«Δύο χρόνια έχουν περάσει μετά την έλευση νέων θεραπειών για την ηπατίτιδα C στην Ελλάδα και λιγότεροι από 1.000 ασθενείς ετησίως ξεκινούν θεραπεία με αυτές» καταγγέλλει η ομάδα εργασίας εμπειρογνωμόνων Hepaction.
Πρόσβαση στις καινούργιες θεραπείες έχουν μόνο οι ασθενείς σταδίου ίνωσης F4 (κίρρωση) και ασθενείς σταδίου ίνωσης F3, οι οποίοι έχουν ήδη λάβει παλιότερα θεραπευτικά σχήματα και έχουν αποτύχει. Η Hepaction όμως κάνει λόγο για επιτακτική ανάγκη πρόσβασης σε αυτές τις θεραπείες περισσότερων ασθενών με ηπατίτιδα C και ζητά διεύρυνση των κριτηρίων για τους ασθενείς σε ηπιότερα στάδια ίνωσης του ήπατος και άμεση προτεραιότητα στους ασθενείς:
- με στάδιο ίνωσης F2
- με συνοδά νοσήματα
- σε όσους παρουσιάζουν αντένδειξη στα παλαιότερα θεραπευτικά σχήματα.
Προφανώς το υψηλό κόστος των καινοτόμων φαρμάκων είναι ο λόγος που λίγοι ασθενείς λαμβάνουν καινοτόμες θεραπείες και γι' αυτό το υπουργείο Υγείας είχε δεσμευθεί ότι θα ξεκινήσει τη διαδικασία διαπραγμάτευσης με τις φαρμακευτικές εταιρίες για μείωση της τιμής, κάτι όμως που καθυστερεί, σύμφωνα με τη Hepaction, η οποία καλεί την πολιτεία να ολοκληρώσει άμεσα τη διαδικασία διαπραγμάτευσης.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κοσκίνα, καθηγητή Παθολογίας-Ηπατολογίας, «τα νέα αντι-ιικά φάρμακα για την ηπατίτιδα C έχουν εξαιρετική αποτελεσματικότητα, επιτυγχάνοντας κάθαρση του ιού σε ποσοστό άνω του 95% για όλους τους ασθενείς ανεξαρτήτως σταδίου ηπατικής νόσου και γονοτύπου του ιού, δεν έχουν ιδιαίτερες παρενέργειες και δίδονται συνήθως για διάστημα 3 μηνών». Συνεπώς αν οι θεραπείες αυτές δοθούν σε περισσότερους ασθενείς, θα μπορέσουμε σταδιακά να επιτύχουμε εξάλειψη της λοίμωξης και των δυσμενών συνεπειών της.
Επιπλέον, ο καθηγητής Παθολογίας - Γαστρεντερολογίας Γεώργιος Παπαθεοδωρίδης, κάνει λόγο για επιβεβλημένη ανάγκη χορήγησης των νέων αντι-ιικών φαρμάκων σε ειδικούς πληθυσμούς και ιδιαίτερα στα πολυμεταγγιζόμενα άτομα με θαλασσαιμία και δρεπανοκυτταρική νόσο, «τόσο λόγω συννοσηρότητας και αυξημένου κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του ήπατος όσο και ως πράξη κοινωνικής ευαισθησίας και αποκατάστασης δικαίου για την "ιατρογενή" αιτία έκθεσης και μόλυνσης των ατόμων αυτών από τον ιό».
Στην Ελλάδα ζουν περίπου 5.000 άτομα με θαλασσαιμία (μεσογειακή αναιμία) και δρεπανοκυτταρική νόσο (δρεπανοκυτταρική και μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία) και εξ αυτών περίπου 2.500 είναι τακτικά μεταγγιζόμενοι. «Περίπου το 50% μολύνθηκε μέσω του αίματος με ηπατίτιδα C σε νεαρή ηλικία και σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου 800 - 1.000 άτομα ζουν και με ηπατίτιδα C», ανέφερε η Ιωάννα Μυρίλλα, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Πασχόντων από Μεσογειακή Αναιμία. Σημείωσε ότι η εφαρμογή του μοριακού ελέγχου του αίματος στην Ελλάδα είχε εγκληματική καθυστέρηση 10 ετών και από το 2008 που εφαρμόστηκε δεν υπάρχει κανένα νέο κρούσμα.
«Η Πολιτεία οφείλει να ακολουθήσει τις διεθνείς και τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες και να παρέχει πρόσβαση στις νέες θεραπείες σε όλους τους ασθενείς που ζουν με συλλοίμωξη HIV και ηπατίτιδας C» υποστηρίζει ο Μάριος Ατζέμης, μέλος του Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή».