Σε μείζονα παράγοντα κινδύνου για τους καρδιοπαθείς αναδεικνύεται η υψηλή συμμετοχή στη φαρμακευτική δαπάνη. Ένας στους δέκα ασθενείς βάζει τη συνταγή του γιατρού στο συρτάρι και σταματούν να λαμβάνουν αγωγή λόγω οικονομικής κρίσης, θέτοντας την υγεία τους σε σοβαρό κίνδυνο.
Ειδικότερα, κατά το «Μήνα Ελέγχου Χοληστερόλης - Εκτίμηση Καρδιαγγειακού Κινδύνου», μελέτη που εκπονεί κάθε χρόνο το ΕΛΙΚΑΡ, με στόχο την καταγραφή της συχνότητας των παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα στον ελληνικό πληθυσμό, εξετάστηκαν φέτος 1.864 άνθρωποι.
Τα στοιχεία που προκύπτουν προκαλούν ανησυχία: Το 13% των ασθενών που βρίσκονται υπό υπολιπιδαιμική αγωγή αναγκάζεται να τροποποιήσει ή να διακόψει τη φαρμακευτική αγωγή για την υψηλή χοληστερόλη, λόγω υψηλού κόστους συμμετοχής στη φαρμακευτική δαπάνη.
Επιπλέον, και σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το 39% των ασθενών που βρίσκονται σε φαρμακευτική αγωγή χαρακτηρίζει «πολύ υψηλό» ή «δυσβάσταχτο» το κόστος συμμετοχής στη φαρμακευτική αγωγή.
«Δυστυχώς, το ποσοστό των ασθενών που διακόπτει μόνο του τη φαρμακευτική αγωγή διότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί οικονομικά, αυξάνει κάθε χρόνο. Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι κόβουν τα ακριβά φάρμακα, διατηρώντας τα φθηνότερα –όπως είναι η ασπιρίνη και ο β-αναστολέας– των οποίων το συνολικό κόστος δεν ξεπερνά τα πέντε ευρώ», λέει ο καρδιολόγος – μέλος του Δ.Σ. του ΕΛΙΚΑΡ, Δημήτρης Ρίχτερ.
Ο ίδιος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στους κινδύνους που προκαλούν οι αναγκαστικές εκπτώσεις των ασθενών στα φάρμακα τους. «Εκείνοι που πάσχουν από στεφανιαία νόσο διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να υποστούν ένα νέο έμφραγμα ή εγκεφαλικό, λόγω της συνυπάρχουσας νοσηρότητας».
Επιπλέον, οι ειδικοί σημειώνουν ότι ακόμη και εκείνοι οι ασθενείς που επιλέγουν τον ιδιωτικό τομέα –γεγονός που αποτελεί σημάδι ότι παρά την οικονομική κρίση «αντέχουν» την αμοιβή του ιδιώτη γιατρού– συχνά επιμένουν στην επιλογή γενόσημων (και άρα φθηνότερων) σκευασμάτων με στόχο να μειώσουν την ετήσια δαπάνη για τα φάρμακά τους.
Πάντως, σε παρόμοιο συμπέρασμα κατέληξε ακόμη μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής και της Metron Analysis, την οποία υπογράφουν ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής κ. Γιάννης Τούντας και ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Υγείας κ. Κυριάκος Σουλιώτης.
Αναλυτικά, τέσσερις στους πέντε Έλληνες παραδέχονται ότι ανησυχούν για το αν θα καταφέρουν να καλύψουν τα έξοδά τους για τα απαιτούμενα συνταγογραφούμενα φάρμακα τα επόμενα δύο χρόνια, με τις νοικοκυρές, τους συνταξιούχους και τους ανέργους να εκφράζουν τη μεγαλύτερη αγωνία.
Σημειώνεται ενδεικτικά ότι η συμμετοχή των ασφαλισμένων προ κρίσης δεν ξεπερνούσε το 10% μεσοσταθμικά, ενώ το 2015 άγγιξε το 25,8% και σε κάποιες περιπτώσεις το 32%, γεγονός που σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση των εισοδημάτων εξηγεί την αγωνία των ασφαλισμένων.
«Η ιδία συμμετοχή στο δημόσιο σύστημα περίθαλψης είναι επιβεβλημένη και εφαρμόζεται σε όλη την Ευρώπη, καθώς μεταξύ άλλων αποτελεί αντικίνητρο για την υπερκατανάλωση υπηρεσιών. Φαινόμενο που καταγράφεται και στη χώρα μας ειδικά στα φάρμακα, όπου παρά την οικονομική κρίση συνεχίζουμε να έχουμε από τις υψηλότερες καταναλώσεις φαρμάκων ανά κάτοικο στην Ευρώπη. Ιδίως δε στα αντιβιοτικά έχουμε την υψηλότερη», σημειώνει ο κ. Τούντας και συνεχίζει: «Από την άλλη η οποιαδήποτε ιδία συμμετοχή δεν πρέπει να εφαρμόζεται ως οριζόντιο μέτρο αλλά να είναι κλιμακούμενη με βάση εισοδηματικά κριτήρια και να εφαρμοστεί μηδενική συμμετοχή σε όσους βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας».
«Η ιδία συμμετοχή στο δημόσιο σύστημα περίθαλψης είναι επιβεβλημένη και εφαρμόζεται σε όλη την Ευρώπη, καθώς μεταξύ άλλων αποτελεί αντικίνητρο για την υπερκατανάλωση υπηρεσιών. Φαινόμενο που καταγράφεται και στη χώρα μας ειδικά στα φάρμακα, όπου παρά την οικονομική κρίση συνεχίζουμε να έχουμε από τις υψηλότερες καταναλώσεις φαρμάκων ανά κάτοικο στην Ευρώπη. Ιδίως δε στα αντιβιοτικά έχουμε την υψηλότερη», σημειώνει ο κ. Τούντας και συνεχίζει: «Από την άλλη η οποιαδήποτε ιδία συμμετοχή δεν πρέπει να εφαρμόζεται ως οριζόντιο μέτρο αλλά να είναι κλιμακούμενη με βάση εισοδηματικά κριτήρια και να εφαρμοστεί μηδενική συμμετοχή σε όσους βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας».