Ο πρόεδρος της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας Ανδρέας Μελιδώνης και ο αντιπρόεδρος Αντώνης Λέπουρας,
σε συνέντευξη Τύπου, επισήμαναν ότι οι διαβητικοί έχουν -ανάλογα με
τον τύπο του διαβήτη- μηδενική ή 10% συμμετοχή στα φάρμακα που
σχετίζονται άμεσα με την πάθησή τους. Στα φάρμακα που λαμβάνουν
απαραιτήτως για την αντιμετώπιση διαφόρων επιπλοκών (χοληστερίνη,
υπέρταση κλπ) καταβάλουν ποσοστό συμμετοχής 25%.
«Κάθε διαβητικός ασθενής λαμβάνει από 12 έως 15 χάπια την ημέρα», ανέφεραν, εξηγώντας ότι «με τη συνταγογράφηση της δραστικής ουσίας των φαρμάκων τα ποσά που θα πληρώνουν για κάθε φάρμακό τους αυξάνονται δραματικά».
Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται η συμμετοχή τους (25% ) και η διαφορά
της τιμής μεταξύ της δραστικής ουσίας και του ακριβότερου γενόσημου ή
πωτότυπου φαρμάκου που τους συστήνει ο γιατρός τους.
«Μέχρι σήμερα πληρώνουν 20 -50 ευρώ τον μήνα. Με τα νέα μέτρα θα πληρώνουν 150-200 ευρώ το μήνα. Αυτό είναι τραγικό, αν σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν πάσχοντες από διαβήτη οι οποίοι παίρνουν σύνταξη 400 ευρώ τον μήνα», είπαν, εκφράζοντας το φόβο ότι πολλοί ασθενείς δεν θα μπορούν να ακολουθήσουν τη θεραπεία τους με ότι κι αν σημαίνει αυτό.
«Ο διαβητικός που δεν ακολουθεί την αγωγή που του έχει
συστήσει ο γιατρός του κινδυνεύει από πολλά σοβαρά προβλήματα, όπως
τύφλωση και ακρωτηριασμό. Όλοι όσοι λαμβάνουν αποφάσεις πρέπει να
σκεφθούν επίσης ότι το κόστος της αναπηρίας είναι πολύ μεγαλύτερο», τόνισαν.
Οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας ανέφεραν
επίσης ότι η οικονομική κρίση οδηγεί στην αύξηση των περιστατικών
διαβήτη, καθώς οι πολίτες σε μεγάλο ποσοστό οδηγούνται σε αλλαγή της
διατροφικής συμπεριφοράς τους προς το χειρότερο. Όπως είπαν, «τα
δεδομένα από προηγούμενες περιόδους κρίσης και πείνας δείχνουν ότι τα
άτομα που εκείνη την εποχή ήταν σε βρεφική ηλικία πλήρωσαν το τίμημα της
κρίσης με αυξημένη εμφάνιση παχυσαρκίας, μεταβολικού συνδρόμου, διαβήτη
και καρδιοπαθειών».
Πηγή: Το Βήμα
Πηγή: Το Βήμα