονται τα υλικά επί δύο ηµέρες µε το πορτοκαλόνερο και την αλκοόλη και στο αλκοολούχο απόσταγµα προστίθενται 320γρ. σιροπιού. Το ελιξίριο είναι έτοιµο.
Βιβλιογραφία
• Flower Power, Anne Mclntyre, Henry Holt, London, 1996 n Βότανα για όλους, Ηλιοπούλου, Ίριδα, Αθήνα, 2003 n Ελληνική Φαρµακοποιία ΙΙΙ, Αθήνα, 1974 n Γ.Κ. Φωκάς, Φαρµακογνωσία, Θεσσαλονίκη, 1974 n Κ.Γ. Μακρή, Μαθήµατα Δρογοχηµείας, Θεσσαλονίκη, 1960 n Οκτάβιο Πας, Καθένας έχει τον παράδεισο που αξίζει. Απόπειρα, Αθήνα, 1990 n Ν.Γ. Πολίτη, Δηµοτικά τραγούδια, Αθήνα, 1998 n Claude Fauriel, Ελληνικά δηµοτικά τραγούδια, Πανεπιστηµιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1999 • Γ. Βάρβογλη, Οργανική Χηµεία, Θεσσαλονίκη, 1960 n Χρ. Ζαφείρη, Βαλκάνιος πραγµατευτής, Εξάντας και 9,58 FM, Αθήνα, 1998 n Γ. Ιωάννου, Τα δηµοτικά µας τραγούδια, Ταχυδρόµος, Αθήνα n Παλιά δηµοτικά τραγούδια Αργολιδοκορινθίας, Περιβαλλοντική οµάδα 2ου Γυµνασίου Κορίνθου, 1998-2000 n Χριστίνα Γ. Φλόκα, Εγώ ο Αµάραντος, Νησίδες, Σκόπελος, 2003 n Nouveau manuel complet du distillateur liquoriste, Roret, Paris, 1883. y
|