Η συνταγογράφηση είναι αμιγώς ιατρική πράξη και αποτελεί μία από τις βασικές υποχρεώσεις κάθε θεράποντος ιατρού. Η εκ μέρους του ιατρού πρόταση της πλέον κατάλληλης, κατά την επιστημονική του κρίση και τους σύγχρονους κανόνες της ιατρικής, εξατομικευμένης φαρμακευτικής θεραπευτικής αγωγής αποτελεί ηθική, δεοντολογική και νομική υποχρέωσή του. Και αυτό, ανεξάρτητα από την υποχρέωση να συνταγογραφεί με βάση αποκλειστικά τη δραστική ουσία και σύμφωνα με τους κανόνες της συνταγογράφησης.
«Ενόψει
σειράς ερωτημάτων ιατρών-μελών του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ),
επανερχόμαστε στο θέμα και, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, υπενθυμίζουμε
ότι αποτελεί όχι απλώς δικαίωμα, αλλά υποχρέωση του κάθε ιατρού να ενεργεί
σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής και τις επιταγές της επιστημονικής του
συνείδησης, να συνταγογραφεί μεν με τη δραστική ουσία, αλλά, παράλληλα, να
υποδεικνύει στον ασθενή το καταλληλότερο κατά τη κρίση του συγκεκριμένο φάρμακο
αναφοράς ή γενόσημο φάρμακο, ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στις
εξαιρέσεις της Υπουργικής Απόφασης, συνεκτιμώντας και τις όποιες οικονομικές
διαστάσεις. Τούτο επιβάλλει ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (άρθρ. 2 και 3 του
ν. 3418/2005), αλλά και είναι σύμφωνο με την κείμενη νομοθεσία, όπως, με τον
πλέον σαφή τρόπο, δέχθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ Ολομ. 3802/14-
ιδίως το σκεπτικό 18)», τονίζουν τα μέλη του ΙΣΑ.
Οι γιατροί καλούν, λοιπόν, με βάση το παραπάνω σκεπτικό, την μεν ΗΔΙΚΑ να αποσύρει άμεσα τη φραγή συνταγογράφησης στις περιπτώσεις που υπερκαλύπτονται τα όρια, τα δε μέλη του ΙΣΑ να τηρήσουν τη νομιμότητα και να εφαρμόσουν απαρέγκλιτα την παραπάνω οδηγία, ανταποκρινόμενα έτσι στο υπέρτατο καθήκον τους να ενεργούν πάντα με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον των ασθενών και τον σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια.