Αυξημένο κίνδυνο για την ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 ενέχει ενδεχομένως η κατάχρηση αντιβιοτικών φαρμάκων, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Επιστήμονες από το Κέντρο Έρευνας Διαβήτη του Νοσοκομείου Gentofte, στην Κοπεγχάγη της Δανίας, με επικεφαλής τον ερευνητή δρ Κρίστιαν Χάλλουντμπεκ Μίκκελσεν, εξέτασαν τις συνταγογραφήσεις φαρμάκων των τελευταίων δεκαετιών σε 170.504 πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2 και σε 1.364.008 υγιείς συνομηλίκους τους.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματά τους, τα οποία δημοσιεύονται στην «Επιθεώρηση Κλινικής Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού» (JCEM), όσοι είχαν λάβει πέντε ή περισσότερους κύκλους αντιβιοτικής αγωγής, είχαν κατά 53% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν διαβήτη τύπου 2, σε σύγκριση με όσους δεν είχαν λάβει καθόλου αντιβιοτικά.
Οι ερευνητές σημειώνουν στο άρθρο τους πως ο αυξημένος κίνδυνος για την εκδήλωση της νόσου ήταν εμφανής έως και 15 χρόνια πριν από τη διάγνωση και διατυπώνουν την υπόθεση ότι η αυξημένη κατανάλωση αντιβιοτικών διαταράσσει τη φυσιολογική χλωρίδα (τα ωφέλιμα βακτήρια) του εντέρου, με συνέπεια να μεταβάλλεται η ευαισθησία στην ινσουλίνη και η αντοχή στη γλυκόζη, παράγοντες που συχνά οδηγούν σε διαβήτη.
«Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι οι αντιβιοτικές θεραπείες μπορούν να επηρεάσουν τον μεταβολισμό του σακχάρου και της ινσουλίνης και είναι πιθανό ό,τι είδαμε στα ζώα, να ισχύει και στους ανθρώπους», δήλωσε ο δρ Χάλλουντμπεκ Μίκκελσεν, προσθέτοντας ότι η νέα συσχέτιση αποτελεί έναν ακόμα λόγο να μη λαμβάνουν οι ασθενείς αντιβιοτικά χωρίς τη σύσταση του γιατρού.