Όπως συμπεραίνεται στην έρευνα, η δοκιμασμένη αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, το κόστος για τον ασθενή, ειδικά αν δεν έχει ασφαλιστική κάλυψη ή αν έχει μειωμένο εισόδημα, και η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών είναι οι βασικοί παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη τους οι γιατροί για την επιλογή φαρμακευτικής θεραπείας. |
Έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, σκιαγραφεί το τοπίο της συνταγογραφίας φαρμάκων στην Ελλάδα −με τη συμμετοχή 1.200 γιατρών διάφορων ειδικοτήτων από όλη τη χώρα. Όπως συμπεραίνεται στην έρευνα, η δοκιμασμένη αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, το κόστος για τον ασθενή, ειδικά αν δεν έχει ασφαλιστική κάλυψη ή αν έχει μειωμένο εισόδημα, και η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών είναι οι βασικοί παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη τους οι γιατροί για την επιλογή φαρμακευτικής θεραπείας. Παράλληλα στο πλαίσιο της μελέτης οι ερευνητές διαπίστωσαν και τις πιέσεις που δέχονται τουλάχιστον δύο στους δέκα γιατρούς από ασθενείς για να συνταγογραφήσουν φάρμακα που είχε δώσει παλαιότερα άλλος γιατρός. Την ίδια ώρα, τα αιτήματα και οι… φαρμακευτικές προτιμήσεις των ασθενών αποτελούν βασικό κριτήριο συνταγογραφίας για το 11% των Ελλήνων γιατρών. Στους νεότερους γιατρούς, μάλιστα, το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει και στο 35%! Οι Έλληνες γιατροί καταφεύγουν συχνά σε επιστημονικές δημοσιεύσεις, ανακοινώσεις συνεδρίων, βιβλιογραφία προκειμένου να αποκτήσουν γνώμη για τα φάρμακα που χορηγούν. Πάντως σχεδόν ένας στους τέσσερις γιατρούς δηλώνει ότι σπανίως (ή και ποτέ) διαβάζει το φυλλάδιο που συνοδεύει κάθε φάρμακο όπου περιγράφονται τα χαρακτηριστικά του, οι ενδείξεις χορήγησης, οι πιθανές παρενέργειες και άλλες χρήσιμες πληροφορίες. Παρόμοια τάση καταγράφεται ακόμη και στους νεότερους γιατρούς, οι οποίοι δεν μπορούν να επικαλεστούν την πολύχρονη εμπειρία στη συνταγογράφηση. Καθώς στη χώρα μας οι φαρμακευτικές δαπάνες είναι όλο και υψηλότερες -το 47% αυτών μάλιστα βαρύνει όχι την κοινωνική ασφάλιση αλλά απευθείας την… τσέπη των Ελλήνων-, μεγάλος μέρος των γιατρών δείχνει ενδιαφέρον για το ζήτημα αυτό. Τέσσερις στους δέκα κατατάσσουν το κόστος στα βασικά κριτήρια επιλογής κάποιου φαρμάκου, ενώ κατά πλειονότητα λαμβάνουν υπόψη το αν οι ασθενείς τους έχουν ασφαλιστική κάλυψη ή όχι. Στην έρευνα, βέβαια, καταγράφονται και σημαντικά ποσοστά γιατρών που γράφουν τα φάρμακα που οι ίδιοι κρίνουν, χωρίς να συνεκτιμούν την οικονομική κατάσταση των ασθενών τους. Η σχέση των γιατρών με τις φαρμακευτικές εταιρείες -οι οποίες, όπως είναι γνωστό, καλύπτουν μεγάλο μέρος της κατάρτισης των γιατρών μέσω σεμιναρίων ή συνεδρίων, ελλείψει σχετικών κρατικών προγραμμάτων- αναδεικνύεται στην παραπάνω έρευνα με την περιγραφή των σχέσεων των γιατρών με τους εκπροσώπους των εταιρειών οι οποίοι τους ενημερώνουν για τα φάρμακα (ιατρικοί επισκέπτες). Στην πλειονότητά τους (57,4%) οι γιατροί δέχονται να ενημερωθούν από τους ιατρικούς επισκέπτες πάντα παρά το γεγονός ότι θεωρούν την ενημέρωση μονόπλευρη, με έμφαση κυρίως στα πλεονεκτήματα κάθε φαρμάκου. Πάντως, οι πληροφορίες που λαμβάνουν από τους συνεργάτες των εταιρειών παίζουν ρόλο στη γενικότερη τεκμηρίωση των συνταγογραφικών τους επιλογών. Επιπλέον, ένας στους τέσσερις δηλώνει ξεκάθαρα ότι επηρεάζεται από την ενημέρωσή τους για τα φάρμακα που τελικά θα συνταγογραφήσει. Τέλος σύμφωνα με την έρευνα, έξι στους δέκα Έλληνες γιατρούς δε δηλώνουν στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων τις παρενέργειες των φαρμάκων που συνταγογραφούν. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι περισσότεροι από τους μισούς γνωρίζουν την πιθανότητα εμφάνισης ακόμη και απρόβλεπτων παρενεργειών από φάρμακα. Την ίδια ώρα, καταγράφεται ένα ποσοστό πάνω από 40% γιατρών που δεν ενημερώνουν τους συναδέλφους τους για ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων που συνταγογράφησαν σε ασθενείς τους. |
|