Της
Καραμαλούδη Φωτεινής, εκπαιδευτικού Μέσης Εκπαίδευσης
|
15ος αιώνας… Ο αιώνας των μεγάλων ανακαλύψεων και εφευρέσεων, τελεσφόρος για όλες τις επιστήμες και ιδιαίτερα για τη φαρμακευτική και την εξέλιξή της. Πολυάριθμες δρόγες κατακλύζουν τώρα τις αγορές των ευρωπαϊκών πόλεων. Άγνωστες. Σπάνιες. Εξωτικές. Ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκο ντε Γκάμα, ο Φερδινάνδος Μαγγελάνος, ο Αμέρικο Βεσπούτσι, ο Φερνάντο Κορτέζ, ο Φραγκίσκος Πιζάρρο κ.ά. ανακαλύπτουν και κατακτούν εν ονόματι των βασιλέων απρόσιτους έως τότε τόπους. Τα φαρμακεία της εποχής πλουτίζονται με την κόκα, την κιγχόνη, την ιπεκακουάνα, την αμαμηλίδα, τη σαρσαπαρίλλη, το κοπάλιο βάλσαμο, το ελέμιο, το θεόβρωμα κακάο, το βάλσαμο του Περού και με τόσα άλλα. Με την εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο το 1436, το βιβλίο γίνεται εργαλείο στο δρόμο της γνώσης και προσφέρει σημαντικότατες υπηρεσίες στην επιστήμη. Τα βιβλία του Διοσκουρίδη, του Θεόφραστου, του Αβικέννα και του Πλίνιου τυπώνονται αμέσως μετά την έκδοση της Ιεράς Βίβλου. Χάρις στην τυπογραφία, τα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων εξέρχονται από τα περιχαρακωμένα όρια των μοναστηριών, διδάσκονται στα πανεπιστήμια και συμβάλλουν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της ιατρικής. Τα φαρμακεία κατά το 15ο αιώνα ειδικεύονται περισσότερο στην παρασκευή των φαρμάκων. Νέοι αυστηροί κανονισμοί όπως η απαγόρευση της συνάσκησης του ιατρικού και φαρμακευτικού επαγγέλματος από το ίδιο πρόσωπο, οι αυστηρότερες εξετάσεις κτλ. εκδίδονται το 1480 για το φαρμακευτικό επάγγελμα με πρωτοπόρα τη Βενετία, όπου ιδρύεται το 1565 και το Collegio dei Speciali ή Collegio Farmaceutiko. Ας σημειωθεί ότι, κατόπιν αιτήσεως των φαρμακοποιών, το Ανώτατο Συμβούλιο των Δέκα διέκρινε τους φαρμακοποιούς (Speciali) από τους δρογοπώλες (Droghieri) και τους λοιπούς παντοπώλες. Με το ίδιο διάταγμα απαγορεύθηκε και το άνοιγμα φαρμακείου χωρίς ειδική άδεια. Το «Compendium Aromatariorum» του Σαλαδίνουήταν το κύριο έργο της θεωρητικής μόρφωσης, αλλά και της πρακτικής εξάσκησης των φαρμακοποιών στη Βενετία. Ο Σαλαδίνος (Saladinus Asculanus) από το Ασκόλι ήταν Μουσουλμάνος, γιατρός του πρίγκηπα του Τάραντα Giovanni Antonio Di Balza Orsino. Στο Σαλέρνο τον αποκαλούσαν Artium et Medicinae Doctor. Στο βιβλίο του, πέρα από τη συνταγολογία και τη φαρμακευτική τέχνη, περιλαμβανόταν ο όρκος των φαρμακοποιών και η επαγγελματική δεοντολογία. Οι υποψήφιοι φαρμακοποιοί, μετά από μαθητεία ενός έτους σε φαρμακείο διπλωματούχου φαρμακοποιού, έδιναν εξετάσεις ενώπιον οκτώ αντιπροσώπων του φαρμακευτικού σώματος οι οποίοι εξελέγοντο από τους παλιούς φαρμακοποιούς. Όσοι περνούσαν επιτυχώς τις εξετάσεις ελάμβαναν από τον υπουργό ένα πιστοποιητικό, το Scheda. Για την προετοιμασία των υποψηφίων προς εξέταση, υπεδεικνύοντο δύο καθηγητές (Promotori). Οι υποψήφιοι έδιναν εξετάσεις (στα λατινικά ή στα ιταλικά) στη φαρμακοτεχνία, τη βοτανική και τη χημεία, προφορικά και γραπτά. Μετά την εξέταση ακολουθούσε μυστική ψηφοφορία. Αυτός που ελάμβανε τα 2/3 των σφαιριδίων εθεωρείτο ικανός για τη φαρμακευτική και μετέβαινε στο δικαστήριο για να ορκιστεί ενώπιον των δικαστών, προκειμένου να λάβει το σχετικό δίπλωμα. Πολύ χαρακτηριστική ήταν η εξέταση των ηθικών προσόντων του υποψήφιου φαρμακοποιού από τον πρόεδρο της επιτροπής, με βάση τη δεοντολογία του Σαλαδίνου: «…ο φαρμακοποιός δεν πρέπει να είναι παίς ούτε έφηβος μικράς ηλικίας ούτε υπερήφανος ούτε αλαζών ούτε φιλογύνης ούτε κραιπαλώδης ούτε πολυφάγος ούτε μέθυσος ούτε παίκτης, αλλά μελετηρός, πρόθυμος, ήρεμος, έντιμος, θεοσεβής και ευσυνείδητος. Δίκαιος, ευθύς και ιδίως ελεήμων προς τους πτωχούς. Πρέπει να κατέχη την θεωρίαν και την τέχνην του. Να μην είναι αδαής και απαίδευτος, διότι διαχειρίζεται την ζωήν του ανθρώπου, ήτις είναι το πολυτιμότερον εις τον κόσμον. Να μην είναι άπληστος, ούτε φιλάργυρος, ούτε φιλοχρήματος, δια να μη φανή ότι μετέρχεται την τέχνην του μόνον προς συμφέρον, όπως συνηθίζουν οι αισχροκερδείς, και μάλιστα να μη πωλή τα φάρμακα εις μεγαλυτέραν, αλλ’ εις συγκαταβατικήν τιμήν, διότι προτιμότερον είναι να κερδίζη τις ολίγα και δικαίως, από το πολύ κέρδος επισύρων τας κατάρας των πτωχών. Να είναι ο φαρμακοποιός προσέτι θεοσεβής, σώφρων, επιμελής, σοβαρός και ευσυνείδητος, ως ελέχθη, δια να μη τολμά να πράξη ούτε δι’ έρωτα ούτε δια μίσος ούτε δια κερδοσκοπίαν πράξιν παρά την συνείδησιν του και την τιμήν του ιατρού. Δηλαδή να μη παρασκευάση φάρμακα εκτρωτικά ουδέ προς εξυπηρέτησιν των αρχόντων μηδέ δια χρήματα να τολμήση την παρασκευήν δηλητηριωδών φαρμάκων ή ποτών. Να μη σκευάζη σιρόπια δια μέλιτος αντί σακχάρεως, διότι δια τούτου θα εζημιούτο ο ασθενής και δεν θα εξετελείτο η εντολή του ιατρού. Ο φαρμακοποιός ωσαύτως δεν πρέπει άνευ της αδείας ή συμβουλής αξίου ιατρού να προβαίνη εις εκτέλεσιν φαρμάκου και ιδίως καθαρκτικού. Πρέπει να απορρίπτη τα παλαιά και έωλα σκευάσματα, τα μη ενεργούντα πλέον, ως και τα καταπότια, τα οποία είναι ως λίθος ξηρά και στερούνται θεραπευτικών ιδιοτήτων. Όταν δεν έχη εν τω φαρμακείω το υπό του ιατρού ορισθέν φάρμακον, να μην το αντικαταστήση δι’ άλλου άνευ της αδείας του ιατρού. Να μη χρησιμοποιή προώρως τας πόας, τα άνθη, τας νωπάς ρίζας, πριν ή αποξηρανθώσι, διότι συν τω χρόνω θα αποσυντεθώσιν, αλλά πρέπει να αποξηράνη ταύτα νόμω τέχνης. Πρέπει προσέτι ο φαρμακοποιός να διακρίνη ακριβώς την γεύσιν πάντων των απλών φαρμάκων, αν είναι δηλαδή πικρά, γλυκά ή όξινα, στυφά, γευστικά ή άγευστα, διότι, εάν νέος τις ιατρός άπειρος αναγράψη δραστικά φάρμακα και δύσγευστα δια τους ασθενείς, οφείλει ο φαρμακοποιός μη προβαίνων εις εκτέλεσιν της συνταγής να υποδείξη εις τον ιατρόν μετά του προσήκοντος σεβασμού, όπως διατάξη φάρμακα ευγεστότερα και ηπιώτερα, ίνα μη διαταραχθή ο στόμαχος του ασθενούς.» Το κολλέγιο απέκτησε σύντομα μεγάλη φήμη και εκτός Βενετίας. Η φαρμακευτική τέχνη θεωρήθηκε από τη Γερουσία ως ευγενές επάγγελμα (arte nobile). Οι φαρμακοποιοί και οι απόγονοί τους μπορούσαν να γραφούν στις χρυσές βίβλους. Η πρώτη διατίμηση φαρμάκων εξεδόθη στη Βενετία το 1566, ένα δηλαδή έτος μετά την ίδρυση του φαρμακευτικού κολλεγίου. Στο «Bulletin d’ Histoire de la Pharmacie» (Δελτίο της Ιστορίας της Φαρμακευτικής) (1919) αναφέρεται ύπαρξη διατίμησης του 1583. Μια τέτοια διατίμηση του 1583 κατείχε και ο Ζακυνθινός φαρμακοποιός Ι. Ρούσσος, σύμφωνα με μαρτυρία του καθηγητή Εμ. Εμμανουήλ. Έφερε μάλιστα τον τίτλο: «AL NOME DELL’ ETERNO DIO ET DEL SALVATORE NOSTRO SIGNOR GIESU CHRISTO» (Στο όνομα του αιώνιου Θεού και του Σωτήρα μας Κυρίου Ιησού Χριστού). Οι Βενετοί πιστεύεται ότι ανανέωναν τις διατιμήσεις των φαρμάκων κατ’ έτος. Σαν μονάδα βάρους χρησιμοποιούσαν τη δραχμή (4 γρ.), σπανιότερα την ουγγιά (33 γρ.) και ακόμα σπανιότερα τη λίμπρα (450 γρ.). Κατά το 16ο αιώνα η Βενετία, η βασίλισσα της Αδριατικής, κατείχε το μονοπώλιο της εμπορίας φαρμάκων σε όλη τη Μεσόγειο. Το εμπόριο αυτό διεξαγόταν μέσω εταιρειών εξαγωγής, οι οποίες ήταν υποχρεωμένες να λαμβάνουν έγκριση για τη χρησιμοποίηση των τιμολογίων πώλησης των εμπορευμάτων τους από το Συμβούλιο των Δέκα. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας μεριμνούσε για το επίπεδο των φαρμακευτικών υπηρεσιών, γι’ αυτό άλλωστε τα φαρμακεία της, τα οποία ονομάζονταν Bottega (medicinale), αργότερα δε Spezieria, εθεωρούντο ανώτερα όλων. Η επιθεώρηση των φαρμακείων ήταν συνεχής και αυστηρή. Οι φαρμακοποιοί όφειλαν να παρασκευάζουν πιστά, σύμφωνα με τις συνταγές του γιατρού, τα φάρμακα και να μη χορηγούν δηλητηριώδεις ουσίες. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις ήταν υποχρεωτική και η παρουσία γιατρού κατά την παρασκευή τους. Αργότερα, το 1790, θα κυκλοφορήσει η πρώτη και η μόνη Ενετική Φαρμακοποιία, ουσιώδες εργαλείο για τους φαρμακοποιούς. Το 1797, μετά από 1376 χρόνια ανεξαρτησίας, η Γαληνοτάτη θα κάμψει το γόνυ στο μεγαλείο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος όμως θα την παραδώσει στην αυταρχική διακυβέρνηση των Αυστριακών. Η Βενετία παύει να είναι θαλασσοκράτειρα, δε σταματά όμως και τους επόμενους αιώνες να κρατά ένα σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της φαρμακευτικής επιστήμης και του επαγγέλματος.
• Εμμανουήλ Εμ. Η ιστορία της φαρμακευτικής. Εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1948, σελ. 265-271. |
|