Τη μη χρήση των τεστ αντιγόνου, γνωστών και ως rapid tests, για τον έλεγχο των ταξιδιωτών στα αεροδρόμια ή στα σύνορα για την COVID-19 συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Αυτό γιατί τα άτομα αυτά προέρχονται από χώρες με διαφορετικό
επιπολασμό της νόσου, άρα δεν μπορούμε να έχουμε αξιόπιστα αποτελέσματα.
Τα παραπάνω ανέφερε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μικροβιολογίας στο Κέντρο Αναφοράς
SARS-CoV2 της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, Γεωργία Γκιούλα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της
με θέμα «Γενικά χαρακτηριστικά του ιού SARS-Cov2 και η επιδημιολογία της νόσου που
προκαλεί» στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής που διοργάνωσε
διαδικτυακά στις 7 και 8 Νοεμβρίου ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.
Επιπλέον είπε ότι ο ΠΟΥ επισημαίνει ότι τα τεστ αντιγόνου δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε
άτομα χωρίς συμπτώματα, εκτός αν υπάρχει ιστορικό επαφής, σε χαμηλή επίπτωση της
νόσου, διότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι αξιόπιστα, ούτε για screening πριν από την
αιμοδοσία. Επίσης δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν δεν υπάρχουν τα απαραίτητα
επίπεδα βιοασφάλειας, διότι από διάφορες μελέτες έχει παρατηρηθεί μετάδοση του
ιού από τη μη σωστή χρήση του τεστ.
Η Γ. Γκιούλα πρόσθεσε πάντως τα τεστ αντιγόνου
δίνουν αποτέλεσμα σε μικρότερο χρονικό διάστημα, έχουν υψηλή ακρίβεια επί θετικού
αποτελέσματος, έχουν χαμηλότερη ευαισθησία σε σύγκριση με τη μοριακή μέθοδο PCR
και καλύτερα αποτελέσματα στα αρχικά στάδια της νόσου.
Οι περιπτώσεις που πρέπει να
χρησιμοποιούνται, σύμφωνα με το ECDC, είναι σε άτομα με συμπτώματα ή που ήρθαν σε
επαφή με ένα γνωστό θετικό και ένα επιβεβαιωμένο ή ύποπτο περιστατικό,
σε ασυμπτωματικά εκτεθειμένα άτομα και για την παρακολούθηση του επιπολασμού.
Επίσης όταν οι μοριακές τεχνικές δεν είναι διαθέσιμες ή όταν η καθυστερημένη διάγνωση
αποκλείει την κλινική χρησιμότητά τους.