Δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των
παγκόσμιων φορέων για το τι ορίζεται ως ΣΔ. Η κοινή αντίληψη είναι ότι
πρόκειται για «over the counter» διατροφικά προϊόντα που αποτελούν
συμπυκνωμένες πηγές θρεπτικών ή φυσιολογικών συστατικών ή βιοδραστικές
ουσίες προερχόμενες από φυσικές πηγές και διατίθενται από εξειδικευμένη
αγορά (φαρμακεία) σε διακριτές δοσομετρικές μονάδες (χάπια, παστίλιες,
φακελάκια κτλ.).
Παρότι η ελληνική νομοθεσία, η οποία ακολουθεί την ευρωπαϊκή, περιλαμβάνει στα ΣΔ μόνο την πρώτη κατηγορία (θρεπτικά ή φυσιολογικά συστατικά), η προσέγγιση του θέματος από τη γενικότερη άποψη είναι χρήσιμη για να συμπεριληφθούν όλοι όσοι συμμετέχουν στη χορήγηση και κατανάλωση των ΣΔ, δεδομένου ότι το 77% των χορηγήσεων/καταναλώσεων γίνεται χωρίς συνταγή γιατρού. Έτσι ΣΔ είναι οι βιταμίνες, τα ανόργανα στοιχεία, τα αμινοξέα, τα ω3, τα διάφορα βότανα, τα προβιοτικά κ.ά.
Η
εκτίμηση της αξίας των ΣΔ γίνεται με βάση το κίνητρο που οδηγεί στην
κατανάλωσή τους. Εκείνο που τα κάνει πολύ ελκυστική επιλογή είναι ότι
παριστούν κάτι πιο περιεκτικό από την κοινή διατροφή και κάτι λιγότερο
τοξικό από τα φάρμακα, τα οποία προϋποθέτουν διάγνωση, συνταγογράφηση
και αποζημίωση.
Με τα ΣΔ μπορεί κανείς, θεωρητικά, με τρόπο
«φυσικό» να παρέμβει και είτε α) να αποκαταστήσει διατροφικά ελλείμματα
είτε β) να ενισχύσει τη λειτουργία του οργανισμού του είτε γ) να
προλάβει κάποια νοσήματα.
α) Διατροφικά ελλείμματα υπάρχουν ακόμα και στις αναπτυγμένες χώρες. Το ποσοστό 3-4% των ατόμων με ελεύθερη πρόσβαση στην τροφή δεν προσλαμβάνει τις αναγκαίες ημερήσιες ποσότητες διατροφικών συστατικών. Επίσημοι φορείς έχουν αναγνωρίσει διατροφικά συστατικά, των οποίων η έλλειψη θα απασχολήσει μακροπρόθεσμα τη δημόσια υγεία. Ο αποκλεισμός ομάδων τροφίμων από το διαιτολόγιο, η ηλικία και ο περιορισμός των προσλαμβανόμενων θερμίδων ενισχύουν περισσότερο το φαινόμενο αυτό. Σε αυτήν την περίπτωση η χορήγηση ΣΔ είναι μια προφανής λύση. Ωστόσο οι μελέτες έχουν δείξει ότι τα πολυβιταμινούχα/πολυστοιχειακά σκευάσματα έχουν αποκαταστήσει τα ελλείμματα κάποιων συστατικών, όμως όχι όλων.
β) Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα περισσότερα ΣΔ λαμβάνονται για τη γενική ευεξία και για την υγεία, καθώς και για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού, ενώ οι τυπικοί καταναλωτές στις δυτικές κοινωνίες έχουν το προφίλ του ενημερωμένου και ευαισθητοποιημένου στα θέματα υγείας ατόμου. Η επιμήκυνση του μέσου όρου ζωής
συμβάλλει θετικά, γιατί μεγεθύνει την επιθυμία για μακροχρόνια υγεία και ευεξία, κυρίως μέσω φυσικών/μη επικίνδυνων τρόπων.
γ) Για την κατανάλωση ΣΔ με σκοπό την πρόληψη νόσου, υπάρχουν τόσο θετικές όσο και αρνητικές μελέτες. Κατά κανόνα έχουν μελετηθεί η επίδραση στη γενική θνησιμότητα, στα καρδιαγγειακά νοσήματα και στον καρκίνο και πολύ λιγότερο στην άνοια, στην οστεοαρθρίτιδα, στις λοιμώξεις, στις συνέπειες της εμμηνόπαυσης και σε άλλες παθήσεις.
Ειδικό
ενδιαφέρον για την πρόληψη ή αντιμετώπιση νόσων παρουσιάζουν τα βότανα.
Τα πιο συχνά μελετημένα από αυτά είναι η echenachea, το ginseng, το
gingo, το βαλσαμόχορτο και το σκόρδο. Οφείλουν την ευεργετική τους δράση
σε διάφορες ουσίες (π.χ. φλαβονοειδή), χωρίς όμως αυτό να
επιβεβαιώνεται από όλες τις μελέτες.
Τέλος, η συσχέτιση του
εντερικού μικροβιώματος με πλήθος νοσημάτων, έχει δώσει το έναυσμα για
εκτεταμένη έρευνα σχετικά με τα προβιοτικά, τα οποία φαίνεται ότι θα
αποκτήσουν ιδιαίτερη θέση στο μέλλον.
Το γεγονός ότι τα δεδομένα δεν οδηγούν σε σαφή συμπεράσματα, δεν σημαίνει ότι είναι αρνητικά, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάστηκαν οφέλη. Ένας σημαντικός περιορισμός στη μέχρι τώρα τεκμηρίωση της διαφαινόμενης αξίας των ΣΔ είναι η έλλειψη τυχαιοποιημένων μελετών∙ κάποιες διεξάγονται τώρα με αυτό το σκοπό. Ένα άλλο πρόβλημα που δεν επιτρέπει τη γενίκευση των αποτελεσμάτων είναι η ετερογένεια των μελετών, δηλαδή ποιο συστατικό έχει μελετηθεί, για ποιο σκοπό, με ποιο σχεδιασμό και σε ποιον πληθυσμό.
Πόσο ισχύει η θεωρία ότι «αφού είναι φυσικά δεν βλάπτουν»
Γιατί
λοιπόν μέχρι την έλευση υψηλού επιπέδου ενδείξεων, να μη λαμβάνει
κανείς ΣΔ, αφού είναι φυσικά και μπορεί να κάνουν καλό; Γιατί δεν είναι
απόλυτα ακριβές το ότι «αφού είναι φυσικά, δεν βλάπτουν».
Πρώτον, οι ανεπιθύμητες ενέργειες, οι αντενδείξεις, οι αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και ο κίνδυνος υπερδοσολογίας είναι υπαρκτά φαινόμενα για πολλά από τα ΣΔ, ακόμη και όταν πρόκειται για φυσιολογικά συστατικά, όπως οι βιταμίνες. Αν και έχει υπολογιστεί ότι 2% των νοσηλειών οφείλονται σε κάποιο από τα παραπάνω, μόνο 1-20% των ανεπιθύμητων συμβάντων αναφέρονται επίσημα. Εδώ διευκολύνει το κανονιστικό-ρυθμιστικό πλαίσιο που είναι σημαντικά χαλαρότερο από εκείνο των φαρμάκων, αφού δεν απαιτεί τεκμηρίωση μέσω κλινικών μελετών πριν από την κυκλοφορία. Επιπρόσθετα, ενώ προβλέπει απόσυρση σε περίπτωση σοβαρών ζητημάτων ασφάλειας, δεν διασφαλίζει τη συστηματική αναφορά ανεπιθύμητων συμβάντων.
Δεύτερον,
το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο και η απουσία προτυποποίησης αφήνουν
στην κρίση του καταναλωτή σημαντικά θέματα που αφορούν την ποιότητα του
προϊόντος, την περιεκτικότητα, τις συνθήκες φύλαξης και τη διατηρούμενη
δραστικότητά του.
Τα ΣΔ αποτελούν μια θετική προσέγγιση που
εναρμονίζεται με τη στάση του σύγχρονου ανθρώπου που θέλει να συμμετέχει
ενεργά στη διαχείριση της υγείας του. Ωστόσο τα ΣΔ δεν αντικαθιστούν τα
απαραίτητα φάρμακα, ούτε υποκαθιστούν τη σωστή διατροφή, αλλά μάλλον
ανοίγουν έναν τρίτο χώρο με πολλούς συμμετέχοντες που ακόμη έχουν να
μάθουν και να κερδίσουν πολλά. Μέχρι την έλευση τεκμηρίωσης υψηλού
επιπέδου, ένας τρόπος να κρατήσουμε μόνο τα οφέλη είναι η εξατομικευμένη
προσέγγιση μέσα από τη συνεργασία καταναλωτή, γιατρού και φαρμακοποιού.
Η Μαρία Χριστοπούλου, MD, MBA είναι παθολόγος-εντατικολόγος, MSc στην Κλινική Διατροφή και συνεργάζεται σαν Ιατρική Σύμβουλος στην Pharmaserve-Lilly.