Η λήψη ασπιρίνης μπορεί να μειώσει τον πόνο στις ημικρανίες, εντός διαστήματος 2 ωρών, στο 50% των ατόμων. Αυτό αναφέρει έρευνα στην επιθεώρηση του ανεξάρτητου, μη-κερδοσκοπικού οργανισμού Cochrane Collaboration, η οποία πραγματοποιήθηκε με συγκριτική ανάλυση 13 σχετικών μελετών.
Οι επιστήμονες που εκπόνησαν τη μελέτη διαπίστωσαν επίσης ότι μια υψηλή δόση ασπιρίνης μειώνει παράλληλα και άλλα συμπτώματα των ημικρανικών κρίσεων, όπως τη ναυτία, την τάση για εμετό και την ευαισθησία στο φως ή στους ήχους. Ειδικοί όμως επισημαίνουν πως η λήψη της ασπιρίνης ενέχει ανεπιθύμητες ενέργειες και πως για μερικούς ασθενείς θα ήταν καλύτερο να παραμείνουν στις θεραπείες με τα εξειδικευμένα σκευάσματα κατά των ημικρανιών.
Στο πλαίσιο της έρευνας, η οποία ανέλυσε δεδομένα που αφορούσαν 4.222 συμμετέχοντες, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι, μετά τη λήψη μιας δόσης ασπιρίνης των 900-1000mg, οι ημικρανικοί πόνοι μέτριας έως σοβαρής έντασης έπαυσαν τελείων στο 25% (1 στους 4) των ατόμων. Σε αντιδιαστολή με το εύρημα αυτό, μόνο 1 στους 10 ασθενείς που χρησιμοποίησαν εικονικό φάρμακο (placebo) παρουσίασε ανακούφιση των συμπτωμάτων.
Ακόμη, σε 1 στους 2 ανθρώπους που έλαβαν ασπιρίνη ο έντονος πόνος μειώθηκε σε επίπεδα «ενόχλησης» ή ήπιου πόνου, σε αντίθεση με 1 στους 3 ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε placebo.
Επιπλέον από τα δεδομένα που αναλύθηκαν στην έρευνα διαπιστώθηκε ότι ο συνδυασμός ασπιρίνης και ενός αντιεμετικού φαρμάκου ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός στη μείωση των συμπτωμάτων της ναυτίας και του εμετού, παρόλο που δεν είχε κάποια περαιτέρω θετική επίδραση στη μείωση του ημικρανικού πόνου.
Η λήψη ασπιρίνης όμως δεν θα μπορούσε να συσταθεί στον καθένα, επεσήμανε η Sheena Derry, μία από τις συγγραφείς της μελέτης, είτε εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας που θα μπορούσε να έχει σε συγκεκριμένα άτομα είτε εξαιτίας των ανεπιθύμητων ενεργειών της. Τέτοιες ανεπιθύμητες ενέργειες αφορούν για παράδειγμα τον καλά διαπιστωμένο κίνδυνο γαστρεντερικής αιμορραγίας από παρατεταμένη (μακροχρόνια) λήψη ασπιρίνης.
«Η διαφορές στο προφίλ αποτελεσματικότητας/ασφάλειας της λήψης ασπιρίνης μεταξύ διαφορετικών ατόμων οφείλονται στα ιδιαίτερα γενετικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου» σημείωσε η ερευνήτρια, λέγοντας παράλληλα ότι «Διαφορετικοί άνθρωποι ανταποκρίνονται διαφορετικά στις διάφορες θεραπείες. Ο κάθε ημικρανικός ασθενής θα πρέπει να συμβουλευτεί το γιατρό του πριν αρχίσει να λαμβάνει ασπιρίνη».
Οι συγγραφείς της έρευνας επισημαίνουν τέλος πως περισσότερες έρευνες θα χρειαστούν για να επιβεβαιώσουν τα αποτελέσματα της μελέτης τους και πως ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη άλλες έρευνες που σκοπό έχουν να αναλύσουν εκτενέστερα το ρόλο της παρακεταμόλης και της ιβουπροφαίνης στην αντιμετώπιση των ημικρανιών.