Την περίοπτη θέση που διαχρονικά κατείχαν στην κοινωνία τα φαρμακεία στην Ελλάδα παρουσίασε η νοσοκομειακή φαρμακοποιός ΜΒΑ, PhD Ευαγγελία Πανταζόγλου στο φετινό PHARMA point 2024 που διοργάνωσε ο Φ.Σ. Θεσσαλονίκης. Στην ομιλία της, το Σάββατο 12/10 ανέδειξε ότι ο φαρμακοποιός διαχρονικά ενέπνεε το σεβασμό και οι πολίτες ζητούσαν τη γνώμη και τη συμβουλή του, καθώς το επιστημονικό κύρος του ήταν αδιαμφισβήτητο.
«Γενικά δεν ήταν η οικονομική ευμάρεια που προσέδιδε στον φαρμακοπώλη εκείνης της εποχής την κοινωνική αποδοχή, όσο αυτή καθΆ αυτή η τέχνη του και ο σημαντικός ρόλος της προσφοράς και της εξυπηρέτησης του κοινωνικού συνόλου», εξηγεί η ίδια και προσθέτει ότι «για την πλειοψηφία των πολιτών το φαρμακείο ήταν το κοντινότερο σημείο παροχής υπηρεσίας υγείας και επαφής με επιστήμονα υγείας. Ακόμα και οι γιατροί εξέταζαν τους ασθενείς στα εργαστήρια των φαρμακείων». Στις δυσκολίες της εποχής ήταν η εξεύρεση των πρώτων υλών (αφού όλα γίνονταν δια χειρός φαρμακοποιού), το πλεονέκτημα όμως ήταν η εξαοτιομικευμένες δόσεις, καθώς κάθε φάρμακο παρασκευαζόταν για τον συγκεκριμένο ασθενή.
Πολιτικά σαλόνια και φιλολογικά καφενεία
Όπως ανέφερε η Ε. Πανταζόγλου, στα χρόνια του Όθωνα τρία ήταν τα καταστήματα που λειτουργούσαν σαν πολιτικά σαλόνια: τα παντοπωλεία, τα κουρεία και τα φαρμακεία. Ο φαρμακοποιός συνήθως συγκέντρωνε την ανώτερη ομάδα των αστών, αλλά και τους πολιτικά «ομοφρονούντες» και πολλές φορές στην εκλογική περίοδο τα φαρμακεία λειτουργούσαν σαν εκλογικά κέντρα. «Οι φαρμακοποιοί είχαν σημαντική παρουσία στους εθνικούς αγώνες. Ο Ανδρέας Κούνουπας, εκτός από φαρμακοποιός, υπήρξε ζωγράφος και αγωνιστής της Αντίστασης. Στο φαρμακείο Ζωγράφου, τον καιρό του Μακεδονικού αγώνα, γίνονταν και συναντήσεις αγωνιστών και τύχαιναν περίθαλψης τραυματίες πατριώτες. Επίσης το φαρμακείο της Γουμένισσας υπήρξε κέντρο του Μακεδονικού αγώνα», επισήμανε.
Τα πρώτα φαρμακεία
Το πρώτο φαρμακείο στην Ελλάδα ιδρύθηκε στο Ναύπλιο το 1828 από τον φαρμακοποιό Βονιφάτιο Βοναφίν. Η συμβολή του στη ζωή της πρωτεύουσας ήταν τόσο σημαντική, που ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας του απένειμε το Χρυσό Μετάλλιο του Φοίνικα. Το όνομά του έχει συνδεθεί με τη δολοφονία του Καποδίστρια, αφού στο φαρμακείο του ταριχεύτηκε η σωρός του. Το φαρμακείο λειτούργησε έως το 1972 από την Ε. Γουζουάση. «Στη Θεσσαλονίκη υπήρχε ελληνικό φαρμακείο από το 1887 με ιδιοκτήτη τον Χριστόδουλο Πάττωρα. Το 1890 ο Γαβριήλ Πεντζίκης, πτυχιούχος από το πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης, άνοιξε φαρμακείο και φαρμακαποθήκη στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Αγίας Σοφίας. Το 1946 το φαρμακείο μεταφέρθηκε στο Μέγαρο Βαρβιτσιώτη, στην οδό Εγνατίας 108. Εκεί λειτουργεί απρόσκοπτα μέχρι σήμερα», τονίζει η κ. Πανταζόγλου και συμπληρώνει ότι το φαρμακείο του Νίκου Γ. Πεντζίκη το 1945 αποτέλεσε έδρα του περιοδικού «Κοχλίας», ενώ στο πατάρι του στεγάστηκαν τα γραφεία της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.
Η πολυπραγμοσύνη
Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, τα έτοιμα φάρμακα άρχισαν να αντικαθιστούν τα προϊόντα του εργαστηρίου αλλά προστέθηκαν καλλυντικά, ορθοπεδικά είδη και παιδικές τροφές. Το φαρμακείο Δαμβέργη στην Αθήνα έφερνε φάρμακα από την Αγγλία και τη Γαλλία, ομοιοπαθητικά από την Αμερική και διέθετε ποικιλία επιδέσμων, κηλεπιδέσμων, ορών, ιαματικών υδάτων και οξυγόνου. Περιλάμβανε επίσης και εργαστήρια για χημικές αναλύσεις, καρδιογράφους και σφυγμογράφους, κλιβάνους για απολυμάνσεις και αποστειρώσεις, ενώ αναλάμβανε και ταριχεύσεις, ενώ σε κάποια φαρμακεία υπήρχε και πρωτοποριακό για την εποχή τμήμα οπτικών και τμήμα φωτογραφικό, όπου πωλούσαν φωτογραφικές πλάκες και εκτύπωναν φωτογραφίες.
Φαρμακεία τότε και τώρα
Η Ε. Πανταζόγλου μίλησε και για τη «βαζαρία», τα φυτικά φάρμακα και τα δηλητήρια, τα αιθέρια έλαια και τα πτητικά φάρμακα, εξηγώντας πώς προμηθεύονταν πρώτες ύλες μέχρι τον πόλεμο του 1940, τι γινόταν με τα εμβόλια, τις τιμές και τις συναλλαγές, κάνοντας μια σύγκριση με το σήμερα και με τον πρόσφατο νόμο του 2019 που η ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε στα ιδιωτικά φαρμακεία να διενεργούν τον αντιγριπικό εμβολιασμό και τον αντιτετανικό ορό, έπειτα από σχετική πιστοποίηση. «Έτσι οι φαρμακοποιοί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας προς όφελος του πληθυσμού και προς αποσυμφόρηση των κρατικών μονάδων υγείας», είναι το συμπέρασμα της ομιλήτριας.