Του Δημήτρη Αγαθόπουλου,
Προέδρου του ΔΣ του Φ.Σ. Κιλκίς
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, σύμφωνα με την παλαιότερη οδηγία Μπόλκεσταϊν και τις μέλλουσες επιταγές του ΔΝΤ, το οποίο επέβαλε τέτοιου είδους πρακτικές όπου έχει πατήσει το πόδι του. Μέσα στην λίστα αυτών των επαγγελμάτων βρίσκονται και τα φαρμακεία.
Παρ’ όλο που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με απόφασή του έχει εξαιρέσει τα επαγγέλματα υγείας από τις οδηγίες Μπόλκεσταϊν, διότι οι Ιατρικές υπηρεσίες και το Φάρμακο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κοινά εμπορικά είδη, μεγάλη μερίδα του τύπου επανέρχεται, σκοπίμως κατά την άποψή μου, με δημοσιεύματα τα οποία επαναφέρουν το θέμα της πλήρους απελευθέρωσης των κλειστών επαγγελμάτων σαν να είναι αυτά που σε ένα ποσοστό έχουν συμβάλει στο κατάντημα της χώρας.
Ας δούμε όμως είναι αυτή η αλήθεια; Μήπως είναι μικρός ο αριθμός των Ταξί και των Φορτηγών αυτοκινήτων και πρέπει να αυξηθούν ακόμη περισσότερο; Μήπως οι συμβολαιογράφοι δεν προλαβαίνουν να εξυπηρετήσουν τους πολίτες και παρατηρούνται πολύχρονες αναμονές; Μήπως είναι λίγα τα αρτοποιεία και ο κόσμος κάνει ουρές για να προμηθευτεί ψωμί; Μήπως τα καταστήματα οπτικών δεν επαρκούν; Μήπως τα πρατήρια καυσίμων δεν επαρκούν; Ή μήπως τα Φαρμακεία στην Ελλάδα είναι λίγα και δεν μπορεί ο Πολίτης έγκαιρα να προμηθευτεί τα φάρμακά του;
Σίγουρα δεν συμβαίνει τίποτε από τα παραπάνω, απεναντίας, σε ορισμένες περιπτώσεις, θα έπρεπε να μειωθεί ο αριθμός αυτών για να υπάρχει ένας υγιής ανταγωνισμός που να παρέχει στον πολίτη υψηλού επιπέδου υπηρεσίες.
Οι υποστηρικτές της αντίθετης άποψης επιχειρηματολογούν και λένε ότι σε αυτές τις κατηγορίες επαγγελμάτων, ενώ η πολιτεία τους παραχωρεί την άδεια λειτουργίας δωρεάν, αυτοί την εμπορεύονται δημιουργώντας μεγάλη υπεραξία η οποία δεν έχει παραγωγική βάση. Εύλογο το επιχείρημα. Η λύση του προβλήματος όμως είναι πάρα πολύ απλή. Η Πολιτεία έτσι όπως παραχώρησε την άδεια σε οποιοδήποτε από τους παραπάνω, με τον ίδιο τρόπο μπορεί να την αφαιρέσει όταν αποφασίσει ο ενδιαφερόμενος να εγκαταλείψει το επάγγελμα, δίνοντάς του τη δυνατότητα της μεταβίβασης μόνο σε πρόσωπο πρώτου βαθμού συγγένειας ή σε τρίτους με ένα λογικό μετρήσιμο αντάλλαγμα το οποίο θα καθορίζει η πολιτεία σύμφωνα με την αξία του εμπορεύματος, τον τζίρο, το απασχολούμενο ανθρώπινο δυναμικό και άλλες παραμέτρους.
Η αλήθεια όμως δεν βρίσκεται στο παραπάνω επιχείρημα. Οι λόγοι που επιβάλουν μια τέτοια εξέλιξη είναι καθαρά πολιτικοί και κρύβονται πίσω τους μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Για να γίνει κατανοητό αυτό ας πάρουμε για παράδειγμα το δικό μου επάγγελμα, το Φαρμακείο.
Κατ’ αρχήν πρέπει να προσδιορίσουμε τι εννοούν με το όρο άνοιγμα του επαγγέλματος. Εννοούν ότι μπορεί να ανοίξει όπου θέλει ο καθένας το φαρμακείο του, χωρίς περιοριστικά μέτρα; Εννοούν ότι τα φαρμακεία μπορούν να ανήκουν και σε επιχειρηματίες μη Φαρμακοποιούς; Εννοούν ότι πολλά φάρμακα θα μπορούν να πωλούνται και στα supermarket; Εννοούν το φάρμακο να μην έχει σταθερή λιανική τιμή αλλά αυτή να διαμορφώνεται με όρους ανταγωνισμού στην αγορά; Εννοούν τη δημιουργία αλυσίδων ελεγχόμενων από πολυεθνικές του χονδρεμπορίου;
Ας τα πάρουμε όμως ένα – ένα.
Το επάγγελμα του φαρμακοποιού δεν είναι κλειστό όπως υποστηρίζουν κάποιοι. Απόδειξη αυτού είναι ότι την τελευταία τριετία άνοιξαν περίπου 2500 νέα φαρμακεία και στα πιο απομακρυσμένα σημεία της χώρας πετυχαίνοντας με το ισχύων νομικό καθεστώς μία σχεδόν τέλεια κατανομή των φαρμακείων σε όλη την επικράτεια. Αυτό που δεν μπορεί να γίνει σήμερα είναι να ανοίξει κάποιος φαρμακείο όπου θέλει. Σε περίπτωση άρσης αυτών των περιοριστικών μέτρων (πληθυσμιακών και αποστάσεων), διότι περί αυτών πρόκειται, τότε αυτή η χωροταξική ισοκατανομή θα αντικατασταθεί με την συσσώρευση πολλών φαρμακείων στα μεγάλα αστικά κέντρα και πολύ περισσότερο κοντά στα κέντρα συνταγογράφησης, αποψιλώνοντας την περιφέρεια από την δυνατότητα άμεσης εξυπηρέτησης από το φαρμακείο του χωριούή της γειτονιάς. Πέραν αυτού θέλει η κυβέρνηση την ανεξέλεγκτη αύξηση των φαρμακείων όταν η ίδια διαπιστώνει ότι ο ήδη υπάρχων αριθμός είναι φοβερά υπερβολικός;
Αν πάλι εννοούμε ως άνοιγμα, ότι κάποιοι επιχειρηματίες μη φαρμακοποιοί, θα μπορούν να έχουν στην ιδιοκτησία τους φαρμακευτικές μονάδες, φαρμακεία ή φαρμακαποθήκες, τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε και την πιο άγρια κερδοσκοπία στις πλάτες του κάθε ασθενή. Με μαθηματική ακρίβεια μια τέτοια εξέλιξη θα είχε σαν αποτέλεσμα την εξαγορά πολλών φαρμακείων από οικονομικά ισχυρούς επιχειρηματίες και την υπαλληλοποίηση των Φαρμακοποιών σε αυτές τις μονάδες ή σε μεγαλύτερες που θα δημιουργηθούν.
Μπαίνει το ερώτημα, οι έχοντες αυτή την σχέση εργασίας Φαρμακοποιοί, πρώτον θα έχουν το ίδιο ενδιαφέρον για την δουλειά τους και την εξυπηρέτηση του πολίτη; Και δεύτερον ποιος θα παίρνει την τελική απόφαση για τις προτεινόμενες επιλογές και λύσεις που θα δίνονται στον ασθενή;
Ένα απλό παράδειγμα: σε ένα απλό κρυολόγημα, στις περισσότερες των περιπτώσεων οι συνάδελφοι φαρμακοποιοί αποτρέπουμε τους ασθενείς να καταφεύγουν στις αντιβιώσεις και τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα, συνιστώντας απλά αντιπυρετικά ή αποσυμφορητικά. Στην περίπτωση του ιδιοκτήτη επιχειρηματία θα προτιμηθεί αυτή η λύση ή η χορήγηση της ακριβότερης αντιβίωσης, ενός ισχυρού και εξ ίσου ακριβού αντιφλεγμονώδους, μιας ομεπραζόλης για το στομάχι, μιας βιταμίνης και πάει λέγοντας; Και πέραν της επιβάρυνσης της υγείας του πολίτη ποιος επιχειρηματίας και με ποια κριτήρια θα υπερασπίσει την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων;
Ή μήπως εννοούν ως άνοιγμα του επαγγέλματος την ελεύθερη πώληση μεγάλης μερίδας φαρμάκων και από τα supermarkets; Είναι αλήθεια ότι το γνωστικό αντικείμενο κάθε πολίτη με μέσω επίπεδο μόρφωσης και ενημέρωσης, έχει αυξηθεί και έτσι μπορεί κάλλιστα να διαχειριστεί από μόνος του, χωρίς την παρέμβαση γιατρού ή φαρμακοποιού, ελαφριές διαταραχές της υγείας του. Κατ’ επέκταση φαίνεται λογικό, αυτά τα φάρμακα να μπορεί να τα προμηθευτεί και από άλλα σημεία εκτός φαρμακείων. Αυτή όμως είναι η αλήθεια ή τα πράγματα είναι διαφορετικά;
Κατ’ αρχήν τα φαρμακεία είναι τόσα πολλά (απείρως περισσότερα των supermarkets) και δεν συντρέχει λόγος αύξησης των σημείων πώλησης. Δεύτερον ακόμη και αυτά τα φάρμακα δεν είναι αθώα, για να μπορεί να τα διαχειριστεί ο καθένας χωρίς την συμβουλή του γιατρού ή του φαρμακοποιού. Και τρίτον αποκρύπτεται σκοπίμως ότι αυτά τα φάρμακα δεν θα δικαιολογούνται πλέον από τα ασφαλιστικά ταμεία και θα επιβαρύνουν την τσέπη του κάθε φορολογούμενου πολίτη. Αυτό σημαίνει ότι την τιμή και την ποιότητα αυτού του φαρμάκου θα τα καθορίζει πλέον η αγορά και καταλαβαίνει ο καθένας τι σημαίνει αυτό.
Εάν πάλι εννοούν ως άνοιγμα την απελευθέρωση της τιμής των φαρμάκων, μήπως κάποιοι ανευθυνοϋπεύθυνοι θα έπρεπε να το σκεφθούν δύο και τρεις φορές πριν το τολμήσουν; Η απελευθέρωση της τιμής των φαρμάκων νομοτελειακά θα υποβαθμίσει την ποιότητα των φαρμάκων λόγω ανταγωνισμού και στην πορεία θα δημιουργηθούν τραστ μεταξύ των εταιρειών με αυξήσεις τιμών και πολύ μεγαλύτερη ασυδοσία στο κύκλωμα του φαρμάκου.
Εάν λοιπόν όλα αυτά συμβούν ή κάποια από τα παραπάνω, τότε να περιμένουμε με μαθηματική ακρίβεια, την εγκατάσταση κάποιων πολυεθνικών εταιρειών στο χώρο του φαρμάκου, εξαγοράζοντας φαρμακεία με στόχο την δημιουργία αλυσίδων τύπου Lidl ή Aldi, εξαφανίζοντας σταδιακά τα φαρμακεία της γειτονιάς, όπως ακριβώς συνέβη με πολλά άλλα καταστήματα και μικρές επιχειρήσεις.
Η μέχρι τώρα πρακτική μας έδειξε ότι η αντικατάσταση των μικρών επιχειρήσεων από μεγαλύτερες πολυεθνικές σε καμία περίπτωση δεν ωφέλησε την αύξηση της επιχειρηματικότητας αλλά ούτε και τον καταναλωτή. Πολύ περισσότερο στον χώρο της υγείας μία τέτοια αλλαγή θα σήμαινε υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και της ποιότητας του φαρμάκου. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να ξεχάσουμε δια παντός το Φαρμακείο και τον Φαρμακοποιό της Γειτονιάς. Όπου επιχειρήθηκαν τέτοιου είδους πρακτικές, όπως στις αγγλοσαξονικές χώρες, τη Νορβηγία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για την κοινωνική ασφάλιση και μετακύλησαν οι δαπάνες για την υγεία στις τσέπες των ασθενών.
Σαν κλάδος οφείλουμε να προασπίσουμε τον κοινωνικό χαρακτήρα της ασφάλισης, πρέπει να στηρίξουμε τα ασφαλιστικά ταμεία από την κακοδιαχείρισηκαι τις υπέρογκες και αδικαιολόγητες υγειονομικές δαπάνες, πρέπει να ενισχύσουμε το υγιές Συνεταιριστικό μας κίνημα, πρέπει να αποτρέψουμε τη διαμόρφωση της τιμής του φαρμάκου με τους νόμους της ασύδοτης αγοράς, πρέπει να διαφυλάξουμε την επιστημονική μας αξιοπρέπεια αρνούμενοι να την παραχωρήσουμε στον οποιοδήποτε, ΠΡΕΠΕΙ ΣΕ ΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ΟΤΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ. Οι πραγματικοί ανταγωνιστές μας είναι εκτός κλάδου και επαγγέλματος, είναι τα κοράκια του χοντρεμπορίου τα οποία θέλουν να αλώσουν πλήρως και τον χώρο της υγείας.
ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΜΕ ΚΑΘΕ ΤΡΟΠΟ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΑΥΞΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΔΕΣΜΟΥΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ. ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ, ΜΙΚΡΟ Ή ΜΕΓΑΛΟ, ΠΑΡΕΧΕΙ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΕΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ».