Ετήσια άδεια μισθωτών
Τι ισχύει µετά τις τελευταίες αλλαγές
Ένα επίκαιρο ζήτηµα που απασχολεί το καλοκαίρι τους φαρµακοποιούς µε προσωπικό στο φαρµακείο τους είναι η ετήσια άδεια που πρέπει να δοθεί στους µισθωτούς για την ανάπαυσή τους. Κι αυτό γιατί πρέπει να υπάρξει συντονισµός και προγραµµατισµός, έτσι ώστε να πάρουν την άδειά τους όλοι οι εργαζόµενοι που δικαιούνται, σύµφωνα µε την ηµεροµηνία πρόσληψής τους, χωρίς να δηµιουργηθεί κανένα πρόβληµα στην λειτουργία της επιχείρησης. Στο κείµενο που ακολουθεί θα δούµε πώς ακριβώς διαµορφώνεται σήµερα το καθεστώς των αδειών, ποιοι και πόσες µέρες δικαιούνται.
Ηµέρες άδειας µισθωτών
Με το άρθρο 1 του Ν.3302/2004 επαναφέρεται το «ηµερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας των εργαζοµένων. Παράλληλα, διευκρινίζεται πλήρως και συµπληρώνεται η διαδικασία λήψης της άδειας κατά τα δύο πρώτα ηµερολογιακά έτη της εργασιακής σχέσης του µισθωτού.
Ειδικότερα, µε τη νέα παράγραφο 1α του Α.Ν.539/1945, προβλέπεται ότι όλοι οι εργαζόµενοι που συνδέονται µε σύµβαση ή σχέση εργασίας ορισµένου ή αορίστου χρόνου δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια µε αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριµένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά (ποσοστό) µε βάση το χρονικό διάστηµα που απασχολήθηκε ο εργαζόµενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούµενης άδειας υπολογίζεται µε βάση την ετήσια άδεια 20 εργάσιµων ηµερών (4 εβδοµάδες) επί πενθηµέρου εβδοµαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιµων ηµερών (πάλι 4 εβδοµάδες) επί εξαηµέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 µήνες συνεχούς απασχόλησης.
Η εν λόγω διάταξη της παρ.1α, όπως και η αντίστοιχη ρύθµιση του άρθρου 6 του Ν.3144/2003, καταργεί το βασικό χρόνο εργασίας-αναµονής (12 µήνες σύµφωνα µε τον Α.Ν.539/1945 ή 10 µήνες κατά την ΕΣΣΕ του έτους 2002), τον οποίο έπρεπε να συµπληρώσει ο µισθωτός στον ίδιο εργοδότη για τη θεµελίωση δικαιώµατος λήψης άδειας.
Οι ρυθµίσεις αυτές του Ν.3302/2004, εφαρµόζουν τη νοµολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σχετικά µε τη χορήγηση ετήσιας άδειας µε αποδοχές. Σύµφωνα µε την εν λόγω κοινοτική ρύθµιση, όπως ερµηνεύτηκε µε τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου, κάθε εργαζόµενος δικαιούται κατ’ ελάχιστον 4 εβδοµάδες άδειας κατ’ έτος, η οποία δύναται να χορηγηθεί κατ’ αναλογία του χρόνου απασχόλησης.
Ως ηµέρες άδειας υπολογίζονται µόνο οι εργάσιµες ηµέρες. Δε συµπεριλαµβάνονται δηλαδή στις ηµέρες άδειας οι Κυριακές και οι αργίες, καθώς και οποιαδήποτε άλλη µη εργάσιµη ηµέρα του µισθωτού (π.χ. Σάββατο), οι οποίες εµπίπτουν στο χρονικό διάστηµα στο οποίο ο µισθωτός κάνει χρήση της άδειας του.
Κατάτµηση άδειας
Κατά κανόνα η άδεια αναπαύσεως των µισθωτών χορηγείται ολόκληρη, άπαξ του έτους. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η κατάτµηση της άδειας σε περίπτωση ιδιαιτέρως σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχειρήσεως ή ύστερα από αίτηση του µισθωτού λόγω δικαιολογηµένης αιτίας και πάντοτε µετά από έγκριση της αρµόδιας Τοπικής Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας.
Στην περίπτωση αυτή, το πρώτο µέρος της άδειας πρέπει να περιλαµβάνει έξι (6) τουλάχιστον ηµέρες. Για τους ανήλικους µισθωτούς η κανονική άδεια χορηγείται κατά την περίοδο των θερινών σχολικών διακοπών σε συνεχείς ηµέρες. Το µισό της κανονικής άδειας µπορεί να χορηγείται τµηµατικώς και σε άλλες χρονικές περιόδους, αν το ζητήσει ο ανήλικος. Για τους εργαζόµενους σπουδαστές των ΤΕΙ, µε το Π.Δ. 483/84, προβλέπεται η χορήγηση υποχρεωτικά της άδειας που τυχόν δικαιούται να ζητήσει ο µισθωτός, κατά το χρονικό διάστηµα της εξεταστικής περιόδου ή για την προετοιµασία και συµµετοχή στις φροντιστηριακές ή εργαστηριακές ασκήσεις.
Αποδοχές άδειας
Ο εργαζόµενος δικαιούται στη διάρκεια της άδειάς του τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν κανονικά µε πλήρη απασχόληση. Στις αποδοχές αυτές συµπεριλαµβάνονται όλα τα καταβαλλόµενα επιδόµατα και οι προσαυξήσεις. Ο εργοδότης υποχρεούται να προκαταβάλει τις αποδοχές και το επίδοµα άδειας στον εργαζόµενο στην αρχή της άδειας.
Επίδοµα άδειας
Κάθε εργαζόµενος εκτός από τις αποδοχές δικαιούται και επίδοµα άδειας. Το δικαίωµα λήψης επιδόµατος άδειας αποτελεί επακόλουθο του δικαιώµατος λήψης κανονικής άδειας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές άδειας. Είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών άδειας, µε τον περιορισµό ότι δεν µπορεί να υπερβεί για όσους µεν αµείβονται µε µισθό, το µισό µισθό, για όσους, δε, αµείβονται µε ηµεροµίσθιο ή ωροµίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ηµεροµίσθια. Ως εκ τούτου, οι µισθωτοί οι οποίοι λαµβάνουν τµήµα ή ολόκληρη την άδεια, δικαιούνται και ανάλογες αποδοχές επιδόµατος άδειας τόσο για το πρώτο και δεύτερο ηµερολογιακό έτος, όσο και για τα επόµενα έτη.
Προσαύξηση της ετήσιας κανονικής άδειας λόγω προϋπηρεσίας
Από 1/1/2000 οι εργαζόµενοι που έχουν συµπληρώσει υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη και µε οποιαδήποτε σχέση εργασίας δικαιούνται άδεια 30 εργάσιµων ηµερών (πέντε εβδοµάδων), αν εφαρµόζεται σύστηµα εξαήµερης εβδοµαδιαίας εργασίας ή 25 εργασίµων ηµερών (πάλι πέντε εβδοµάδων), αν εφαρµόζεται σύστηµα πενθήµερης εβδοµαδιαίας εργασίας.
Απαγόρευση της καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας κατά τη διάρκεια της άδειας
Κατά τη διάρκεια της άδειας απαγορεύεται η απόλυση του µισθωτού από τον εργοδότη (άρθρο 5 παρ. 6 ΑΝ 539/45).
Εν τούτοις, δεν απαγορεύεται η κατά τη διάρκεια της άδειας προειδοποίηση περί της προσεχούς απολύσεώς τους, αρκεί η ηµέρα απολύσεως να εµπίπτει σε χρόνο µετά τη λήξη της άδειας (Εφ. Λαρίσης 667/96). Η απαγόρευση της απολύσεως δεν ισχύει κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας (ΑΠ 542/97).
Ρύθµιση άδειας κατά το 1ο ηµερολογιακό έτος
Με τη νέα παρ.1 β του Α.Ν.539/1945, καθιερώνεται για το πρώτο ηµερολογιακό έτος, εντός του οποίου προσελήφθη ο µισθωτός, υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί µέχρι την 31η Δεκεµβρίου αναλογία (2 ηµεροµίσθια ανά µήνα εργασίας), δηλαδή ποσοστό των ηµερών άδειας που δικαιούται ο µισθωτός, µε βάση το χρονικό διάστηµα απασχόλησης στο έτος αυτό.
Η αναλογία της άδειας, η οποία υπολογίζεται επί των 20 εργάσιµων ηµερών (επί πενθηµέρου) και των 24 εργασίµων ηµερών (επί εξαηµέρου), θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη έως την 31η Δεκεµβρίου του ηµερολογιακού έτους πρόσληψης ακόµη και αν δεν έχει ζητηθεί από τους εργαζόµενους (άρ.4 του Α.Ν.539/1945, όπως τροποποιήθηκε µε την παρ.15 του άρ.3 του Ν.4504/1966).
Υπενθυµίζεται ότι, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρ.3 του Ν.Δ.3755/1957, καθώς και τη σχετική νοµολογία, σε περίπτωση µη χορήγησης από τον εργοδότη, λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσµα, αµέλεια), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόµενος εντός του ηµερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές άδειας µε προσαύξηση 100%.
Ρύθµισn άδειας κατά το 2ο ηµερολογιακό έτος
Κατά το δεύτερο ηµερολογιακό έτος, ο µισθωτός δικαιούται να λάβει τµηµατικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη.
Η αναλογία της άδειας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ηµερολογιακό έτος (2 ηµεροµίσθια ανά µήνα εργασίας), µε βάση τις 20 ηµέρες επί πενθηµέρου και τις 24 ηµέρες επί εξαηµέρου.
Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και αφού συµπληρωθούν 12 µήνες απασχόλησης από την ηµεροµηνία πρόσληψης, η άδεια επαυξάνεται κατά µία εργάσιµη ηµέρα. Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ηµερολογιακό έτος, η οποία θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικά ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31η Δεκεµβρίου του έτους αυτού, φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθηµέρου και 25 επί εξαηµέρου, εργάσιµων ηµερών. Συνεπώς, η µη χορήγησή της συνεπάγεται την υποχρέωση της καταβολής των αντιστοίχων αποδοχών άδειας προσαυξηµένων κατά 100%, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρθησαν για το πρώτο ηµερολογιακό έτος (υπαιτιότητα του εργοδότη λόγω πταίσµατος, αµέλειας, άρνησης κτλ.).
Ρύθµιση άδειας κατά το τρίτο και επόµενα ηµερολογιακά έτη
Κατά το τρίτο ηµερολογιακό έτος, καθώς και τα επόµενα, ο µισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σηµείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή θα φτάσει τις 22 ηµέρες επί πενθηµέρου και τις 26 επί εξαηµέρου, εάν έχουν συµπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ηµερολογιακού έτους.
Ο εργοδότης και σ’ αυτήν την περίπτωση υποχρεούται να χορηγεί την άδεια µέχρι 31 Δεκεµβρίου εκάστου ηµερολογιακού έτους, µε τις συνέπειες που προαναφέρθηκαν στην περίπτωση µη χορήγησής της και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που µνηµονεύθηκαν για τα δύο πρώτα ηµερολογιακά έτη (υπαιτιότητα του εργοδότη λόγω πταίσµατος, αµέλειας, άρνησης κτλ.).
Η διάταξη του άρ.1 του Ν.3302/2004, όπως και αυτή του άρ.6 του Ν.3144/2003, αναφέρει ρητά ότι η ετήσια άδεια µε αποδοχές, καθώς και το επίδοµα άδειας, διέπονται και από τις λοιπές οικείες διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας. Ως εκ τούτου, εξασφαλίζεται η συνέχεια της ισχύος των κειµένων διατάξεων που αφορούν το µηχανισµό και τον τρόπο χορήγησης της άδειας και του επιδόµατος άδειας.
Λύση της σχέσης εργασίας
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας µισθωτού µε οποιονδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο µισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια.
Κατά συνέπεια, εφόσον κατά το χρονικό σηµείο της λύσης της σχέσης εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωµα της άδειας, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις: • Κατά το πρώτο ηµερολογιακό έτος, εντός του οποίου προσελήφθη, ο µισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές άδειας ίσες µε 2 ηµεροµίσθια ανά µήνα απασχόλησης. Επίσης, δικαιούται 2 ηµεροµίσθια ανά µήνα, ως επίδοµα άδειας, µε τον περιορισµό του µισού µισθού ή των 13 ηµεροµισθίων. • Κατά το δεύτερο ηµερολογιακό έτος, ο µισθωτός δικαιούται επίσης 2 ηµεροµίσθια ανά µήνα απασχόλησης και άλλα 2 ηµεροµίσθια ανά µήνα ως επίδοµα άδειας (µε τον περιορισµό του µισού µισθού ή των 13 ηµεροµισθίων). • Κατά το τρίτο ηµερολογιακό έτος και για τα επόµενα οφείλονται αποδοχές πλήρους άδειας και επιδόµατος άδειας, που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα δικαιούταν ο µισθωτός εάν έπαιρνε την άδειά του κατά το χρονικό διάστηµα της λύσης της σχέσης εργασίας.
Προκειµένου να υπάρξει καλύτερη κατανόηση της νοµοθετικής ρύθµισης του άρ.1 του Ν.3302/2004, παρατίθενται τα παρακάτω παραδείγµατα:
Πρώτο παράδειγµα Εργαζόµενος ο οποίος προσελήφθη 01-05-2006, δικαιούται µέχρι την 31-12-2006, 8 µήνες χ 20/12 ηµεροµίσθια ως άδεια, καθώς και ανάλογο επίδοµα άδειας, το οποίο στο παράδειγµά µας είναι ολόκληρο (µισός µισθός ή 13 ηµεροµίσθια επί ηµεροµισθίων).
Εάν στο ίδιο παράδειγµα η σχέση εργασίας λυθεί τον 11ο µήνα και ο µισθωτός έχει λάβει µέρος άδειας µέχρι τον 8ο µήνα, δικαιούται να λάβει την αναλογία από τον 8ο έως το 11ο, δηλαδή, 4 µήνες επί 20/12 (η 4µήνες χ 24/12, επί εξαηµέρου) ηµεροµίσθια ως άδεια και τα υπολειπόµενα ηµεροµίσθια ως επίδοµα άδειας µέχρι τη συµπλήρωση µισού µηνιαίου µισθού.
Δεύτερο παράδειγµα
Εργαζόµενος ο οποίος προσελήφθη 01-05-06, πρέπει να λάβει έως 31-12-06, 8 µήνες χ 20/12 ηµεροµίσθια ως άδεια, καθώς και το ανάλογο επίδοµα άδειας.
Κατά το δεύτερο ηµερολογιακό έτος 2007, θα λάβει µέχρι 31-12-07 τµηµατικά ή στο σύνολο την 31-12-07, 21 ηµέρες επί πενθηµέρου και 25 ηµέρες επί εξαηµέρου, καθώς και το αναλογούν επίδοµα άδειας . Στη συγκεκριµένη περίπτωση η 21η ηµέρα (επί πενθηµέρου) ή η 25η ηµέρα (επί εξαηµέρου) προστίθεται µετά την 01-05-2007, χρονικό σηµείο συµπλήρωσης έτους απασχόλησης.
Συνεπώς, από 01-01-2007 έως 01-05-2007 η αναλογία άδειας υπολογίζεται σε 20/12 επί 4 µήνες, το δε χρονικό διάστηµα από 02-05-2007 έως 31-12-2007 υπολογίζεται σε 21/12 επί 8 µήνες.
Από 01-01-2008 και σε κάθε επόµενο ηµερολογιακό έτος ο εργαζόµενος δικαιούται να λαµβάνει µέχρι 31 Δεκεµβρίου ολόκληρη την ετήσια άδεια µε αποδοχές και το επίδοµα άδειας.
Πίνακας αδειών υπαλλήλων και εργατών µε συνολική υπηρεσία ή προϋπηρεσία µέχρι 10 έτη µη συµπληρωµένα στον ίδιο εργοδότη ή µέχρι 12 έτη µη συµπληρωµένα σε οποιονδήποτε εργοδότη
Ηµερολογιακό έτος απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση |
Μισθωτοί απασχολούµενοι επί 5ήµερο εβδοµαδιαία |
Μισθωτοί απασχολούµενοι επί 6ήµερο εβδοµαδιαία |
Αποδοχές άδειας |
Επίδοµα άδειας |
1ο ηµερολογιακό έτος (από την πρόσληψη έως 31/12) |
1,6667 ηµέρες για κάθε µήνα απασχόλησης ή 2 µέρες x 5/6 (ή 20/12 x µήνες απασχόλησης) (στρογγυλοποίηση του γινοµένου) |
2 ηµέρες για κάθε µήνα απασχόλησης (ή 24/12 x µήνες απασχόλησης) (στρογγυλοποίηση του γινοµένου) |
Όσες οι αποδοχές των δικαιούµενων ηµερών αδείας για τους αµειβόµενους µε ηµεροµίσθιο και µε αναγωγή στα 24/25 του µισθού για τους αµειβόµενους µε µισθό |
Αναλογικά βάσει του χρόνου απασχόλησης και των αποδοχών αδείας και µέχρι συµπλήρωσης 13 ηµεροµισθίων ή 1/2 µηνιαίου µισθού |
2ο ηµερολογιακό έτος (από 01/01 έως την συµπλήρωση δωδεκαµήνου από την πρόσληψη) |
20/12 x µήνες απασχόλησης (στρογγυλοποίηση του γινοµένου) |
24/12 x µήνες απασχόλησης (στρογγυλοποίηση του γινοµένου) |
Όσες οι αποδοχές των δικαιούµενων ηµερών αδείας για τους αµειβόµενους µε ηµεροµίσθιο και µε αναγωγή στα 24/25 του µισθού για τους αµειβόµενους µε µισθό |
Αναλογικά βάσει του χρόνου απασχόλησης και των αποδοχών αδείας και µέχρι συµπλήρωσης 13 ηµεροµισθίων και 1/2 µηνιαίου µισθού |
2ο ηµερολογιακό έτος (από 01/01 έως 31/12- µετά τη συµπλήρωση δωδεκαµήνου από την πρόσληψη) |
21 ηµέρες για όλο το έτος ή (21/12 x µήνες απασχόλησης(στρογγυλοποίηση του γινοµένου) |
25 ηµέρες ή (25/12 x µήνες απασχόλησης)(στρογγυλοποίηση του γινοµένου) |
Όσες οι αποδοχές των δικαιούµενων ηµερών αδείας για τους αµειβόµενους µε ηµεροµίσθιο και µε αναγωγή στα 24/25 του µισθού για τους αµειβόµενους µε µισθό |
Αναλογικά βάσει του χρόνου απασχόλησης και των αποδοχών αδείας και µέχρι συµπλή-ρωσης 13 ηµεροµισθίων ή 1/2 µηνιαίου µισθού |
3ο έτος έως και 9ο έτος |
22 ηµέρες |
26 ηµέρες |
26 ηµεροµίσθια ή 1 µηνιαίο µισθό εφόσον η άδεια διαρκεί ένα ολόκληρο µήνα ή 26/25 µηνιαίου µισθού σε κάθε άλλη περίπτωση |
13 ηµεροµίσθια ή 1/2 µηνιαίο µισθό |
Για όσους έχουν συµπληρώσει δεκαετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη ή δωδεκαετή υπηρεσία σε οποιονδήποτε εργοδότη |
25 ηµέρες |
30 ηµέρες |
30 ηµεροµίσθια ή 30/25 µηνιαίου µισθού |
13 ηµεροµίσθια ή 1/2 µηνιαίο µισθό |
Διαλείπουσα εργασία |
|
|
Όσες οι αποδοχές των δικαιούµενων ηµερών αδείας που υπολογίζονται στη βάση τεκµαρτού ηµεροµισθίου που αντιστοιχεί στο µέσο όρο των ηµερήσιων αποδοχών από την πρόσληψη ή τη λήξη της προηγούµενης άδειας µέχρι την έναρξη της χορηγούµενης άδειας |
13 ηµεροµίσθια υπολογιζόµενα επί του τεκµαρτού ηµεροµισθίου βάσει του οποίου υπολογίζονται οι αποδοχές αδείας |
Χρόνος χορήγησης της άδειας
Ο χρόνος χορήγησης των αδειών σύµφωνα µε το άρθρο 4 του α.ν.539/45, καθορίζεται κατόπιν συµφωνίας µεταξύ µισθωτών και εργοδότη. Οι µισοί τουλάχιστον από τους µισθωτούς πρέπει να λάβουν την άδειά τους µέσα στο χρονικό από 1η Μαΐου µέχρι 30 Σεπτεµβρίου. Ο εργοδότης είναι υποχρεωµένος να χορηγήσει την άδεια εντός δύο µηνών από το χρονικό σηµείο που διατυπώθηκε το σχετικό αίτηµα.
Πότε καταβάλλονται οι αποδοχές της άδειας και το επίδοµα άδειας
Κατά το άρθρο 3 παράγ. 8 του Α.Ν. 539/45, τόσο οι αποδοχές άδειας όσο και το επίδοµα της άδειας προκαταβάλλονται στον µισθωτό κατά την έναρξη της άδειας του.
Οι αποδοχές της άδειας και του επιδόµατος της άδειας δεν συµψηφίζονται µε ανώτερες καταβαλλόµενες αποδοχές από τις νόµιµες.
|