Συνέντευξη στο Νίκο Λιονάκη Η υπερχοληστερολαιμία στην Ελλάδα αυξάνεται σταδιακά κυρίως λόγω της σημαντικής απόκλισης των διατροφικών μας συνηθειών από τη λεγόμενη «μεσογειακή δίαιτα», καταλαμβάνοντας έτσι την τρίτη υψηλότερη θέση στον κατάλογο των θνησιγενών αιτιών. Ο έγκριτος αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής και διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Τούντας, ακολουθώντας μια διαλεκτική προσέγγιση ανάμεσα στην ιατρική και την κοινωνιολογία-ανθρωπολογία, πάντα με γνώμονα τη σημασία της πρόληψης, κάνει λόγο στη συνέντευξη που ακολουθεί για τα απαισιόδοξα συμπεράσματα της πρόσφατα δημοσιευμένης έρευνάς του σχετικά με την υγεία του ελληνικού πληθυσμού. Αναλύει τους παράγοντες κινδύνου για την αύξηση της υπερχοληστερολαιμίας, εξηγεί τις κοινωνικές αλλαγές που με το πέρασμα του χρόνου υποβοήθησαν την αυξημένη παρουσία του θανατηφόρου αυτού νοσήματος, ασκεί κριτική και κάνει προτάσεις για τη βελτίωση του συστήματος πρωτοβάθμιας περίθαλψης. |
Η πρόληψη και όχι η περίθαλψη είναι το «κλειδί» για την αντιμετώπιση της υπερχοληστερολαιμίας
Αυτή τη στιγμή υπολογίζουμε ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα υπερχοληστερολαιμίας στη χώρα μας. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), υπολογίζεται ότι η υψηλή χοληστερόλη στη χώρα μας είναι τρίτη στην κατάταξη των παραγόντων κινδύνου για τους θανάτους με ποσοστό ευθύνης 11,6%, μετά την αρτηριακή υπέρταση και το κάπνισμα. Μάλιστα, μετά το κάπνισμα και την υπέρταση, το 7,6% της «νοσηρότητας» αποδίδεται στην υψηλή χοληστερόλη, την οποία ακολουθεί η παχυσαρκία. Με την κακή διατροφή συνδέεται και ο υψηλός επιπολασμός της υπερχοληστερολαιμίας στον ελληνικό πληθυσμό. Σύμφωνα με την πανελλαδική έρευνα υγείας Hellas Health I, που πραγματοποιήσαμε το 2006, το 9,1% του πληθυσμού δήλωνε ότι έχει υψηλές τιμές χοληστερόλης, ενώ οι εκτιμήσεις του Π.Ο.Υ. αποδίδουν στην υπερχοληστερολαιμία περισσότερους από 12.000 θανάτους ετησίως. Η συχνότητα της υπερχοληστερολαιμίας είναι λιγότερη στην ανώτερη και μέση τάξη του πληθυσμού (7,1%), ενώ στην κατώτερη είναι 9,4%.
Το πρόβλημα σχετίζεται κυρίως με τις αλλαγές στη διατροφή μας. Στο παρελθόν, οι Έλληνες είχαμε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα υγείας στον κόσμο, κατέχοντας στο προσδόκιμο ζωής τη 2η θέση στην Ευρώπη το 1990 και την 3η στον κόσμο, γεγονός που οφειλόταν κυρίως στη διατροφή, στην επί δεκαετίες υιοθέτηση της «μεσογειακής δίαιτας» και στην ισορροπημένη κατανάλωση των σωστών διατροφικών προϊόντων. Στην καλή υγεία, όμως, συνέβαλαν και άλλοι λόγοι, όπως το κλίμα, η γεωργική απασχόληση που προϋποθέτει άσκηση, η επαφή με τη φύση, οι ισχυροί κοινωνικοί δεσμοί, όπως η οικογένεια, η παρέα, το καφενείο, δηλαδή στοιχεία της καθημερινότητας που λειτουργούσαν προστατευτικά. Δεν είχαμε βέβαια ποτέ κάποιο εξαιρετικό Σύστημα Υγείας όπως δεν έχουμε και σήμερα. Τα τελευταία 20 χρόνια όλοι αυτοί οι προστατευτικοί παράγοντες ολοένα και εξασθενούν, ενώ εμφανίζονται απειλές που μας οδηγούν σε διολίσθηση σχετικά με το προσδόκιμο ζωής. Έτσι, το 2001 ήμασταν 7οι στην Ε.Ε. και το 2004 11οι. ¶λλες χώρες μάς προσπερνούν και εμείς παραμένουμε καθηλωμένοι χωρίς να βελτιώνουμε την υγεία μας. Η διατροφή μας αλλάζει και συνεπώς τα επίπεδα της υπερχοληστερολαιμίας δε βελτιώνονται. Ευθύνη φέρουν επίσης το κάπνισμα και η παχυσαρκία στα οποία είμαστε «πρωταθλητές».
Βασικός παράγοντας είναι η σημαντική απόκλιση από τη μεσογειακή διατροφή. Στην τελευταία μας έρευνα διαπιστώσαμε ότι με κατώτατο όριο ικανοποιητικών τιμών το 28 για την ισορροπημένη διατροφή, ο ελληνικός πληθυσμός έχει μέση τιμή 26,6, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε αποκλίνει περίπου κατά 50% από τη «μεσογειακή δίαιτα». Καταναλώνουμε, δηλαδή, περίπου τις μισές μερίδες σε φρούτα και λαχανικά (κατά 50% χαμηλότερα της συνιστώμενης κατανάλωσης), ψάρια, όσπρια (μόλις το 25% της συνιστώμενης) και δημητριακά, ενώ έχουμε διπλάσια κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων, δηλαδή έχουμε υψηλή λήψη κορεσμένων λιπών.
Πρέπει να αλλάξουμε τις επιβλαβείς μας συνήθειες και να λειτουργούμε προληπτικά σε ατομικό επίπεδο, διότι και το κάπνισμα, η ακινησία, η έλλειψη άσκησης σχετίζονται με την αυξημένη χοληστερίνη. Από την έρευνά μας προκύπτει ότι περίπου οι μισοί Έλληνες δηλώνουν σωματικά αδρανείς ή λίγο ασκούμενοι, άρα έχουμε ένα υψηλό ποσοστό που επιβαρύνει την, ούτως ή άλλως αυξημένη από τη λάθος διατροφή, χοληστερίνη. Φυσικά και ισχύουν όλες αυτές οι δυσκολίες που μας αποτρέπουν από μια πιο υγιεινή ζωή (η πολύωρη εργασία, οι υποχρεώσεις κτλ.), αλλά λύσεις υπάρχουν. Εκείνοι που «δεν έχουν χρόνο για άσκηση» μπορούν με απλούς τρόπους να προλαμβάνουν έως ενός σημείου τη χοληστερόλη, ανεβαίνοντας τις σκάλες με τα πόδια αντί να παίρνουν το ασανσέρ ή ακόμα και κατεβαίνοντας από το λεωφορείο μια στάση νωρίτερα από τον προορισμό τους για να περπατήσουν. Όμως αυτό που ισχύει στην Ελλάδα είναι ότι το επίπεδο παιδείας και κουλτούρας χαρακτηρίζεται από στοιχεία καθυστέρησης που επηρεάζει και τη στάση των Ελλήνων απέναντι στην πρόληψη. Όσο αναπτύσσεται το πολιτισμικό επίπεδο μιας χώρας τόσο καλύτερα αντιμετωπίζονται αυτά τα θέματα.
Οι άλλοι λαοί έχουν τα ίδια επίπεδα πίεσης από την εργασία και την καθημερινότητα ωστόσο, λόγω παιδείας, πολιτισμού και νοοτροπίας, αντιμετωπίζουν καλύτερα αυτά τα ζητήματα. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει μειωθεί σημαντικά το κάπνισμα, έχει αυξηθεί η άσκηση, οι άνθρωποι κυκλοφορούν περισσότερο με ποδήλατα, επιλέγουν υγιεινή διατροφή και απαιτούν έλεγχο στα τρόφιμα. Δεν είναι μόνο οι συνθήκες λοιπόν που οξύνουν την υψηλή χοληστερόλη αλλά η ίδια η νοοτροπία που θα μας επιτρέψει να ασπαστούμε ή όχι την ιδέα της πρόληψης, και γι? αυτό θα έπρεπε να δοθεί πολύ μεγάλη έμφαση σε θέματα ενημέρωσης και πρόληψης στα σχολεία.
Πρόκειται για μια αμφίδρομη σχέση, θα έλεγα όμως ότι περισσότερο η νοοτροπία μας τα καθορίζει. Έχουμε ένα σύστημα υγείας που αντανακλά όλα τα αρνητικά της ελληνικής κοινωνίας όπως προέκυψαν από τη στρεβλή ανάπτυξη της χώρας τα τελευταία 50 χρόνια – τα προβλήματα της οπισθοδρομικότητας, της υποβάθμισης, του γραφειοκρατικού και αντιπαραγωγικού δημόσιου τομέα στην Ελλάδα και η άσχημη κατάσταση των δημόσιων νοσοκομείων. Συνεπώς έχουμε έναν υποβαθμισμένο δημόσιο τομέα που οφείλεται στη γενικότερη ιστορική και κοινωνική πορεία της χώρας. Όμως, όταν υπάρχει μια σωστή υπηρεσία, ένα καθαρό νοσοκομείο που λειτουργεί εύρυθμα και εξυπηρετεί, οι πολίτες το αντιμετωπίζουν με σεβασμό. Επομένως, υπάρχουν τα περιθώρια ο πολίτης να αλλάξει νοοτροπία εφόσον και η πολιτεία τον σεβαστεί περισσότερο και του παρέχει ένα σωστό πλαίσιο να κινηθεί και να εξυπηρετηθεί.
Η τελευταία μελέτη που διεξήγαμε δείχνει ότι τεράστιο πρόβλημα αποτελεί και η αποφυγή των Ελλήνων να κάνουν τις βασικές προληπτικές εξετάσεις. Συγκεκριμένα, το 30% περίπου του ελληνικού πληθυσμού δεν έχει κάνει ποτέ εξετάσεις για χοληστερίνη, τη στιγμή που καθένας από εμάς θα πρέπει να τις κάνει τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια. Σε ανάλογη έρευνα που διενεργούμε με το Εθνικό Δίκτυο Νοσοκομείων Προαγωγής Υγείας, στο οποίο συμμετέχουν 25 μεγάλα νοσοκομεία, παρατηρούνται τα ίδια και χειρότερα ποσοστά παραγόντων κινδύνου και διενέργειας εξετάσεων σε γιατρούς, νοσηλευτές και τεχνικό προσωπικό.
Το πρόβλημα είναι η έλλειψη οργάνωσης. Τα πολλά ταμεία δημιουργούν μια κατακερματισμένη παροχή με ανισότητες, απουσία ελέγχου, μονομερή έμφαση στην περίθαλψη και όχι στην πρόληψη. Προκειμένου να έχουμε μια ολοκληρωμένη πρωτοβάθμια περίθαλψη, πρέπει να συμπληρωθούν οι υποδομές του Ε.Σ.Υ. με αυτές του ιδιωτικού τομέα, αλλά και με τις μονάδες της τοπικής αυτοδιοίκησης, με ταυτόχρονη ενσωμάτωση του τομέα της πρόληψης και της οικογενειακής ιατρικής, συναποτελώντας τοπικά συστήματα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Επιπλέον, και οι υπηρεσίες του Ι.Κ.Α. θα πρέπει να ενταχθούν στο Ε.Σ.Υ. Επίσης είναι πολύ σημαντικό ότι τα ταμεία από το 1997 παρέχουν τη δυνατότητα στους ασφαλισμένους να κάνουν δωρεάν προληπτικές εξετάσεις κάθε χρόνο, την οποία πολλοί λίγοι αξιοποιούν, είτε επειδή δεν είναι ευαισθητοποιημένοι είτε επειδή δεν το γνωρίζουν. Από την άλλη μεριά πολλά ταμεία, αντί να διευκολύνουν τη χρήση των εξετάσεων αυτών, τη δυσκολεύουν για να μειώσουν το οικονομικό άμεσο κόστος, βάζοντας διάφορους γραφειοκρατικούς φραγμούς, αγνοώντας προφανώς τα μεγάλα μεσοπρόθεσμα οικονομικά οφέλη από τη μείωση της προλήψιμης νοσηρότητας. Όλοι αυτοί είναι παράγοντες αποτρεπτικοί για τη διάδοση της πρόληψης. Αν όμως κάναμε αυτές τις δωρεάν προληπτικές εξετάσεις, θα είχαμε πολύ σημαντικά αποτελέσματα τόσο στη μείωση της υπερχοληστερολαιμίας όσο και σε άλλα καρδιαγγειακά και μη νοσήματα. |
|